Τελετουργικό

Τελετουργικό, φωτογραφία του Θοδωρή ΝικολάουΕίχε ωραίες συνήθειες. Μια ερμηνεία θα μπορούσε να εικάζει πως είχαν βαθιά τις ρίζες τους στην τάση του να διαφέρει και να διαφεύγει, άλλη ίσως να τις παρεξηγούσε ως αντίδραση, ή ακόμη και πρόκληση -γιατί όχι και πρόσκληση- προς ένα υποκείμενο το οποίο ακόμη εξερευνάται. Εγώ πάντως, θεωρώ πως δεν του επιτρεπόταν να είναι κάτι άλλο. Απόρροια της εκλεπτυσμένα συγχυσμένης του σκέψης και φύσης, των πρέπει και των θέλω του, οι συνήθειές του ήταν αυτό που ήταν. Ανερμήνευτες, ως ένα βασικό αξιακό σύστημα που καθόριζε την ποιότητά του. Με ένα τελετουργικά λυτρωτικό τρόπο, είχε καταφέρει να αφαιρέσει τη νωθρή επαναληψιμότητα από αυτές, να τις εξαγνίσει από τον ψυχαναγκαστικό τους χαρακτήρα και να τις μετασχηματίσει σε μια δεύτερη ζωή μέσα στη ζωή του. Και αν στους περισσότερους η συνήθεια μπορεί να εμπεριέχει το στοιχείο της νοσηρότητας, για αυτόν ήταν κάτι σα βάλσαμο. Ενάντια στην πεζότητα, την ευπρέπεια και τον καθωσπρεπισμό.
Ούτε καν ο ίδιος δεν μπορούσε να έχει μία αποκρυσταλλωμένη άποψη για αυτό που ήταν και ακόμη περισσότερο αυτό που έπραττε. Ο λόγος ήταν απλός. Φρονούσε πως αυτό το κράμα συνέπειας και συνέχειας που καθόριζε τις καθημερινές του περιηγήσεις –χαρακτηριστικό σε έλλειψη στους καιρούς- δεν εμπεριείχε τίποτα το ιδιότυπο. Αντιθέτως για τους υπόλοιπους –ακόμη και η σύζυγός του δεν μπόρεσε ποτέ να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της σημασίας– ήταν εξωφρενικό, ανόητα παιδικό, ιδιαζόντως περίπλοκο, επιεικώς τρελό, παράλογο, παράδοξο.
Ποια ήταν όμως αυτή η «επαίσχυντη» συνήθεια για την οποίοι αρκετοί ένιωθαν πως έπρεπε να την εξευγενίσει, ή ακόμη και να απολογηθεί γι’ αυτή; Ποιο ήταν το «στίγμα»; Απλώς έβλεπε τη ζωή σαν πλαστελίνη. Τι έκανε; Σχεδόν κάθε απόγευμα έπαιρνε το σακίδιο του, και κατεβαίνοντας την oδό Ασκληπιού, όπου και διέμενε τα τελευταία 25 χρόνια, όδευε προς το κέντρο της Αθήνας. Η πορεία που θα ακολουθούσε κάθε φορά, καθοριζόταν από την τυχαιότητα, αλλά και μια ασυνείδητη αναγκαιότητα. «Ανέπνεε» τους δρόμους, «μύριζε τους ανθρώπους». Συμμετείχε στο δημόσιο βίο με το δικό του τρόπο. Παρατηρούσε με εφηβική περιέργεια τη βαθύτερη αιτία του πόνου των πραγμάτων. Έμπαινε σε εκκλησίες, υπόγεια -ανεπίσημα τζαμιά. Συνομιλούσε με τους πιστούς. Στεκόταν βουβός και έπαιρνε μέρος στα τελετουργικά τους. Μία χριστιανός, μία μουσουλμάνος, αν και από τα 18 του είχε συνειδητοποιήσει πως θα αποδημούσε άθρησκος. Αφουγκραζόταν και μάθαινε. Επιχειρούσε να έχει τα μάτια του ορθάνοιχτα. Δεν προσπαθούσε να αποστηθίσει. Επιθυμούσε να μετασχηματίσει τη δράση σε εμπειρία και στη συνέχεια την εμπειρία -μέσω του υποσυνειδήτου- σε κύρια πηγή ζωής.
Παραδόξως αγαπούσε περισσότερο τους «άπιστους», τους «μιαρούς». Αυτοί αποκτούσαν «μπόι» στα μάτια του. Η παραβατικότητα, η μοίρα, η ζωή αλλιώς ιδωμένη, το συναισθηματικό τους ισοζύγιο ήταν οι λόγοι που αυτή η κατηγορία ανθρώπων του ενέπνεε έναν άμετρο σεβασμό. Δεν είχε αντίστοιχα βιώματα και όμως η οικειότητα που απολάμβανε, του διέγειρε τα αισθητήρια όργανα. Ανεξήγητο. Όμως αυτό ήταν. Εκδιδόμενες, τοξικομανείς, άστεγοι, ψυχικά ασθενείς. Εκεί ξεπλενόταν. Συνομιλούσε με τις ώρες. Πολλούς τους ήξερε με τα μικρά τους ονόματα. Άλλους με τα υποκοριστικά τους. Παραδόξως εκεί λυνόταν ο κόμπος που είχε αποκτήσει στο λαιμό. Από την ομαλότητα. Και εκεί ίσως ήταν το καταφύγιο που τόσο φθονούσε, όπως η ποίηση λειτουργούσε κατευναστικά για τον «καταραμένο» Καρυωτάκη. Μόνον που ο δικός μας ήρωας εντόπισε το λόγο να υπάρχει. Να ζει μέσα στη ζωή.

Μοιραστείτε:  

Eίμαι φιλόλογος αλλά ασχολούμαι και με τη μετάφραση από την ιταλική γλώσσα. Γράφω κυρίως μέσα στο τρένο για την Αθήνα και στο καφενείο Ρεξ τέρμα παραλία. Θα ήθελα οι ιστορίες μου να έχουν οπωσδήποτε happy end αλλά αυτό δυστυχώς δεν είναι πάντα κατορθωτό. Έχω συμμετάσχει σε διάφορες ανθολογίες διηγημάτων, αλλά γράφω και θεατρικά και σενάρια. Έχω την τιμή να διατηρώ επί σειρά ετών, βρέξει χιονίσει, τη σελίδα «Δωμάτιο Με Θέαν» στο περιοδικό «Αν».  Τέλος, έχω ακουμπήσει με το δάχτυλο όλα τα τατουάζ του Νίκου Καββαδία, ειδικά αυτό με τη γοργόνα.