Μάρα Μπαρόλα

Η Μάρα Μπαρόλα δηλώνει Αμαρουσιώτισσα αλλά η καταγωγή της είναι από ένα χωριό της Κύμης, την Οκτωνιά. Πέρασε στη φιλοσοφική για να μη χαλάσει το χατήρι των γονιών της ενώ ταυτόχρονα γράφτηκε και στη δραματική σχολή Βεάκη, αφού η ίδια γνώριζε από νωρίς ότι θέλει να γίνει ηθοποιός. Οι πρώτες της συμμετοχές σε θεατρικά αλλά και τηλεόραση έγιναν ενώ ήταν ακόμα σπουδάστρια και πριν αποφοιτήσει με άριστα. «Ο Δρόμος», «Σελίδες με θέα», «Η Τράπεζα», «Οι στάβλοι της Εριέττας Ζαΐμη», «Κανείς δε λέει σ΄ αγαπώ», «Το Κόκκινο Δωμάτιο», «Το Καφέ της Χαράς», «7 Θανάσιμες Πεθερές», «Λούφα και Παραλλαγή», «Πλάκα μου κάνεις», «Μιά στιγμή, δυό ζωές», «Μίλα μου βρώμικα» είναι μερικές από τις εμφανίσεις της στην μικρή οθόνη ενώ έχει λάβει μέρος στις μικρού μήκους ταινίες: «Αισθήσεις», «Φευγαλέα Χαμόγελα» (σε σκηνοθεσία Δημήτρη Κανελλόπουλου, βραβεύτηκε με το βραβείο Α΄ Γυναικείου Ρόλου στο φεστιβάλ Δράμας), «Ο Μάριος και το κοράκι» του Γιάννη Μπουγιούκα και το οποίο απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας Ν.Α Ευρώπης στο φεστιβάλ Δράμας. Συμμετείχε στις μεγάλου μήκους ταινίες: «Διονύσιος Σολωμός», «Η Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» σε σκηνοθεσία Πάνου Κούτρα, στην ταινία της ΄Ολγας Μαλέα «Λουκουμάδες με μέλι», στην ταινία «Μικρό Έγκλημα» του Χρήστου Γεωργίου, στο «Απ΄τα κόκκαλα βγαλμένα» του Σωτήρη Γκορίτσα κ.α. Από το πλούσιο βιογραφικό της δε λείπουν οι σκηνοθετικές της εμπειρίες («Arreglos y Desarreglos» και «Ροδάκινο Κομπόστα»), ασχολείται με το θεατρικό παιχνίδι, προετοιμάζει υποψήφιους νέους ηθοποιούς για τις εισαγωγικές τους εξετάσεις, συνεργάζεται με ψυχοθεραπευτές σε βιωματικά σεμινάρια και παραδίδει μαθήματα ξένων γλωσσών.

Ποιά η σχέση σου λοιπόν με την Εύβοια;

Η καταγωγή του πατέρα μου είναι από την περιοχή της Κύμης, από το χωριό Οκτωνιά. Παρότι ο πατέρας μου έφυγε μικρός από εκεί ξυπόλυτος όπως πολλοί εκείνη την εποχή, πήγε στην Αθήνα όπου και τελείωσε 4 Πανεπιστήμια, δεν έκοψε ποτέ τους δεσμούς του με το χωριό. Παρέμεινε χωριατόπαιδο ακόμα και όταν πια ήταν ένας μεγαλοδικηγόρος των Αθηνών. Το σπίτι μας στο Μαρούσι το είχε μετατρέψει σε αγροικία με κότες, πάπιες, κατσίκες, έβγαζε το σακάκι, άφηνε την τσάντα του δικηγόρου και άρμεγε την κατσίκα με τη γραβάτα. Αργότερα πήρε το σπίτι του παππού και το έκανε ένα εξοχικό δίπλα στη θάλασσα, θέλοντας να μας αφήσει κάτι στον τόπο του.

Έχεις αδέλφια;

Ο μπαμπάς μου έχει παντρευτεί 2 φορές, είμαστε 5 αδέλφια.

Πηγαίνετε τα καλοκαίρια στο χωριό;

Πάμε αν και να σου πω, εγώ το προτιμώ το χειμώνα, που είναι πιο ήσυχα και βρίσκεσαι σε τέλεια επαφή με τη φύση. Εκεί, η Μουρτερή, όσοι την ξέρουν γνωρίζουν ότι δεν αστειεύεται, το χειμέριο κύμα φτάνει μέχρι τη μάντρα μας. Αυτή η αγριάδα μου αρέσει πάρα πολύ. Πας εκεί και καθαρίζεις. Ανάβεις το τζάκι και είσαι εσύ και τα στοιχεία της φύσης.

Η Φιλοσοφική πως σου προέκυψε;

Ήταν απαίτηση της μαμάς μου. Εγώ ήθελα πάντα να γίνω ηθοποιός. Κάποια στιγμή στο σχολείο και ενώ ήμουν καλή μαθήτρια, όχι άριστη αλλά καλή, “έπαθα σεντόνι” όπως λέμε στο θέατρο και είπα στη μαμά ότι εγώ δεν ήθελα να σπουδάσω. Έτσι έχασα ένα χρόνο αλλά μπήκα στο Πανεπιστήμιο και ταυτόχρονα γράφτηκα στη δραματική σχολή.

Δεν αμφιταλαντεύτηκες ποτέ ανάμεσα στα δύο μιας και τα ξεκίνησες ταυτόχρονα; Δεν ένιωσες ποτέ ότι αφού πατούσες σε δύο βάρκες θα μπορούσες να μπαινοβγαίνεις σε όποια από τις δύο ήθελες;

Όχι, ποτέ. Αν και τώρα πια οι ξένες γλώσσες, αφού έχω άδεια διδασκαλίας στην Αγγλική, με στηρίζουν. Πάντα δίδασκα όμως γλώσσες, ακόμα από φοιτήτρια ήταν ο τρόπος να εξασφαλίζω το δικό μου χαρτζηλίκι.

Ποιος ήταν τότε ο λόγος για να αγαπήσεις το θέατρο;

Όταν ήμουν ακόμα μαθήτρια στο 1ο Λύκειο Αμαρουσίου, μία φίλη κάλεσε τον Αντώνη Αντωνίου για να μας σκηνοθετήσει την Ηλέκτρα. Η φίλη μου θα έκανε την Ηλέκτρα αφού δική της ήταν η ιδέα, κάποια άλλη την Κλυταιμνήστρα και εγώ μαζί με τους υπόλοιπους ήμασταν στο χορό. Ο Αντωνίου όπως μου είπε πολύ αργότερα, είχε δει κάτι σε μένα και μία μέρα που έλειπε η φίλη μου γιατί ήταν άρρωστη με κάλεσε για να με δοκιμάσει και μου είπε: “Μάρα, κράτα λίγο την Ηλέκτρα”. Ανεβαίνω στο σανίδι και μου ζητάει να διαβάσω τη σκηνή που γίνεται η δολοφονία της Κλυταιμνήστρας. Εκεί, υπάρχει ένα σημείο που λέει “χτύπα, χτύπα ξανά” κι εγώ τότε σαν εξαγριωμένη έφηβος εκφράστηκα τόσο έντονα! Σήμερα αναγνωρίζω τη βασική διαδικασία του θεάτρου να συνδεθείς με προσωπικά σου βιώματα καθώς κι εγώ τότε αισθάνθηκα να διοχετεύω όλη εκείνη την πίεση που δεχόμουν από τη μάνα μου για περάσω σε κάποια σχολή. Το αποτέλεσμα ήταν να τον εντυπωσιάσω αλλά εκείνη η παράσταση, δυστυχώς για μένα, δεν έγινε ποτέ. Η προσπάθεια μου όμως δεν πήγε καθόλου χαμένη αφού ο Αντωνίου με πίστεψε και με έβαλε την ίδια χρονιά να κάνω ένα πέρασμα από τη μαντάμ Σουσού. Έτσι λοιπόν τον πρώτο μου ρόλο τον είχα παίξει πριν καν γραφτώ στη σχολή.

Ξεκίνησες με τηλεόραση. Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στην καριέρα σου;

Ανήκω σε μία γενιά ηθοποιών που οι δάσκαλοί μας μας απέτρεπαν να κάνουμε τηλεόραση. Ήταν τότε που η ιδιωτική τηλεόραση έκανε το μεγάλο μπαμ και θεωρούνταν ένα φτηνό, λαϊκό μέσο. Μας είχαν γαλουχήσει με Παξινού και Μινωτή, οι ίδιοι βέβαια αργότερα -όχι όλοι αλλά πολλοί- έπαιξαν στην τηλεόραση και αναγνωρίστηκαν και έβγαλαν και αρκετά χρήματα. Έτσι εμείς αργήσαμε να μπούμε στην τηλεόραση, δείξαμε ένα σνομπισμό, κακώς, γιατί δεν φταίει το μέσο, η τηλεόραση είναι ένα εργαλείο όπως είναι το κατσαβίδι: ή σκοτώνεις ή βιδώνεις. Γι’ αυτό και όταν ήρθαν και μου πρότειναν να κάνω ένα καθημερινό ρώτησα τους φίλους μου αν θα υπήρχε για μένα μία αρνητική έκθεση και μου εξήγησαν ότι δεν υπάρχουν πια αυτοί οι διαχωρισμοί, υπήρχαν ήδη άνθρωποι που είχαν φέρει αλλαγές ακόμα και στο καθημερινό. Εγώ έκανα αυτή τη δουλειά φέρνοντας όμως το θέατρο στα γυρίσματα, έκανα αυτό που είχα σπουδάσει, χωρίς εκπτώσεις.

Γιατί το καθημερινό θεωρείται (ή είναι) υποδεέστερο από μία σειρά;

Στο καθημερινό ο ηθοποιός καλείται να βγάλει σε ένα γύρισμα 20 σελίδες. Υπάρχουν πολλές επαναλήψεις, μεγάλες παύσεις, γεμίσματα για να καλύψουμε χρόνο και να βγουν τα επεισόδια. Σε μία εβδομαδιαία σειρά αυτά αποφεύγονται.

Τηλεόραση, θέατρο, σινεμά. Τα αναφέρω με τη σειρά που τα έκανες. Ποια είναι όμως η σειρά σύμφωνα με την προτίμησή σου;

Σίγουρα αγαπάω πολύ το σινεμά. Το σινεμά βρίσκεται κάπου στη μέση: έχει τη διαδικασία που απαιτεί το θέατρο, δηλαδή να μελετήσεις, να το ψάξεις, να μπεις στο ρόλο σου, σου αφήνει το χρόνο ο σκηνοθέτης (εξαρτάται φυσικά πάντα από τη δουλειά) να κάνεις τις πρόβες σου. Θυμάμαι σαν εξαιρετική δουλειά το «Φευγαλέα Χαμόγελα» με τον Δημήτρη Κανελλόπουλο για το οποίο μάλιστα βραβεύτηκα στη Δράμα με το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου. Ταιριάξαμε πολύ καλά με τον Κανελλόπουλο ο οποίος έβγαλε τη φήμη ότι οι πρωταγωνίστριές του βραβεύονται καθώς τιμητική διάκριση απέσπασε και η Τζένη Ρουσσέα για το ρόλο της στο «Χήρα Στρατηγού». Το σινεμά λοιπόν έχει όλη τη διαδικασία του θεάτρου συν την κάμερα. Η κάμερα έχει κάτι μαγικό. Έχει τη δυνατότητα να καταγράψει τις αποχρώσεις σου, να μεγεθύνει αυτά που πρέπει και σαν χωνί να τα στείλει εκεί έξω σε πάρα πολύ κόσμο. Μπορείς να παίξεις εντελώς εσωτερικά και επειδή έχει αυτή τη δύναμη, μπορεί με ένα γκρο να συλλάβει το απειροελάχιστο, να το αποτυπώσει και να το μεταδώσει. Στο θέατρο πρέπει να το μεγαλώσεις εσύ μόνος σου. Το θέατρο έχει ακόμα και τη φθορά της επανάληψης. Θα μου πεις είναι πάντα φθορά; όχι, πολλές φορές η επανάληψη είναι κάθαρση αλλά όπως και να το κάνεις το θέατρο είναι μαραθώνιος. Η τηλεόραση έχει την κάμερα αλλά συνήθως δε σου δίνει το χρόνο. Το «Μίλα μου βρώμικα» για παράδειγμα ήταν μία εξαιρετική συγκυρία.

Εξαιρετική συγκυρία για πολλούς καθώς κι εμείς εκεί γνωριστήκαμε αλλά και πολύς άλλος κόσμος που ήρθε για να κάνει “γεμίσματα” στα γυρίσματα του BarbaΔήμου καλεσμένος στο facebook! Τί γίνεται όμως σήμερα και δεν γίνονται τόσο πετυχημένες σειρές; Φταίει η οικονομική κρίση που τα μεγέθη συρρικνώνονται;

Σίγουρα φταίει η κρίση. Μία από τις πρώτες απώλειες σε περιόδους οικονομικής κρίσης είναι η τέχνη. Είναι από τα πρώτα που πετάς. Τι, σου λέει ο άλλος, τώρα θα κάτσουμε να κάνουμε θέατρο; Θα κάνουμε ζωγραφική; Ποιός θα αγοράσει τον πίνακα; Αν δεν αγοράζει κανένας τον πίνακα, αν δεν πάει κανείς στο θέατρο, αν ο δήμος δε στήσει ένα άγαλμα, αν δηλαδή δεν στηρίξουμε την τέχνη, πως θα ζήσει ο καλλιτέχνης δημιουργός; Θα τα παρατήσει. Γνωρίζω πολλούς, αξιόλογους ηθοποιούς και σκηνοθέτες οι οποίοι ή κάνουν κάτι άλλο και υπολειτουργούν πάνω στο κομμάτι της τέχνης τους ή και κάποιους που τα έχουν παρατήσεις τελείως. Πάντα η τέχνη ήθελε κοινό να την υποστηρίζει. Στην Αναγέννηση όλοι οι μεγάλοι γλύπτες και ζωγράφοι είχαν τους βασιλείς που τους υποστήριζαν και έκαναν όλα αυτά τα αριστουργήματα. Στην αρχαιότητα υπήρχαν οι χορηγοί που χρηματοδοτούσαν μία παράσταση. Τώρα εμείς καλούμαστε να γίνουμε παραγωγοί του εαυτού μας. Γι αυτό και υπάρχουν όλες αυτές οι μικρές ομάδες. Από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης γίνεται παραγωγός, προκειμένου να βγει, αρχίζει η έκπτωση, λες “παιδιά να κόψουμε από εδώ, να κόψουμε από εκεί”. Ή λες “δεν φέρνουμε το τάδε που θα μας φέρει και κόσμο;”. Αν αρχίσει ο δημιουργός να σκέφτεται και το ταμείο, χάνεται το παιχνίδι. Εγώ είμαι υπέρ, λέω πρέπει να σκέφτεσαι και το ταμείο αλλά βάλε εσύ τα χρήματα και θα έρθουν τα εισιτήρια να τα πάρεις πίσω. Έτσι, χωρίς φανφάρες, επειδή το έργο ήταν καλό. Έχει αποδειχθεί πολλές φορές ότι έργα που έγιναν χωρίς εκπτώσεις και χωρίς ιδιαίτερη προβολή από τα μέσα έφεραν κόσμο και έκαναν εισπράξεις γιατί ο κόσμος εκτίμησε την ποιότητα του έργου.

Το ίδιο συμβαίνει και με την τηλεόραση; Πόσο φτηνότερο μπορεί να είναι ένα εισαγόμενο προϊόν με τα δικά μας μεροκάματα κοντά στο χαρτζηλίκι;

Τα κανάλια νομίζω ότι και αυτά προσπαθούν να επιβιώσουν. Εκτός από την έννοια του κόστους υπάρχει και η έννοια του ρίσκου. Δεν ρισκάρουν να πάρουν ηθοποιούς που είναι λιγότερο γνωστοί. Δεν υπάρχει καν ο όρος ρίσκο, μιλάμε για επιβίωση. Αυτό συμβαίνει και εκτός τηλεόρασης. Βλέπω θεατρικές παραστάσεις στις οποίες συμμετέχουν για να αυξήσουν τα έσοδα, άνθρωποι που δεν είναι ηθοποιοί. Πόσο λάθος είναι αυτό; Το θέατρο ψάχνει τονωτικές ενέσεις από άλλους χώρους, χρησιμοποιεί celebrities και τελικά κόβουν εισιτήρια τα οποία όμως δεν είναι θεατρικά, είναι κάτι άλλο. Η θεατρική τέχνη τείνει να ξεχαστεί. Αυτό συζητούσαμε πρόσφατα και με το σκηνοθέτη μας, τον Μιχάλη Τσουρουνάκη, που κάναμε το Talking Heads. To έργο επέστρεψε απογυμνωμένο στη βάση του θεάτρου χωρίς κανένα τερτίπι. Κείμενο, ηθοποιός, θεατής. Αυτή είναι η βάση του θεατρικού έργου και σε αυτό πόνταρε.

Η αλήθεια είναι ότι πιο απαιτητικά έργα όπως το Bolivar του Γιάννη Σκουρλέτη που παίχτηκε φέτος και ήταν σχεδόν από την αρχή sold-out, μάζεψαν κόσμο και δικαίωσαν τους ανθρώπους που τα εμπιστεύτηκαν. Είναι όμως ο κανόνας ή η εξαίρεση; Μήπως για να το κάνω πιο άμεσο, η τηλεόραση έχει φτωχύνει τόσο γιατί “αυτά θέλει ο κόσμος”;

Εγώ πιστεύω στον κόσμο. Το παράδειγμα της παράστασης που ανέφερες, του Bolivar, νομίζω με δικαιώνει. Τα έργα χαμηλής αισθητικής αξίας μπορεί προσωρινά να αρέσουν ή να ψυχαγωγούν αλλά ο καλλιτέχνης – δημιουργός έχει το χρέος ή καλύτερα, παράλληλο σκοπό -γιατί το χρέος είναι βαριά λέξη, να εκπαιδεύσει τον κόσμο. Είναι κομμάτι της δουλειάς ενός καλλιτέχνη η διδασκαλία. Εμένα μου έχει τύχει να συζητήσω με ανθρώπους που είδαν κάτι καλλιτεχνικά αδιάφορο και ενώ αρχικά είπαν ότι πέρασαν καλά, κατάληξαν στο ότι δεν άξιζε πραγματικά. Αν ξύσεις λίγο την επιφάνεια θα διακρίνεις την πραγματική εκτίμηση απέναντι στο έργο. Δεν είμαστε ηλίθιοι.

Υπάρχουν κατώτερα ήδη στο θέατρο, κάτι σαν τα καθημερινά που κατηγορούσαν κάποιοι όταν ξεκινούσες;

Κατηγορούν κάποιοι την επιθεώρηση. Θέατρο είναι και αυτή και το ότι πάει κόσμος πολύς να δει μία παράσταση στο Δελφινάριο είναι μόνο καλό. Μου έλεγε μία φίλη σκηνοθέτης, η Εσθέρ Αντρέ Γκονζάλες, ότι στην Ελλάδα, όλοι πάνε στο θέατρο. Το θέατρο στο εξωτερικό είναι πιο αποκλεισμένο κοινωνικά. Εδώ θέατρο θα δει ο καθηγητής αλλά και ο χασάπης. Κάποιοι θα πάνε με τα εργατικά αλλά σημασία έχει ότι θα έρθει σε επαφή με το θέατρο. Πρέπει ο κόσμος να πηγαίνει στο θέατρο και να έχει τα αυτιά του ανοιχτά, την ψυχή του ανοιχτή, να αφήνει ανοιχτή την επικοινωνία. Αυτός που πάει στο Δελφινάριο θα πάει και στο θέατρο του Νέου Κόσμου αν του δοθεί η ευκαιρία και θα περάσει και καλύτερα. Προϋπόθεση φυσικά να πετάξει το θέατρο το προσωπείο της κουλτούρας που φοβίζει τον κόσμο.

Γιατί το εύκολο είναι πάντα πιο επιθυμητό;

Είμαστε, και λέω είμαστε βάζοντας κι εμένα μέσα, λίγο – πολύ όλοι του καναπέ, δύσκολα ξεκουνάμε και ξεβολευόμαστε. Ειδικά στα ζόρια όλοι κοιτάμε να πάμε στο εύκολο, είναι στη φύση μας, το λέει ο νόμος της εντροπίας. Όταν όμως αυτό το εύκολο παραχαλάει και το συνειδητοποιούμε οι περισσότεροι, συμβαίνει ότι συνέβη και με την τηλεόραση που έχασε σιγά-σιγά τον κόσμο της και στράφηκαν οι περισσότεροι στα συνδρομητικά κανάλια. Ανοίγουμε τους δέκτες για να αποβλακωθούμε, να υπάρχει λίγη φασαρία στο σπίτι ή για να μας πάρει ο ύπνος. Νιώθουμε όμως την έλλειψη πραγματικής ουσίας και την αποζητούμε. Άλλωστε η τηλεόραση είναι ένα μέσο το οποίο σχεδόν πάντα το πρώτο που θέλει να κάνει είναι να πουλήσει. Όπως έχει πει και κάποιος: “το πρόγραμμα της τηλεόρασης είναι διαφημίσεις και βάζουν και κάτι ανάμεσα”. Σιγά -σιγά όμως θα δεις αυτό να αλλάζει. Απλά περνάμε τώρα μια φάση του υπερβολικά εύκολου και εύπεπτου. Η κύρια αιτία είναι ότι αυτή τη στιγμή στη χώρα κυριαρχεί ο φόβος. Φοβάται ο καναλάρχης μη χάσει τα λεφτά του και ξαναφέρνει ένα ριάλιτι επιβίωσης, δεν είναι σε θέση να ακουμπήσει σε έναν Καπουτζίδη και να του βγει φαινόμενο, γι’ αυτό δε βλέπεις σειρές όπως το Παραπέντε σήμερα. Όταν πήγε την πρώτη φορά με το σενάριο τον ήξεραν; Όχι. Και είπαν κάτσε να κάνουμε κάποια επεισόδια και τους βγήκε. Τώρα φοβούνται να το κάνουν. Υπάρχει όμως φόβος και από το κοινό. Δεν θα πάνε να δούνε μία πειραματική παράσταση εύκολα γιατί φοβούνται να μη “πετάξουν” τα ελάχιστα χρήματά τους. Έχουμε εγκλωβιστεί όλοι σε έναν φόβο που μας ρουφάει.

Υπάρχει διέξοδος;

Η πλήξη. Νομίζω ότι κάποια στιγμή θα βαρεθούμε να φοβόμαστε. Όσο στριμωγμένοι κι αν είμαστε βρισκόμαστε ακόμα στη λίστα με τα αναπτυγμένα κράτη του πλανήτη. Αυτό έχει ένα παρελθόν από πίσω. Είναι σαν να έχεις γνωρίσει τον απόλυτο έρωτα και να σε τρώει τώρα η μοναξιά. Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα τον αναζητήσεις και πάλι. Πρέπει να σταματήσουμε να φοβόμαστε.

Κάνεις σχέδια για το μέλλον;

Αυτή τη στιγμή κι εγώ όπως οι περισσότεροι επιβιώνω. Προσπαθώ να συνδυάζω αυτά που αγαπάω με την επιβίωση. Και είναι δύσκολο. Γι αυτό και χάρηκα ιδιαίτερα με την παράσταση των 2 μονολόγων. Γιατί το είχα πραγματικά περισσότερο ανάγκη να τραφώ καλλιτεχνικά από το να βρεθώ για μία σεζόν να σέρνομαι στο άρμα μίας “μεγάλης” παράστασης. Αυτή είναι νομίζω και η απάντηση στο πόσο ακόμα θα αντέξουμε. Σίγουρα όχι πολύ ακόμα, θα σκάσουμε, πρέπει να βγούμε να πάρουμε λίγο αέρα.

Υπάρχει όμως όπως είπαμε ο φόβος.

Ο φόβος καλά κάνει και υπάρχει, είναι βασικό μας ένστικτο, μας προφυλάσσει από πολλά αλλά αν δε σε κυνηγάει ένα λιοντάρι στη ζούγκλα πρέπει να σταθείς και να δεις τι είναι αυτό που στα αλήθεια φοβάσαι και να το αντιμετωπίσεις. Ο φόβος σε παραλύει και δεν πρέπει να παραλύσεις. Πρέπει να κλείσουμε τα αυτιά μας στις τρομοκρατικές ειδήσεις και να κοιτάξουμε κατάματα το φόβο μας. Τι φοβάσαι, ότι θα πεινάσεις; Για να δούμε, θα πεινάσεις; Δε νομίζω. Φτάσαμε σε σημείο από τα πρώτα χρόνια της κρίσης να πηδάνε άνθρωποι από τα μπαλκόνια επειδή είδαν το πορτοφόλι τους να αδειάζει. Είναι κρίμα. Αντιμετώπισέ το. Δε στο επιτρέπω να πηδήξεις γιατί μου στερείς ένα κομμάτι από τη δύναμή μου. Ζούμε σε συνθήκες πολέμου οπότε πρέπει να οργανώσουμε μία αντίσταση. Όταν κάποιος πέφτει έχει ηττηθεί πρώτα μέσα του.

 

Μάρα Μπαρόλα και Κλεοπάτρα Τολόγκου από την παράσταση Talking Heads σε σκηνοθεσία Μιχάλη Τσουρουνάκη.

Talking Heads

του Άλαν Μπέννετ

Μετάφραση: Ιώ Μαρμαρινού

Σκηνοθεσία: Μιχάλης Τσουρουνάκης

Μία γυναίκα που ζει μόνη της, ελάχιστα κοινωνική, παρατηρεί τους ανθρώπους από το παράθυρό της και γράφει γράμματα για εκείνα που την ενοχλούν και θαρρεί πως έχει τη λύση. Η Αϊρίν (Κλεοπάτρα Τολόγκου) θα οδηγηθεί μέσα από το ενδιαφέρον της για ένα παιδί που νομίζει ότι κακοποιείται στον εγκλεισμό κι εμείς στο συμπέρασμα ότι η κατανόηση είναι μία θέση που δεν λειτουργεί από απόσταση.
Η Σούζαν (Μάρα Μπαρόλα) προσπαθεί να ανταποκριθεί στο ρόλο της συζύγου εφημέριου αλλά όπως η ίδια λέει: «Η γυναίκα του δικηγόρου δεν είναι υποχρεωμένη να πηγαίνει στο δικαστήριο, η γυναίκα του ηθοποιού δεν πηγαίνει σε όλες τις παραστάσεις, γιατί λοιπόν πρέπει εγώ να στήνομαι στην εκκλησία;»

Το έργο παίχτηκε το Μάρτιο του 18 στο θέατρο Θησείον και θα συνεχίσει και την επόμενη θεατρική σεζόν, πιθανόν σε άλλο χώρο.

 

Μοιραστείτε:  

Tags: