Ο Ανδρέας
- Συντάκτης Θοδωρής Νικολάου
 Του άρεσε τόσο πολύ η θέα από την ταράτσα της πολυκατοικίας! Γι’ αυτό δεν αμφέβαλε κανένας. Ήταν, πώς να το πω, κάτι σαν το συναισθηματικό υποκατάστατο που τον βοηθούσε να ισορροπεί ανάμεσα στο πραγματικό και το αδύνατο. Νομίζω ακόμη και σήμερα πως του έδινε μια αίσθηση ανωτερότητας, αυτοκυριαρχίας, απόλυτου ελέγχου του σύμπαντός του. Ίσως του εξασφάλιζε την αναγκαία απόσταση ώστε να καταφέρνει να ερμηνεύει όσα συνέβαιναν στον «κάτω κόσμο». Σίγουρα, εκεί όξυνε τις οπτικοακουστικές του λειτουργίες. Την ικανότητά του να πραγματεύεται εικόνες, να συλλέγει ήχους, να τα μετασχηματίζει και να τα μετατρέπει σε φανταστικό υλικό, το οποίο απαιτούσε να τον συνοδεύει στη γλυκιά φάση, λίγο πριν εισέλθει στο περιβόλι του ύπνου.
Του άρεσε τόσο πολύ η θέα από την ταράτσα της πολυκατοικίας! Γι’ αυτό δεν αμφέβαλε κανένας. Ήταν, πώς να το πω, κάτι σαν το συναισθηματικό υποκατάστατο που τον βοηθούσε να ισορροπεί ανάμεσα στο πραγματικό και το αδύνατο. Νομίζω ακόμη και σήμερα πως του έδινε μια αίσθηση ανωτερότητας, αυτοκυριαρχίας, απόλυτου ελέγχου του σύμπαντός του. Ίσως του εξασφάλιζε την αναγκαία απόσταση ώστε να καταφέρνει να ερμηνεύει όσα συνέβαιναν στον «κάτω κόσμο». Σίγουρα, εκεί όξυνε τις οπτικοακουστικές του λειτουργίες. Την ικανότητά του να πραγματεύεται εικόνες, να συλλέγει ήχους, να τα μετασχηματίζει και να τα μετατρέπει σε φανταστικό υλικό, το οποίο απαιτούσε να τον συνοδεύει στη γλυκιά φάση, λίγο πριν εισέλθει στο περιβόλι του ύπνου.
Τα απογεύματα του Αυγούστου -όταν και οι ακτίνες του ηλίου έπεφταν διαγώνια και τέντωναν τις σκιές των ανθρώπων και των άψυχων υλικών – συμπύκνωναν γι’ αυτόν τη σημασία των υπόλοιπων ωρών της μέρας. Πόσο ήθελε να απαγορεύσει στους δείκτες του ρολογιού να διαγράφουν τροχιά γύρω από τους δώδεκα πρώτους αριθμούς. Θα ήταν ευγνώμων αν πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στο έξι και το εννιά. Τότε, ευθυγράμμιζε τις κεραίες του. Αυτές τις ώρες τα πράγματα αποκτούσαν την ιδιαίτερη φιλοσοφική και υπερβατική αξία που ήθελε να τους προσδώσει.
Έτσι, με τον καιρό είχε εξασκήσει τα βαθιά καστανά του μάτια να επικεντρώνονται σαν υπερεστιακός φακός σε ό,τι ήταν ικανό να του διεγείρει τη φαντασία. Σε ό,τι τον βοηθούσε να μετατρέπει τη διαδικασία της βύθισης στον ύπνο, σε κάτι όχι τόσο φευγαλέο και ασήμαντο, αλλά σε μια ενέργεια ποιητική, σχεδόν φανταστική. Είχε αναζητήσει και ανακαλύψει τη διττή αυτή δύναμη που το άθροισμά της οριζόταν από το πραγματικό μέγεθος των πραγμάτων και της σκιάς τους. Αυτό το σχίσμα των υπάρξεων, για το οποίο μοναδικός υπεύθυνος δεν ήταν κάποια υπερβατική έννοια, αλλά η ίδια η πρωτογενής πηγή ενέργειας. Ο Ήλιος. Όμορφο παιχνίδι για ένα δωδεκάχρονο παιδί. Δυστυχώς μοναχικό, αλλά όμορφο καθώς αντικαθιστούσε το παραμύθι.
Αυτός ο μαθηματικός τύπος, έδινε στον μικρό εφευρέτη το πλήρες δικαίωμα να προχωράει σε νέους υπολογισμούς. Για την ηλικία των λουόμενων -ειδικά της ηλικιωμένης κυρίας με το μαύρο ολόσωμο μαγιό που την αιχμαλώτιζε κάθε ημέρα από το Μάρτιο μέχρι το Δεκέμβριο-, για το μήκος των κτιρίων, για το ύψος των κυπαρισσιών που υψώνονταν αδρανή μπροστά από την πολυκατοικία. Για τα σκυλιά, τις γάτες, τους κάδους των σκουπιδιών, το περίπτερο, τις τέντες, τον κύριο με τη μεγάλη κοιλιά και το καπέλο που μεγάλωνε μαζί του. «Και οι φωνές, οι συνομιλίες; Γιατί να μην έχουν και αυτές σκιά;», αναρωτιόταν όλο απορία.
Ο Ανδρέας μεγάλωσε. Όμως η συνήθεια έμεινε. Θα περίμενε κανείς πως με την πάροδο των φεγγαριών θα είχε ενηλικιωθεί και το ίδιο το παιχνίδι. Αντίθετα, στην ίδια, την αρχική του μορφή, την παιδική, το παιχνίδι χάριζε μια μανιακή χαρά. Ήταν ο σύνδεσμος με το μικρό Ανδρέα, όχι τόσο τον ονειροπόλο και τον απερίσκεπτο, όσο με αυτόν που ξεμύτισε από τη μήτρα με μια έμφυτη ροπή προς το φευγιό, προς το αλλόκοτο. Οι εμπειρίες, οι σκέψεις, οι ερμηνείες και οι τοποθετήσεις του Ανδρέα ίσως να μην έχουν και τόση σημασία. Μεγαλύτερη σημασία ίσως να έχουν τα όνειρά του. Αυτά δεν ξέρω πώς θα γίνουν γραφή. Άλλωστε γι’ αυτό δεν το είχε αναγάγει όλο αυτό σε τελετουργία; Για να απαλύνει τον ύπνο.
