FIor Di Spina

Ο Χριστόφορος, για να σου δώσω μια σαφή εικόνα, είναι ένας ήσυχος τύπος, oύτε ψηλός, ούτε κοντός, ούτε αδύνατος, ούτε ογκώδης, ούτε ωραίος, ούτε άσχημος, κάτι σαν πρωταγωνιστής σε τούρκικο σήριαλ, ας πούμε. Αυτή τη στιγμή κάθεται στο Ευάν και περιμένει το Nίκο, ο οποίος ως συνήθως έχει αργήσει και δεν αποκλείεται να ‘χει ξεχάσει τελείως το ραντεβού. Ακούγονται οι Calexico, αλλά ο κόσμος δε δίνει και πολλή σημασία, ποτέ ο κόσμος δε δίνει την πρέπουσα σημασία στις ωραίες μουσικές.

Fior Di Spina, εικονογράφηση: Σοφία ΜυλωνάΑντηχούν τα τιτιβίσματα των παιδιών από την πλατεία του Αγίου Νικολάου. Από την παραλία έρχεται ένα δροσερό αεράκι. Δεν έχει νυχτώσει ακόμα για τα καλά και το τελευταίο φως επιμένει να εισχωρεί στις ψυχές των Ανθρώπων.
Ο Χριστόφορος κάνει νοερούς υπολογισμούς: έχει να πληρώσει το χαράτσι του ’11, τετρακόσια εβδομήντα ευρώ, συν του ’12, άλλα πεντακόσια ογδόντα, συν τις δόσεις του αυτοκινήτου και κάτι άλλα, 1.683,00 ευρώ όλα μαζί. Ανώφελο. Το σκέφτεται και το ξανασκέφτεται και διέξοδο δε βρίσκει. Ένας λαβύρινθος. Η κυβέρνηση έχει βαλθεί με κάθε τρόπο να ενσπείρει τη φτώχεια, ώστε μέσω αυτής να ροκανίσει το Όνειρο. H κυβέρνηση – αρουραίος το φοβάται το Όνειρο, το τρέμει, έχει ανοίξει πόλεμο μέχρις εσχάτων εναντίον του. Ξαφνικά η ματιά του Χριστόφορου κολλάει στο απέναντι τραπέζι, σε μια γυναικεία πλάτη με κάτι ώμους που -αδερφέ μου!- τύφλα να ‘χει ο Ερμής του Πραξιτέλους. Το κατσαρόμαλλο κεφάλι πάνω στην πλάτη μιλάει με την ομήγυρή του σοβαρά, κουνιέται ζωηρά, έχει ένα κάπως μάγκικο στυλ, διαφαίνεται κάθε τόσο και κάποιο ίχνος μύτης. Ο Χριστόφορος παρατηρεί ότι στην αριστερή ωμοπλάτη βρίσκεται χαραγμένο ένα τατουάζ σε μέγεθος πατομπούκαλου. Δώσε βάση σε αυτό γιατί είναι κομβικό στοιχείο της –ας την πούμε έτσι- πλοκής.
Το τιραντέ μπλουζάκι που ενδύει την εν λόγω πλάτη είναι εξαιρετικά, τέλεια υπολογισμένο ώστε να αναδεικνύει την ύψιστη αρμονία των ώμων, τη στρογγυλάδα τους, το δέσιμό τους με τον εξαίσιο κύκνειο λαιμό. Το μπλουζάκι -Χριστέ και Παναγία μου!- καλύπτει επακριβώς αυτό που πρέπει να καλύψει, ούτε χιλιοστό λιγότερο, ή περισσότερο.
Ο Χριστόφορος εν τω μεταξύ δεν καταφέρνει να διακρίνει τι αναπαριστά το τατουάζ: κάτι σαν αραβούργημα, ένας μυστικός κώδικας. Κάνει φιλότιμες προσπάθειες, η όρασή του τον προδίδει και, όταν απελπίζεται, βγάζει ένα μεγεθυντικό φακό και πλησιάζει με διακριτικό τρόπο. Επιθέτει στον αριστερό ώμο το μεγεθυντικό φακό και… Καλά, δεν πιστεύω να θεωρείς ότι ο Χριστόφορος θα ήταν ποτέ δυνατόν να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια. Ειδικά με τις γυναίκες, αγριεύεται κάπως.
Οπότε μην περιμένεις και τίποτα τρομερές εξελίξεις.
Εγώ τώρα, μιας και είμαι ο -τρόπος του λέγειν- παντογνώστης αφηγητής, να σε ενημερώσω ότι το τατουάζ είναι τράιμπαλ και αναπαριστά μια αφηρημένη σύνθεση που λέγεται «Λουλούδι Του Αγκαθιού». Ο Χριστόφορος δεν το ξέρει, αλλά αν ρωτούσε την κοπέλα, εκείνη θα του έστρεφε το πρόσωπό της με ένα σπινθηροβόλο βλέμμα, λίγο αυστηρό και αδέκαστο ομολογουμένως -ένα στυλ Ιωάννα της Λωραίνης, φερ’ ειπείν- και θα του απαντούσε ευχαρίστως, χωρίς κανένα πρόβλημα. Κι ας την έχουν ενοχλήσει για το ίδιο θέμα πρωτύτερα ίσαμε διακόσιοι άντρες. Μάλιστα θα της άρεσε ο συνεσταλμένος χαρακτήρας του Χριστόφορου, παρόλη την ανύπαρκτη γοητεία του. Θα τον έβρισκε ρομαντικό και χωρίς αυτήν την έπαρση, βλαμμένο προκάλυμμα τoυ αρχέγονου αντρικού φόβου.
Ίσως μάλιστα να έβγαιναν το επόμενο βράδυ για κανά ποτό -ο Χριστόφορος δεν πίνει παρά βυσσινάδες. Θέλω να πω, τα πράγματα μεταξύ αντρών και γυναικών είναι πιο απλά απ’ ό,τι φαίνονται. Δυστυχώς, τίποτα από αυτά δε θα συμβεί, γιατί ο Χριστόφορος δε θα καταφέρει τελικά να απευθύνει το λόγο στην κάτοχο της αναθεματισμένης της ωμοπλάτης.
Κάποια στιγμή έρχεται και ο Νίκος και τα κάνει όλα μαντάρα: αρχίζει τις γεωπολιτικές αναλύσεις με το ύφος αυτού που λίγο πριν έχει μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Πούτιν και τον Ομπάμα, για να μην πω με τoν ίδιο το Νοστράδαμο. Επιπλέον ο Νίκος πετάει κάτι χοντράδες στη σερβιτόρα («ο καφές γλυκός, όπως εσύ») και γελάει με ένα ηχηρό γέλιο που ραγίζει τα τζάμια και σου τρυπάει τα τύμπανα.
Κλείνει η αυλαία, τέλος της πρώτης πράξης…
περαστικοί στ’ αζήτητα
ψάχνουν το γαλλικό κλειδί
βγαίνουν στο δρόμο μου ρωτούν
ποια ρότα ποιος ρυθμός
τη χαρά εξευμενίζει
στην τσέπη ούτε cent
οι δρόμοι ελίσσονται, στενεύουν
χαμένη γυρνά στο χάος
εκείνη
την κυνηγούν μαύρα πουλιά
σ’ άλλη κλίμακα
κατεβαίνω
σε φωτεινό υπόγειο
γυρνώ τού χρόνου το κλειδί
τα μάτια της
άπαξ και σε κοίταξαν
δε σβήνουν
Κάτι έχει αλλάξει στο Χριστόφορο: του είναι αδύνατον πια να συγκεντρωθεί και να μετράει δόσεις και φόρους. Τον έχει πιάσει ένα πράμα, μια αηδία, μια δυσανεξία με τα ευρώ και με όλα αυτά. Επίσης ξεχνάει μονίμως να φορτίσει το κινητό, δε βρίσκει πού διάολο πάρκαρε το σαράβαλό του και πού του πέσανε τα κλειδιά του σπιτιού.
Θα ξαναγυρίσει πολλές φορές στo Ευάν αναζητώντας το κορίτσι με το τατουάζ. Θα ρωτάει παντού, θα ψάχνει όλες τις πλάτες, στο δρόμο, στην παραλία, στις συνελεύσεις και τις διαδηλώσεις που όσο πάνε και πυκνώνουν. Ξέρω, θα μου πεις αυτή η ιστορία θυμίζει κάπως Σταχτοπούτα, αλλά δεν υπάρχουν κακάσχημες ετεροθαλείς αδερφές, και όσο για γαλάζιο πρίγκιπα, ούτε λέπι! Θα περάσουν εκατό χρόνια μοναξιάς, γκρίνιας και γκαντεμιάς και ο ήρωάς μας θα αρχίσει να αναρωτιέται αν αυτό το κορίτσι υπήρξε πραγματικά, ή ήταν ένα ξωτικό… Θα συνεχίσει να τριγυρίζει σα θλιμμένος κλόουν, αγκαζέ με μια αδυσώπητη απουσία. Mέσα του θα έχει ανοίξει ένα ρήγμα, ένα βαθύ αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο ποιος είναι και στο ποιος θα ‘θελε να είναι.
Δε θα μπορεί να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε ευτυχισμένος. Οι μουσικές δε θα έχουν το αλλοτινό τους άρωμα, ούτε οι εικόνες την ίδια γεύση. Ακόμη και η θάλασσα δε θα καταφέρνει πια να του κρατήσει λίγη συντροφιά, θα είναι σα να έφυγε, σα να χάθηκε και εκείνη μαζί με το Λουλούδι Του Αγκαθιού.

(Πώς εξαφανίζεται μια θάλασσα;
Πώς παίρνει των ομματίων της και
φεύγει; Και πού πάει;)
μαύρο μεθυσμένο λουλούδι
φθινόπωρο και άνοιξη ανοίγει
στο γυμνό σου ώμο
ανθίζει νύχτα στο κρεβάτι σου
μάγκικης γενιάς αστέρι
σε βλέπω πριν και μετά το τρένο
το μαύρο τρένο
στο στόμα τ’ αγκαθιού σου φυτρώ-
νει
εκεί που σβήνουν χίλιες πολιτείες
η αγκαλιά ανοιχτή
φευγάτη συ απ’ το κορμί σου
αυτοεξόριστη
απόψε φάνηκε στεριά

Καμιά φορά τυχαίνει να ανακαλύψεις μέσα σου κρυμμένο ένα αναπάντεχο κουράγιο: ο Χριστόφορος ανεμίζοντας την υψιπετή σημαία του μέσα στην οχλοβοή των συνθημάτων και την ομίχλη των δακρυγόνων, θα διαβεί τις φαβέλες, το Δέλτα του Νίγηρα, τη λεηλατημένη αποικία και θα βγει αντίπερα από πρωταγωνιστής σε τούρκικο σήριαλ θα γίνει πρωταγωνιστής στη ζωή του. Aπό τις τρύπιες τσέπες του θα πέσουν και θα ριζώσουν στην τρικυμισμένη γη οι σπόροι της Δίκαιης Οργής. Και μια μέρα, όταν όλοι οι Χριστόφοροι μαζί θα έχουν -επιεικώς μιλώντας- κατακρημνίσει τo μνημονιακό ξεφτιλοκαθεστώς στον υπόνομο της Ιστορίας και θα έχουν διαγράψει μονομερώς το επονείδιστο χρέος, τότε θα δει στο Ευάν δύο ώμους. Δύο ώμους που θα τους ζήλευε ακόμα και ο Μποτιτσέλι. Θα τους αναγνωρίσει αμέσως, η καρδιά του θα μπουμπουνίσει, το έδαφος θα του φύγει κάτω από τα πόδια, με κίνδυνο να σωριαστεί κατάχαμα μισολιπόθυμος. Η πλατεία του Αγίου Νικολάου θα αντηχεί από τις χαρούμενες φωνές των παιδιών.
Δε θα έχει νυχτώσει ακόμα για τα καλά και το τελευταίο φως -ή μάλλον ένας πίδακας φωτός- θα επιμένει να κατακλύζει τις ψυχές των Ανθρώπων. Η Ιωάννα της Λωραίνης αγγελοζωγραφιστή και ροδοπεριχυμένη θα του χαμογελάσει με ένα σπινθηροβόλο βλέμμα που θα του κάψει από ευτυχία τα σωθικά. Τα μάτια της θα είναι καστανοπράσινα, ή γκριζολαδί και θα του αναλύσει με κάθε λεπτομέρεια τι αναπαριστά το Λουλούδι Του Αγκαθιού και τι πα να πει τράιμπαλ. Όλο το βράδυ θα του εξηγεί τα καθέκαστα με αυτό το ψιλομάγκικο στυλ της να τον τρελαίνει τελείως. Εκείνη θα πιει κανά δυο φιξ, ενώ ο Χριστόφορος θα μεθύσει με μια έψα κόλα.
Ναι. Και η θάλασσα –επιτέλους!- θα έχει ξαναγυρίσει στη θέση της.

*Ως μουσική υπόκρουση του αναγνώσματος προτείνεται το «Stray» των Calexico, αλλά προαιρετικώς και το «Seeds» των The Roots.
Θωμάς Μυλωνάς – Γιώργος Τριανταφύλλου (τα ποιητικά ιντερλούδια)
Μοιραστείτε:  

Eίμαι φιλόλογος αλλά ασχολούμαι και με τη μετάφραση από την ιταλική γλώσσα. Γράφω κυρίως μέσα στο τρένο για την Αθήνα και στο καφενείο Ρεξ τέρμα παραλία. Θα ήθελα οι ιστορίες μου να έχουν οπωσδήποτε happy end αλλά αυτό δυστυχώς δεν είναι πάντα κατορθωτό. Έχω συμμετάσχει σε διάφορες ανθολογίες διηγημάτων, αλλά γράφω και θεατρικά και σενάρια. Έχω την τιμή να διατηρώ επί σειρά ετών, βρέξει χιονίσει, τη σελίδα «Δωμάτιο Με Θέαν» στο περιοδικό «Αν».  Τέλος, έχω ακουμπήσει με το δάχτυλο όλα τα τατουάζ του Νίκου Καββαδία, ειδικά αυτό με τη γοργόνα.