Προτομές
- Συντάκτης Θωμάς Μυλωνάς
Η παραλία της Χαλκίδας είναι ο ομφαλός της γης. Εδώ, σα να μη συνέβη ποτέ η επέλαση των βαρβάρων, όλα πάνε όπως θα έπρεπε να πηγαίνουν. Άνθρωποι, ψάρια, γλάροι και αδέσποτα σκυλιά συνυπάρχουν αρμονικά, επικρατεί ένας χαλαρός, φυσιολογικός παλμός, μια σταθερή και ασφαλής αντιστροφή των ρευμάτων της ζωής. Τα όντα περιδιαβαίνουν αμέριμνα, τα παιδία παίζει, οι μικροπωλητές μικροπωλούν, οι νεαροί περιεργάζονται τις νεαρές και τούμπαλιν.
Η προτομή του Αριστοτέλη, μπροστά στο δημαρχείο, εποπτεύει όλο αυτό το γινγκ γιανγκ. Το βράδυ αργά, γύρω στις τρεις, όταν αδειάζει η παραλία, κάνει μια επίσκεψη στη Λέλα Καραγιάννη, ξέρεις, εκεί στο κρηπίδωμα, κοντά στην παιδική χαρά. Μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, καμιά σαρανταριά χρονώ, η μοναδική γυναικεία προτομή στην πόλη. Ο Αριστοτέλης είναι ερωτευμένος μαζί της εδώ και χρόνια. Ψήνεται στην υψικάμινο, λιώνει ο μπρούτζος του, την εκλιπαρεί, της κλαίγεται, της στέλνει χιλιάδες εσεμές καθημερινώς.
Ωραίος τύπος, πολύ «μη μου τους κύκλους τάραττε», όλο θεωρίες για τούτο και για ‘κείνο κάτι για την εντελέχεια της φύσης, κάτι για τις ηθικές αρετές και άλλα πολλά. Για να λέμε την αλήθεια, εγώ δεν είμαι γραμματιζούμενος, δεν τον πολυκαταλαβαίνω τον Αριστοτέλη, αλλά μ’ αρέσει να τον ακούω.
Στην παρέα μπαίνει και η προτομή του Σκαρίμπα, αυτή στο Στρογγυλό, στου Χάρης πλέις. Ο Σκαρίμπας συνήθως γυρίζει από την αστυνομία όπου σίγουρα θά ‘χει κάνει μήνυση σε κάποιον. Κουβαλάει στη Λέλα τα βιβλία του, η Λέλα τι να κάνει, προσπάθησε μια φορά να διαβάσει ένα μυθιστόρημά του, πώς το λένε να δεις… ναι, «Το σόλο του Φίγκαρω». Ε δεν μπόρεσε, δεν άντεξε να το τελειώσει, της έμεινε μόνο η φράση: «Ποιος ξέρει τι σκέφτεσαι, από τι ροδίτσες μικρές κι ελατήρια είσαι από μέσα καμωμένη». Της φάνηκε το πιο ωραίο πράμα που ‘χε διαβάσει ποτέ.
Πάντως τα ποιήματά του της αρέσουν πάρα πολύ.
Ξέχασα να σου πω ότι η Λέλα ήταν ηρωίδα της Κατοχής, την εκτέλεσαν οι Γερμανοί το ’44, λίγο πριν την απελευθέρωση. Τότε ο Αριστοτέλης είχε μπει στη μέση να τη σώσει. Επειδή είναι αρχαίος δεν τον πιάνανε ούτε σφαίρες, ούτε τίποτα, ήξερε και ταεκβοντό, προσπάθησε να απωθήσει το εκτελεστικό απόσπασμα, δεν μπόρεσε, δεν ήταν δα και ο Σπάιντερμαν. Και λέω εγώ τώρα, ρε αποβράσματα, αφού ηττηθήκατε, σηκωθείτε και πάρτε τη βρωμογκεστάπο σας και αïσιχτίρι εξαφανιστείτε, γυρίστε στις σπηλιές σας, αφήστε τον κόσμο ήσυχο να επουλώσει τις πληγές του, όμως όχι, την τελευταία χρονιά λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος, αφάνισαν ολόκληρα χωριά, ρήμαξαν τον τόπο, στραγάλια οι ανθρώπινες ζωές. Τώρα όταν τους λες για τις πολεμικές αποζημιώσεις κάνει την κορόιδα ο τζερεμές, ο Σόιμπλε.
Αλλά ξέφυγα, δε θυμάμαι και τι ήθελα να πω…
Α, ναι. Την ίδια ώρα που οι αντρικές προτομές έχουν περιτριγυρίσει τη Λέλα Καραγιάννη και προσπαθούν να της εκμαιεύσουν κάνα επιδοκιμαστικό βλέμμα, κατηφορίζει απ’ την πλατεία της Πυροσβεστικής ξέρεις ποιος, ο Μαρδοχαίος Φριζής, καβάλα σε αυτό το άλογο που μοιάζει με μεγάλο πλέι μομπίλ. Καλπάζει ανάποδα την Κώτσου –ευτυχώς εκείνη την ώρα είναι έρημη- και κατεβαίνει κι αυτός στην παραλία.
Το τρελό είναι, να σου πω τώρα ένα κουτσομπολιό μεταξύ μας, ότι ο Μαρδοχαίος δεν κώλωσε μπροστά στα κανόνια και τα μυδράλια στον ελληνοïταλικό πόλεμο, τις μάσαγε τις ξιφολόγχες, τις οβίδες τις έκανε γαργάρα, συνέχεια έφιππος, σκοτώθηκε να φανταστείς πάνω στ’ άλογο, και όμως δε βρίσκει το θάρρος -στο Θεό σου- να πει στη Λέλα ότι την αγαπάει. Ωστόσο, τον καταλαβαίνω, δεν είναι και παίξε γέλασε. Μια γυναίκα, αν θέλει, μπορεί να βάλει κάτω ένα στρατό εφτά εθνών, να τα ισοπεδώσει όλα, να μην αφήσει κολυμπηθρόξυλο όρθιο. Έχει δίκιο ο Μαρδοχαίος, όσο να πεις.
Εντωμεταξύ δε θυμάμαι αν πήρα τα λεξοτανίλ μου το πρωί…
Ναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο πλεονέκτημα των προτομών είναι ότι δε βλέπουν τηλεόραση. Και άμα θες να ξέρεις, αν βάλεις το αυτί σου, θα αφουγκραστείς την μπρούτζινη καρδιά τους. Απλώς, δεν το κάνει κανένας.
Γενικά στο συνιστώ αυτό. Εκεί που περπατάς ανάμεσα στον κόσμο, ας πούμε, λες συγνώμη, μαντάμ, μπορώ να βάλω το αυτί μου στο στήθος σας να αφουγκραστώ την καρδιά σας;
Εγώ φερειπείν, πηγαίνοντας στο Ρεξ για καφέ, κάνω μια στάση και πιάνω την κουβέντα στη Λέλα, με κίνδυνο να με πάρει ο κόσμος για κουζουλό -όχι ότι δεν είμαι-. Αφού είδα και αποείδα με τις κρεατένιες γυναίκες και το πράγμα πήγε κατά διαόλου, δοκίμασα με τις μπρούτζινες, αλλά και μ΄ αυτές, μη νομίζεις, τζίφος.
Γιατί πρέπει να σου πω, τη Λέλα την ενδιαφέρουν, αν έχεις παρατηρήσει, απέναντι τα αγάλματα, ο Κώστας, ο Μπάμπης και ο Απόστολος. Θα μου πεις, τρεις ταυτόχρονα; Ναι, γιατί οι προτομές δεν είναι μονογαμικές, όπως οι άνθρωποι, μη σου κάνει εντύπωση!
Αυτοί οι τρεις που τους κάνανε άγαλμα μαζί με ένα παιδάκι και κάτι άλλους, δεν είναι φέιμους. Ο Κώστας είναι τεχνικός κομπιούτερ, έχει κινητικό πρόβλημα, μετακινείται με αμαξίδιο, πολύ ξηγημένος, καρντάσης, του πηγαίνω συχνά το κομπιούτερ μου για φτιάξιμο, χαλάει συνέχεια. Το κομπιούτερ μου, σε πληροφορώ, έχει αρχαιολογική αξία, με αυτό έκανε τσαταρίσματα και νταουνλόουντ ο Κολοκοτρώνης κατά την επανάσταση του ΄21.
Πού είχα μείνει; Τι σού έλεγα;
Μάλιστα. Τον Aπόστολο στα αγάλματα τον έχουνε βάλει με φυσεκλίκια, αλλά δεν έχει καμία σχέση, τα φυσεκλίκια είναι για διακόσμηση, συμβολικά να πούμε. Ο Απόστολος είναι απολυμένος του τσιμεντάδικου, άνεργος, στο δρόμο, ο υπουργός οικονομικών του ‘πε: «δεν πα να κόψεις το λαιμό σου! Τι με νοιάζει εμένα;»
Για να σου δώσω να καταλάβεις, μπαίνει ο Απόστολος στο ασανσέρ να πάει στο σπίτι του, στο δεύτερο όροφο και δεν ξέρει πού θα τον βγάλει το ασανσέρ, τον βγάζει στη μέση του ωκεανού πάνω σε μια σχεδία. Αν σου τύχει κάτι τέτοιο, έχε υπόψη σου, σηκώνεις το κεφάλι προς τα πάνω και με τον αστρολάβο ακολουθείς την πορεία που σου δείχνουν τα αστέρια. Σημειώνεις τις θέσεις τους στο χάρτη και προχωράς στο σκοτάδι. Μα θα μου πεις, πόσο ακόμα γαμώ τον μπελά μου; Καταλαβαίνω, αδερφέ μου, κουράγιο, θα αλλάξουνε τα πράματα. Ή, μάλλον, θα τα αλλάξουμε εμείς τα πράματα, δεν αλλάζουν μόνα τους.
Το βράδυ που ανοίγει υποχρεωτικώς η τηλεόραση, το Τέρας -ξέρεις για ποιο Τέρας σου μιλάω- πηδάει από την οθόνη μέσα στο σπίτι και αρχίζει να τριγυρνάει στα δωμάτια, ξεσκεπάζει τα παιδιά, ρίχνεται στη γυναίκα του Aπόστολου, τον αρπάζει κι αυτόν απ’ το λαιμό. Το Τέρας μένει σε κάτι υπονόμους, κάτι τούνελ, γι’ αυτό βλέπει συνέχεια φως στο τούνελ, δε βλέπει κανονικό φως, όπως εσύ και γω και ο πάσα ένας. Μουγκρίζει κάτι αριθμούς, θα σε γελάσω, κάτι πώς τα λένε, ΦΠΑ και ΤΑΠ, έχει ατράνταχτα επιχειρήματα. Οσμίζεται στον αέρα ανθρώπινη σάρκα και ανθρώπινη ψυχή, δε θέλει να ακούει για ψυχές, δεν ξέρει τι πα να πει, δεν έχει πολύ πλούσιο λεξιλόγιο.
Μην το κοιτάξεις, αδερφέ μου, ποτέ το Τέρας μες στα μάτια! Θα πετρώσεις. Καλύτερα κοίτα τους ανθρώπους που περνάνε δίπλα σου στο πεζοδρόμιο. Όλους έναν έναν βαθειά στα μάτια.
Πάντως να ξέρεις, αντέχει ο Απόστολος. Αντέχει. Και δε θα αφήσει πέντε δέκα τομάρια πολιτικάντηδες της πλάκας να περάσουν πάνω απ΄ το πτώμα του και πάνω απ΄ το πτώμα των παιδιών του. Η Λέλα που νίκησε μόνη της έναν ολόκληρο γερμανικό στρατό, του χαμογελάει από απέναντι και του σιγοτραγουδάει το Redemption Song του αείμνηστου του Μπομπ Μάρλεï που, πρέπει να πω, κακώς δεν του φτιάξανε ακόμα προτομή στη Χαλκίδα.
Έτσι που λες… για… για τι πράμα μίλαγα;