Ένας μικρός μεγάλος έρωτας
- Συντάκτης Θωμάς Μυλωνάς
H Ρούλα, ήταν το μικρό μακρινό αστέρι μου. Καθόταν δυο θρανία πιο μπροστά, εγώ στο τελευταίο με το Χρήστο, που καθημερινά έφερνε να κοιτάζουμε κάτι τσόντες της συμφοράς. Προσωπικά, προτιμούσα να απολαμβάνω το κεφάλι της Ρούλας, μαλλιά κατσαρά ντεγκραντέν, χρώμα μελί.
Περίμενα πως και πως να σηκωθεί στον πίνακα να λύσει καμιά εξίσωση για να τη δω ολόκληρη, αγκώνες και αστράγαλοι και γόνατα και μέση και όλα.
Ήταν η εποχή που έχτιζα το σύμπαν μου για να μπω και να κρυφτώ μέσα…
Η Ρούλα κουβαλούσε πάντα μαζί της τα βιβλία για να διαβάζει στο διάλειμμα.
Και πρόσεχε πολύ τα καστόρινα μποτάκια της. Τα κοίταγε, καθώς περπάταγε και κάθε τόσο έσκυβε και τα καθάριζε από κάποια πιθανή βρωμίτσα.
Όποτε πέρναγε από τζαμαρία έριχνε μια ματιά τάχα στο ξεκάρφωτο και διόρθωνε τη χωρίστρα της.
Φόραγε συρμάτινα γυαλιά στυλ Λένον, συνέχεια πέφτανε προς τα κάτω στη μύτη της.
Αυτό με τρέλαινε.
Καμιά φορά, έβγαζε τα γυαλιά της για να τα σκουπίσει. Τότε, έβλεπα μέσα στα σκούρα καφέ μάτια της με το ελαφρύ πρηξιματάκι τους την αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού.
Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έβρισκα. Για να πω την αλήθεια, ούτε και εγώ μπορούσα να το εξηγήσω. Ήταν κάτι πέρα από λόγια.
Πηγαίναμε στο λύκειο Ψαχνών. Ένα αρχαίο λεωφορείο με σκουριασμένους προφυλακτήρες, έφερνε σκαμπανεβάζοντας τη Ρούλα από τη Μακρυκάπα. Κάθε πρωί, βρέξει χιονίσει ήμουν εκεί όταν έφτανε. Το μεσημέρι στην πλατεία καθισμένη σταυροπόδι σε μια πλαστική καρέκλα περίμενε μαζί με τις φίλες της το αρχαίο λεωφορείο για την επιστροφή. Όταν έκανε κρύο έβρισκαν καταφύγιο στο απέναντι φαρμακείο με τη σόμπα. Δοκίμαζαν κρυφά τα κραγιόν. Που και που τρώγανε σεράνο στου Αλαμάνου.
Το κοριτσίστικο γέλιο τους γλύκαινε την καρδιά της πόλης και έλιωνε τα χιόνια της Δίρφης.
Είχα γίνει o περίγελος του σχολείου. Όταν η Ρούλα πήρε χαμπάρι – κάπως καθυστερημένα είναι η αλήθεια – ότι μου άρεσε, άρχισε κι αυτή να με κοιτάει λες και ήμουν κανά περίεργο ζώο.
Προχωρήσαμε σε ενδελεχείς συζητήσεις. Τη ρώτησα τι ομάδα είναι: Α.Ο. Μακρυκάπας.
Μετά ποιος είναι ο αγαπημένος της ποιητής: Δεν υπήρχε. Διάβαζε μόνο τα μαθήματα.
Ο αγαπημένος της τραγουδιστής ήταν ένας Τέρης Χρυσός. Απ’ ό,τι φαίνεται η προσπάθεια να βρούμε κάποια κοινά σημεία, θα ναυαγούσε πλήρως. Χρειαζόταν μια κίνηση πιο αποφασιστική.
Επειγόντως!
Tότε, η μοίρα μού έδωσε μια ευκαιρία: Είχα πάει σ’ ένα πάρτι και η Ρούλα ήταν εκεί!
Μαζεμένη στον καναπέ σαν σκαντζόχοιρος. Απόρησα που δεν είχε μαζί της τα βιβλία του σχολείου για καμιά επανάληψη.
Δέχτηκε με χίλιους δισταγμούς να χορέψει μαζί μου το «Nothing Else Matters».
Είναι ένα θαύμα πώς καταφέραμε να χορέψουμε εκείνο το τρυφερό μπλουζ, αγκαλιασμένοι σε απόσταση ενάμιση μέτρου ο ένας από τον άλλο. Την ένιωθα τόσο σφιγμένη, που φοβήθηκα μην πάθει μυïκή ακαμψία. Ήταν λίγο πιο θερμή και διαχυτική από προτομή.
Όμως, την άγγιζα και τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Ήταν δική μου για κείνη τη μαγική στιγμή, για κείνη τη μαγική στιγμή που μετά φεύγει και χάνεται και σε εγκαταλείπει. Και τότε, είσαι αναγκασμένος να περάσεις ολόκληρο το καλοκαίρι μόνος στα Ψαχνά…
Είδα τη Ρούλα χτες στην πλατεία Αγοράς στη Χαλκίδα, μετά από πολλά χρόνια. Το σύμπαν μου, είχε από καιρό γκρεμιστεί και ζούσα σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο εξόριστος ρακοσυλλέκτης αισθημάτων.
Πέρασε από μπροστά μου με τα δυο της παιδάκια. Το κορμί της είχε χάσει πια τη νεανική του γραμμή.
Ήταν όμως υπέροχη, όπως παλιά.
Και ίσως πιο πολύ από παλιά.
Δε χαιρετιστήκαμε.
Tότε κατάλαβα, ότι την αγαπούσα ακόμα, όπως παλιά.
Και ίσως πιο πολύ από παλιά.
Παραπομπές
• Το «nothing else matters» των γερο-Metallica, προτείνεται ως μουσική υπόκρουση
του αναγνώσματος.
• Παράλληλα, δες οπωσδήποτε την ταινία «Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού».
• To κείμενο φυσικά αφιερώνεται στη Ρούλα.