Σε κομμάτια και αποσπάσματα σχέσεων

Πώς θα ήταν η ζωή χωρίς σχέσεις; Θα ήταν ζωή; Όλα και όλοι συνδεόμαστε, γιατί μόνο έτσι είναι δυνατή η ύπαρξή μας. Οι σχέσεις μας είναι απόδειξη. Ανεξίτηλη. Μη θερμική. Θερμή. Με βούλες και σφραγίδες. Δεν δικαιολογείται από την εφορία. Κι όμως, είναι το τεκμήριο της ολότητας της υπόστασής μας.

Κάθε κατεργάρης στο θρόνο του

Με τα χρόνια η οξύτητα των γωνιών αμβλύνεται. Οι αιχμές στρογγυλεύουν. Μεγαλώνοντας ηλικιακά μεγαλώνουν κι οι αποστάσεις. Αποκτούν σαφήνεια. Ίσως έχουν δοθεί και κάποιες απαντήσεις. Αναζήτηση για τις υπόλοιπες. Όλες, αν είναι δυνατόν. «Θέλω να τα βρω με τον εαυτό μου». Όλοι το ’χουμε σκεφτεί ή το ’χουμε ξεστομίσει. Δικαιολογία για ένα χωρισμό, αποτέλεσμα μιας απώλειας, διαπίστωση ασυνείδητης πορείας, επιτακτική ανάγκη επανασύνδεσης με το είναι. Κάπως προκύπτει. Και μετά: «Θέλω να μείνω μόνος-η μου». Μόνος με στρατιές από σκέψεις, με στόλους από ερωτήματα, με σμήνη λαθών. Πρωτεύουσα των σχέσεων, αυτή με τον εαυτό μας. Μητρόπολη. Για όλους «έρχεται κάποτε η στιγμή όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου, με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά του, για να αποφασίσει πάνω από τον καταστατικό χάρτη τη ζωής του».1 Μένοντας με τις ώρες σκυφτοί πάνω από τον «καταστατικό χάρτη» αλλάζουν τα μεγέθη, μορφοποιούνται οι όγκοι, κλείνουν κύκλοι, ορίζονται εκ νέου τα διαστήματα ανάμεσά μας και στα πράγματα. Τα πρόσωπα. Τα γεγονότα.

Η πόλη, ο χρόνος, η μνήμη

Η σχέση μ’ αυτήν εδώ την πόλη παραμένει εύθραυστη. Να μείνω. Να φύγω. Πλανεύτρα από τη μια. Λάμια από την άλλη. Χρόνοι χωρισμένοι δίκαια. Σε εξάωρα. Χαίρομαι γι’ αυτούς που φεύγουν. Παρατηρώ αυτούς που έρχονται. Πώς τρελαίνονται σιγά σιγά. Ξέρω αυτούς που είναι εδώ. Τρελοί από γεννησιμιού τους. Πόλη μικρή. Πόλη μεγάλη. Γενναιόδωρη και προνοητική. Προβλέψιμη και απροσδόκητη. Κρατάει κοντά αυτούς που δεν πρέπει να χαθούν. Τυχαίες συναντήσεις, εύκολες μετακινήσεις, στέκια, φιλικά σπίτια, κάποιος φίλος που θα χτυπήσει τα κουδούνι χωρίς να προηγηθεί το τυπικό τηλεφώνημα: «Είστε σπίτι; Μπορώ να περάσω;». Η πόλη προστατεύει απ’ το απρόοπτο και ενοχλητικό. Σε τοποθετεί σε άλλο σημείο. Ή απλώνει το μαγικό διάφανο μανδύα που κάνει αόρατη, σιωπηλή κι ανώδυνη την εικόνα. Χωρίς νοσταλγία αλλά με τη μνήμη σε εγρήγορση βρέθηκα πρόσφατα στη γενέτειρα «Νύφη του Θερμαϊκού» (…). Αν η Θεσσαλονίκη είναι η νύφη κι ο Θερμαϊκός ο γαμπρός, τότε ο γαμπρός βρομάει και ζέχνει, όσο για τη νύφη… Η νύφη εάλω! Εννιά η ώρα το πρωί τα μαγαζιά της παραλίας κλειστά. Πολλά απ’ αυτά πρώην καφενεία. «Θερμαϊκός», «Αχίλλειο», «Ματζέστικ»… Αληθινά καφενεία. Με συνταξιούχους, τραπέζι με τσόχα, καπνίλα, φωνές, πούλια να χτυπάνε το ξύλινο τάβλι, ούζο με μεζέ. Κι ανοιχτά σε μαθητές, φοιτητές, γνωστές φιγούρες της πόλης, περαστικούς. Στις πρωινές σχολικές κοπάνες εκεί τη βγάζαμε. Αθώα ερωτικά παιχνίδια και τα πρώτα πικρά τσιγάρα. Τώρα πού πάνε οι κοπανατζήδες τέτοια ώρα; Κι οι συνταξιούχοι; Κινηματογράφοι που έγιναν πολυκαταστήματα και πολυχώροι. Όλα πολύ. Πολλά βαρύς νομάρχης, πολύ ανάλατος δήμαρχος, πολυμήχανος μητροπολίτης. Πολύ πολύτιμη. Πολυπολιτισμική. Φρέσκια και παλιά. Προχωρημένη και συντηρητική. Ζωντανή και πεπερασμένη. Υγρό βορινό λιμάνι. Όμορφη. Μόνο να την αγαπάς μπορείς. Από κοντά ή μακριά.

Προς τι τόση ευγένεια;

Νομίζω ότι πριν αντιληφτούμε την ύπαρξή μας αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη των άλλων. Ο καθένας μας αποτελείται από ένα πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων. Πόσους διαφορετικούς ανθρώπους ξέρουμε και πόσες διαφορετικές σχέσεις διαμορφώνονται απ’ όλους αυτούς τους συνδυασμούς… Ο καθένας μας γίνεται καμβάς που πάνω του αποτυπώνονται η σχέση με τους γονείς, τ’ αδέλφια, το στενό περιβάλλον, τους πρώτους έρωτες, τους τελευταίους κι όλους τους ενδιάμεσους, τον ευρύτερο περίγυρο. Τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας. Παιχνίδι συναρπαστικό και κουραστικό και υπέροχο κι απογοητευτικό και χαρούμενο και τραγικό και μυστικό και μίζερο… και γόνιμο και ζημιογόνο. Ζωή!
Κουβεντιάζοντας για κοινωνικές σχέσεις την άκουγα να επιμένει ότι: «Το πιο σημαντικό είναι η ευγένεια». Ναι… απαραίτητη η ευγένεια από και προς την ταμία του σουπερμάρκετ, το δημόσιο υπάλληλο, την πωλήτρια ενός εμπορικού καταστήματος. Εξασφαλίζει λιγότερα νεύρα και γκρίνια. Στις προσωπικές μας σχέσεις, όμως, η ευγενική συμπεριφορά φαντάζει ύποπτη, αφού πρόκειται για συμπεριφορά του φαίνεσθαι, της επιφάνειας, της επίδειξης. «Οι καλοί τρόποι, το σαβουάρ βιβρ, δεν είναι ζωή, η ευγένεια δεν είναι ηθική» γράφει ο φιλόσοφος Αντρέ Κοντ-Σπονβιλ.2 Και συνεχίζει: «Υπάρχουν άνθρωποι που η ευγένειά τους μας ενοχλεί, εξαιτίας μιας τελειότητας που μας κάνει καχύποπτους. “Παραείναι ευγενικός για να είναι τίμιος” συνηθίζουμε να λέμε, γιατί υπάρχουν φορές που η εντιμότητα μας υποχρεώνει να γινόμαστε δυσάρεστοι, να ερχόμαστε σε σύγκρουση και να φέρνουμε τον άλλον σε δύσκολη θέση. Από την άλλη πολλοί, όντας ευγενικοί, παραμένουν σ’ όλη τους τη ζωή φυλακισμένοι, όμηροι των καλών τους τρόπων, δίχως ποτέ να μπορέσουν να δείξουν τον εαυτό τους χωρίς το –ποτέ εντελώς διάφανο– γυαλί της ευγένειας, έχοντας χάσει μια για πάντα τη διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και την ευπρέπεια. Αυτό εννοούμε όταν μιλάμε για καθωσπρεπισμό. Η ευγένεια είναι το αντίθετο της αυθεντικότητας». Και οι σχέσεις μας που διέπονται από αυθεντικότητα είναι ελάχιστες, έως και μηδενικές. Δεν είναι λίγοι αυτοί που μπροστά μας είναι ευγενικοί, γλυκερά χαμογελαστοί, και μόλις γυρνάμε την πλάτη
πλημμυρίζουν κακεντρέχεια, φόβο και μεταμορφώνονται σε βαμπίρ. Δυστυχώς, σε τέτοιες περιπτώσεις η παιδεία όχι μόνο δεν βελτιώνει τα πράγματα, αντιθέτως τα επιβαρύνει. «Η ευγένεια κάνει τον κακό περισσότερο μισητό, γιατί υποδηλώνει πως υπήρξε αποδέκτης μιας παιδείας που δίχως αυτήν η κακία του θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Ένας γενναιόδωρος χωριάτης θα αξίζει πάντα περισσότερο από έναν ευγενικό εγωιστή» λέει ο Σπονβιλ. Τι νόημα έχουν οι χαιρετούρες, τα «ευχαριστώ», «παρακαλώ», «συγνώμη», «είσαι καλά;», τα γαλλικά, το μπαλέτο, το πιάνο με
ουρά, η αριστοτεχνική χρήση του μαχαιροπίρουνου, αφού «η ευγένεια δεν εμπνέει πάντα την καλοσύνη, την ευθυδικία, τη γλυκύτητα, την ευγνωμοσύνη. Προσφέρει όμως τα προσχήματα και κάνει τον άνθρωπο να εμφανίζεται εξωτερικά έτσι όπως θα ’πρεπε να είναι εσωτερικά» παρατηρεί ο Λα Μπριγιέρ. Σαν να κάνουμε δημόσιες σχέσεις ή να φερόμαστε σαν τους πολιτικούς προς τους ψηφοφόρους σε προεκλογική περίοδο ή σαν να παίρνουμε μέρος σε γυρίσματα τηλεοπτικής διαφήμισης. Καλούμαστε, λοιπόν, να είμαστε σε επαγρύπνηση προκειμένου να προφυλαχτούμε από τους υποκριτές ευγενείς και να τους ξεχωρίσουμε από τους έξυπνους και ενάρετους. Ακόμα και στον έρωτα, παρόλη την τύφλα του… Γίνονται αυτά τα πράγματα;

Τα απόκρημνα βράχια

Σιγά μη γίνονται. Ο έρωτας είναι απρόβλεπτος. Γυρνάς αφηρημένα το κεφάλι και είναι εκεί. Ο έρωτας είναι το άπαν και είναι πανταχού παρών. Του ταιριάζουν όλοι οι επιθετικοί προσδιορισμοί. Κι όχι οι ευτελισμοί. Το γιατί μάς κατσικώθηκε αυτός ο ξενόφερτος άγιος με το χλιαρό όνομα Βαλεντίνος είναι, νομίζω, αυτονόητο. Δεν του ταιριάζει του έρωτα να αντανακλάται σε κακότεχνες σατέν καρδούλες, made in China, με συνθετική άσπρη δαντέλα. Ο έρωτας είναι σαν το δίκταμο, τον κρητικό έρωντα, «το χείλος της Αφροδίτης», όπως τον έλεγαν στην αρχαιότητα. Όποιος ήθελε να εκφράσει τον έρωτά του ανέβαινε σε απόκρημνα βράχια, δενόταν με σχοινιά, έκοβε το πιο ωραίο μάτσο και το πρόσφερε στην αγαπημένη του. Ίσως γι’ αυτό στην παραδοσιακή ιατρική χρησιμοποιείται για την επούλωση εσωτερικών και εξωτερικών πληγών και για τη διευκόλυνση του τοκετού.3 Ο έρωτας γιατρεύει. Ο έρωτας γεννάει. Στην πραγματική σύγχρονη ζωή είναι λίγοι αυτοί που διακινδυνεύουν για ένα ματσάκι δίκταμο. Λίγοι κι αυτοί που έχουν τα κότσια για να το δεχτούν. «Άμα δεν λιώσουμε μαζί πώς θες να γίνουμε ένα;» λέει ο Μάλαμας. Τα δυνατά και βαθιά συναισθήματα προϋποθέτουν έκθεση. Ο έρωτας είναι η μεγάλη μας ευκαιρία να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Η ευκαιρία πάει χαμένη, αν επιλέγουμε να επιπλέουμε στην επιφάνεια. Η επιφάνεια είναι η εύκολη λύση, αλλά κι η πιο επώδυνη τελικά. Δεν οδηγεί σε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Απόγνωση κι απελπισία φέρνει. Δεν είναι λίγα τα ζευγάρια που υποδύονται τα ερωτευμένα κι ενωμένα όταν βγαίνουν από το σπίτι τους. Γιατί «τα εν οίκω μη εν δήμω». Αυτή η υποκρισία, όμως, δεν έχει να κάνει με προστασία της ιδιωτικότητας της σχέσης, αλλά «για να μη λέει ο κόσμος για μας». Για να μη ζημιωθεί το εγώ. Η επισημοποίηση μιας σχέσης (τι τραγική έκφραση), ο γάμος δηλαδή, δεν διαφοροποιεί και πολύ τα παραπάνω. Με παπά και κουμπάρο ή με δήμαρχο και μάρτυρες συνήθως στο τέλος τα ζευγάρια παντρεύονται. Οι βαθιά θρησκευόμενοι αποζητούν την ευλογία του θεού. Οι υπόλοιποι είτε υποκύπτουν στην πατροπαράδοτη ελληνική οικογενειακή καταπίεση («Θα μας αρρωστήσετε!») είτε γιατί έχει μπει σαν όρος ο γάμος για κάποιο προικώο (έχω δει διαπραγμάτευση μέχρι τη στιγμή που πεθερός έδινε τη κόρη του στο γαμπρό) είτε γιατί είναι ευκαιρία για επίδειξη (πάρτε κι ένα γαμοδάνειο) είτε γατί αυτό είναι το σύνηθες είτε γιατί έτσι.

Αλυσίδα πολλών καρατίων

Η αλυσίδα των σχέσεων δεν έχει αρχή και τέλος. Φοράμε όλοι από μία. Και κάθε μια είναι διαφορετική. Μας χαρακτηρίζει, μας στολίζει, μας σφίγγει το λαιμό, μας σημαδεύει. Και χωρίς αυτήν δεν υπάρχουμε.

1 Από το μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη «Η αίθουσα του θρόνου»
2 «Μικρή πραγματεία περί μεγάλων αρετών», Αντρέ Κοντ- Σπονβίλ, εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ-ΝΗΜΑΤΑ
3 «Τα βότανα στην κουζίνα», Μαρία και Νίκος Ψινάκης, εκδ. ΚΑΡΜΑΝΩΡ
Μοιραστείτε: