Σταμάτης Δάφνης, Ανδρέας Θωμόπουλος, Γιώργος Σπύρου, Γιώργος Τζανέτος

Η διασκέδασή μας πριν από 30 χρόνια

Το 80 βρήκε πολλούς Χαλκιδέους να διασκεδάζουν στο μπαρ φαινόμενο που ήταν στην ήσυχη – μέχρι τότε – Καναπίτσα. Το Κιούπι – Κιουτ υπήρξε το στέκι ορόσημο μιας ολόκληρης γενιάς με ροκ διάθεση και ποικίλα ακούσματα. Μαλλιάδες και οι πρώτοι σκουλαρικάδες φλέρταραν καθημερινά με την αποβολή και πίνανε τα ποτά τους στο μαγαζί, που έστησε στο υπόγειο του πατρικού του ο Βαγγέλης Αλτιπαρμάκης και παρέδωσε στον Τζανέτο, με μία διάθεση απελευθέρωσης ύστερα από τα καταπιεστικά χρόνια του 70.
Ήτανε τότε που οι «καρεκλάδες» οργανώνονταν στις πρώτες ντίσκο με το γαρμπίλι και τα φανταχτερά κοκτέιλ. Οι ντι-τζέις αυτοσχεδιάζανε με Τζέιμς Μπράουν και Μάικλ Τζάκσον και η πίστα της Ηide Out γέμιζε από τις ψηλοτάκουνες γόβες και τα σκαρπίνια (πάντα με αθλητική άσπρη κάλτσα) των παραθεριστών των γύρω περιοχών της Αυλίδας. Η όποια εξέλιξη στη τεχνολογία γύρω από θέμα «φως και ήχος» πέρασε μέσα από το μαγαζί των Γιώργο, Γιάννη και Χάρη Σπύρου, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Off Town και αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα σημαντικό κομμάτι της νυχτερινής μας διασκέδασης.
Στον εμπορικότερο δρόμο της Χαλκίδας, στην Αβάντων, διάλεξε ο Σταμάτης Δαφνής να ανοίξει τη Black Out το 80 και ήτανε σίγουρα η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία για πολλά χρόνια. Με πρωτόγνωρα για την εποχή μέσα και εφέ, χιλιάδες κόσμου πέρασε από το μαγαζί του εμπορικού κέντρου ενώ πολλοί ήταν και αυτοί που δούλεψαν σε αυτό. Ο ίδιος άνθρωπος, έφερε και συστηματικοποίησε το γρήγορο φαγητό, σε ένα μαγαζι «πολύ μπροστά», και το οποίο εντέλει «πήρε μυρωδιά» όλη η Χαλκίδα: Το Bridge!
Τέλος, όταν σήμερα αναφερόμαστε στη πιάτσα της Γλύφας με όλα τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα, καλό θα ήταν να ξέρουμε ότι όταν ο Θωμόπουλος άνοιξε εκεί το Νegro, κανείς άλλος δεν είχε σκεφτεί να επενδύσει στην απομακρυσμένη Γλύφα. Το μαγαζί – πόλος έλξης για Αθήνα και Χαλκίδα άνοιξε το δρόμο στο Gaz, στο Thursday’s και σε όλα τα υπόλοιπα, εγκαινιάζοντας την εποχή των μεγάλων κλαμπ 20 χρόνια πριν.

Είμαστε λίγο πριν το 1980. Πως άρχισε αυτή η ιστορία;

δαφνηςΣπύρου: -«Βραδιάζει πάλι σήμερα βραδιάζει…» Κάτι τέτοια δεν έπαιζες ρε Τζανέτο στο Κιούπι Κιουτ;
Τζανέτος: Στο Κιούπι Κιουτ έπαιζε από μουσική από τις Άνδεις μέχρι και Καζαντζίδης. Ήταν οι φοιτητές που κουβαλούσαν διάφορα ακούσματα.
Θωμόπουλος: Η διασκέδαση στη Χαλκίδα άλλαξε όταν ήρθαν τα ΤΕΙ και διαμορφώθηκε στη σημερινή κατάσταση όταν τα ΤΕΙ έφυγαν… Αυτό έκοψε κατά πολύ τη νυχτερινή διασκέδαση στην πόλη. Όπου κι αν πήγαινες θα έβλεπες μια ομάδα από 10 – 15 σπουδαστές. Έτσι στο δρόμο που πρώτο άνοιξε το Κιούπι Κιουτ ακολούθησαν το Mefisto, το Άτριον, το Thursdays κ.α

-Τι έγινε το Κιούπι Κιουτ; Πώς ξεθώριασε;

Τζανέτος: Το Κιούπι – Κιουτ ήταν σε μία πολύ ήσυχη γειτονιά, στη Καναπίτσα. Όταν οι εντάσεις άρχισαν να γίνονται εκκωφαντικές, το κεφάλαιο έπρεπε να κλείσει. Με πλησίασε λοιπόν ο  Λευτεράκης που δούλευε στο υγειονομικό και μου είπε αν θα ήθελα να δουλέψω στο Άτριον που τότε το είχε ο Ματθαίος με τον Βολιώτη. Μετά πέρασα από διάφορα πόστα μέχρι που άνοιξα το δικό μου μαγαζί στο Κολωνάκι.

«Ο κόσμος είχε και χρήματα τότε, υπήρχε και ένα κλίμα ευφορίας (ήταν λίγο μετά τη νίκη του Πασοκ στις εκλογές) σε αντίθεση με την εφορία που υπάρχει τώρα…»

-Αρχές του 80 άνοιξε και η Black Οut;

Δαφνής: Ξεκίνησα με τη Black Out στο εμπορικό στην Αβάντων. Μεγάλη εμπορική επιτυχία. Αρκετά χρόνια αργότερα ανοίγω το Bridge κάτω από τη γέφυρα, ένα φαστ φουντ πολύ μπροστά για την εποχή εκείνη.
Θωμόπουλος: Με μπιφτέκια!θωμοπουλος
Τζανέτος: Ένα μαγαζί με πλακάκια γύρω – γύρω σα χασάπικο.
Δαφνής: Αυτό στη πορεία έγινε «Scrabble», «Nothing and…» με την ταράτσα, «Δέκα» και σήμερα είναι το «Cinema».
Σπύρου: Εγώ το μαγαζί του Δαφνή το ευχαριστήθηκα τότε γιατί ήταν η εποχή που δούλευα πολύ σα δικηγόρος και πεταγόμουνα από το γραφείο για ένα ποτάκι και γύριζα για δουλειά ή και για ύπνο πολλές φορές. Με λίγα λόγια χαρακτηρίζοντας τη γένεση της διασκέδασης στις αρχές του 80, θα λέγαμε ότι στη θέση του Κρόνου ήταν ο Τζανέτος και αμέσως μετά, στο ρόλο του Δία ο Δαφνής.
Θωμόπουλος: Ο Σταμάτης έκανε το μεγάλο μπαμ, τη πρώτη εμπορική επιτυχία το χειμώνα του 1980 με τη Black Out. Το ίδιο καλοκαίρι ανοίγει και η Hide Out.

-Ο κόσμος εξακολούθησε να είναι οι σπουδαστές από τα ΤΕΙ;

Θωμόπουλος: Ο κόσμος τότε ήταν όλη η Χαλκίδα. Ξαφνικά όλοι άρχισαν να βγαίνουν και ταυτόχρονα να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Στα τραπέζια ζητούσαν ένα μπουκάλι τα 2 άτομα.
Τζανέτος: Κατέβαινες στη παραλία και σίγουρα θα έβρισκες μία παρέα για να κάτσεις. Δε χρειαζότανε να συνεννοηθείς για να βρεθείς με την παρέα.
Δαφνής: Ο κόσμος είχε και χρήματα τότε, υπήρχε και ένα κλίμα ευφορίας (ήταν λίγο μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές) σε αντίθεση με την εφορία που υπάρχει τώρα…

Από υποδομές, πως την παλέψανε οι πρώτοι;

Τζανέτος: Οι πρώτοι ντι τζέις παίρνανε μια αγκαλιά δίσκους και παίζανε. Καίγανε τα ηχεία σχεδόν κάθε μέρα! Θυμάμαι σε μια δόση που είχε έρθει ο Χάρης, ο ψηλός, ο Τσαμτσίνος που κυκλοφορούσε σαν «Αθηναίος» να παίξει μουσική στο μαγαζί. Την προηγούμενη είχε κάψει τα ηχεία και είχα πάει με το Βολιώτη και είχα πάρει άλλα. Αυτός σκάει με τη καπαρντίνα του τότε, βάζει να παίξει και τον ρωτάω: -«ρε συ δε κατάλαβες τίποτα;» Δεν είχαμε συνδέσει τα καινούρια. Εκείνη την εποχή παίζαμε χωρίς κομπρέσορες και προστατευτικά για τα μηχανήματα. Αυτά όλα δημιουργήθηκαν εκείνη ακριβώς την εποχή.
Σπύρου: Εμείς την εποχή εκείνη είχαμε στη Hide Out, 2 μεγάλα ηχεία JBL, από Hi – Fi σπιτιού και θεωρείτο σπουδαία ηχητική εγκατάσταση. Την επόμενη χρονιά βάλαμε 2 subwoofer Martin από κάποιον Κούδα στη Θήβα και κρεμάσαμε από το καλώδιό τους πάνω από τη πίστα 30 τουιτεράκια που παίζανε τσίκι-τσίκι… Μόνο μπάσα και πρίμα! Αργότερα βέβαια το πράμα εξελίχθηκε
πολύ.
Θωμόπουλος: Δίναμε εκατομμύρια για τον ήχο τότε.

-Και η μουσική, Ντίσκο…

σπυρουΤζανέτος: Η μουσική ήταν ντίσκο, ροκ, λίγο λάτιν, λίγο Μπομπ Μάρλεϊ…
Θωμόπουλος: Ο,τιδήποτε ακούγαμε την εποχή εκείνη εκτός από ελληνικά. Το να βάλεις ελληνική μουσική σε Ντίσκο ήταν κάτι το αδιανόητο. Θυμάμαι το 90 είχε μιξάρει ο Τσαμτσίνος το «Ταααραχή» του Πανταζή και είχε πέσει γιούχα! Δε δέχονταν ούτε έναν ελληνικό στίχο.
Σπύρου: Πολύ αργότερα έπαιξε ελληνικά ο Τσιλιχρήστος στη Μερσέντες και παίξαμε κι εμείς εδώ. Στην αρχή το παίξαμε δύσκολοι αλλά μετά ενδώσαμε όλοι. Σήμερα δεν υπάρχει μαγαζί που
δεν παίζει ελληνική μουσική. Τη πενταετία 80 – 85 η μουσική είχε μια γκλαμουριά, ίσως και λόγω των ονομάτων που «κουβαλούσε»: U2, Μάικλ Τζάκσον, Κιουρ, Τζέιμς Μπράουν. Το πρόγραμμα είχε ως εξής: παίζαμε συντηρητικά μέχρι τις 12 (11 στην αρχή που το πρόγραμμα ξεκινούσε νωρίς) και στις 12 παίζανε φωτορυθμικά και εφέ καπνού και γέμιζε η πίστα κόσμο. Η χορευτική μουσική κρατούσε κανένα δίωρο και μετά παίζαμε μπλουζ.
Θωμόπουλος: Ήταν η χρυσή εποχή του Ψάλτη! Άσπρη κάλτσα – μαύρο σκαρπίνι.
Σπύρου: Και δώστου οι διαγωνισμοί χορού! Στην αρχή τον κονφερασιέ έκαναν ο Τζίμης που ήταν στο Savoia και ο Βασίλης ο Παπαδάς.

Το να βάλεις ελληνική μουσική σε Ντίσκο ήταν κάτι το αδιανόητο. Θυμάμαι το 90 είχε μιξάρει ο Τσαμτσίνος το «Ταααραχή» του Πανταζή και είχε πέσει γιούχα! Δε δεχόντουσαν ούτε ένα ελληνικό στίχο.

Πότε μετακομίσατε στη περιφέρεια;

Θωμόπουλος: Τα μαγαζιά μεταφέρθηκαν όταν άρχισαν να «βαράνε» άσχημα. 114 ντεσιμπέλ, 116… Παίζαμε μουσική στο Negro και μας παίρνανε τηλέφωνο από τα Χάλια να μας πούνε να αλλάξουμε κομμάτι ή πότε θα παίξουμε το τάδε.
Σπύρου: Το πρώτο μαγαζί που έφυγε εκτός κέντρου ήταν η Hide Out που ανοίξαμε το ‘80 στην παραλία της Αυλίδας εκμεταλλευόμενoι και τον κόσμο που παραθέριζε εκεί γύρω. Το ‘89 ανοίγει ο Θωμόπουλος το Negro εγκαινιάζοντας έτσι τη Γλύφα σα νέα «πιάτσα» και αμέσως μετά ανοίγει ο Θεοδωρόπουλος το καλοκαιρινό Thursdays. Την επόμενη χρονιά ανοίξαμε εμείς το Gaz και ακολούθησαν το La Mamounia και όλοι οι άλλοι. Τα πρώτα χρόνια το πρόγραμμα άρχιζε στις 11 και από τις 10 είχαμε απ’ έξω 500 άτομα. Αργότερα το 11 έγινε 12, 1 και μετά τα μαγαζιά γίνανε άφτερ μέχρι το νόμο του Παπαθεμελή που επιστρέψαμε στις 10.
Θωμόπουλος: Η Γλύφα σα στέκι διασκέδασης έκανε γνωστή τη Χαλκίδα παραέξω. Πούλμαν από την Αθήνα έρχονταν στα μαγαζιά που είχαν ανοίξει εκεί και που ο βασικός τους ανταγωνισμός ήταν οι αποθήκες στον Ορωπό.

Δεν χρειαζότανε τότε να κάνεις δημόσιες σχέσεις, αυτό που λένε PR, αρκούσαν οι προσωπικές σχέσεις.

Άλλαξαν πολλά τότε. Άλλαξε και η αισθητική των μαγαζιών;

Τζανέτος: Υπήρξε μία μεταβατική περίοδο η οποία άρχισε γύρω στο 88. Μέχρι τότε υπήρχαν οι Ντίσκο οι οποίες ήταν μία περίφραξη με γαρμπίλι κάτω και στη καλύτερη περίπτωση μία τζανετοςστεγασμένη πίστα με καλαμωτή ή κεραμοσκεπή. Η πίστα ήταν από μάρμαρο ή πλακάκι και υπήρχε μόνο η υπερυψωμένη θέση του Ντι Τζει.
Σπύρου: Το ‘90 οδηγούμενοι στην πιάτσα που είχανε δημιουργήσει στη Γλύφα οι προγενέστεροι κάνουμε το Gaz. Το Gaz έφερε μια εντελώς νέα αισθητική για την εποχή με καθαρά βιομηχανικό, σκληρό ντεκόρ με λέιζερ και προγκρέσιβ ήχους. Ο κόσμος που αρχικά γέμιζε το μαγαζί ήταν περισσότερο από Αθήνα, αφού χρησιμοποιήθηκε σαν πλατφόρμα επικοινωνίας η Hide Out και οι εκεί παραθεριστές. Στη συνέχεια και μετά από 2 «πιλοτικά» χρόνια το μαγαζί στρέφεται σε ένα πιο μέινστριμ κοινό, με τη πιο ζεστή πέτρα να κάνει την εμφάνισή της πάλι σε βιομηχανικό στιλ. Στοιχεία από το πρώτο στήσιμο του, το Gaz διατήρησε και μέχρι το 2000.

Πώς λειτουργούσαν τα στέκια;

Σπύρου: Τότε πήγαινες σε ένα μαγαζί γιατί κόλλαγες. Δε πήγαινες γιατί είχε κόσμο ή γιατί ήταν κάπως.
Θωμόπουλος: Τύχαινε να πας σε ένα άλλο μαγαζί και οι υπόλοιποι της παρέας σε ρωτούσανε αν είχε ωραία μουσική και καλά ποτά. Τώρα σε ρωτάνε αν έχει κόσμο.
Σπύρου: Στη Hide Out είχαμε ένα μπαρ με υπεύθυνο τον Τζανέτο, το οποίο ήταν η φύρα. Δε κάναμε ποτέ λογαριασμό γι αυτό το πόστο. Ήταν το μπαρ των κερασμάτων, το σημείο στο οποίο κάθονταν όλοι οι «του μαγαζιού». Από αυτό το μπαρ πιο πολύ έμπαινες μέσα παρά κέρδιζες. Πολλές φορές το τελείωμα της βραδιάς έβρισκε τον Τζανέτο κάπου έξω σε κάποια παρέα και κάποιον πελάτη να έχει περάσει μέσα από το μπαρ και να βάζει ποτά. Το σημαντικό είναι ότι και κάτω από αυτές τις συνθήκες δε χαλούσαν ποτέ οι σχέσεις μαγαζάτορα – υπάλληλου – πελάτη. Άλλωστε δεν υπήρχε η σχέση αφεντικού και υπάλληλου που υπάρχει σήμερα, σήμερα οι σχέσεις που αναπτύσσαμε τότε είναι κάτι το αδιανόητο. Δεν υπήρχε αφεντικό, απλά κάποιος έκανε το κουμάντο.
Τζανέτος: Εγώ τότε σερβίροντας διασκέδαζα. Δε το έβλεπα σα δουλειά.
Δαφνής: Είχες και άλλη εμπιστοσύνη στον κόσμο που δούλευε στο μαγαζί σου τότε. Δε λέω ότι όλοι ήταν καθαροί αλλά άμα τον έπιανες να βάζει χέρι στο ταμείο έλεγες ότι για να το κάνει τα είχε
ανάγκη.
Θωμόπουλος: Εγώ συνάντησα έναν που δούλευε στο Νέγκρο για χρόνια και μου είπε «να είσαι καλά ρε αφεντικό, να ήξερες τι ψείρισμα σου είχα ρίξει…»

Δε κάναμε ποτέ λογαριασμό γι’ αυτό το πόστο. Ήταν το μπαρ των κερασμάτων, το σημείο στο οποίο καθόντουσαν όλοι οι «του μαγαζιού». Από αυτό το μπαρ πιο πολύ έμπαινες μέσα παρά κέρδιζες. Πολλές φορές το τελείωμα της βραδιάς έβρισκε τον Τζανέτο κάπου έξω σε κάποια παρέα και κάποιον πελάτη να έχει περάσει μέσα από το μπαρ και να βάζει ποτά.

Οι παρεξηγήσεις…

Θωμόπουλος: πρέπει να πούμε ότι την εποχή εκείνη, ίσως και λόγω της αμεσότητας που υπήρχε στην επικοινωνία υπήρχαν και πάρα πολλές παρεξηγήσεις και φυσικά πάρα πολύ ξύλο!
Τζανέτος: Εμένα μου είχε δώσει μπουνιά κάποιος όταν ήμουν στη Ηide Out γιατί του είχα πειράξει τη ξαδέρφη!
Θωμόπουλος: Πολύ αίμα χειμώνα – καλοκαίρι!
Σπύρου: Τότε ήταν που βάλαμε και τους «μπράβους» στα μαγαζιά για να λύνονται οι παρεξηγήσεις και να φυλάνε τον κόσμο.
Θωμόπουλος: Όλοι είχαμε. Εγώ είχα φέρει και 4 από την Αθήνα. Υπήρχε στριμωξίδι και ένταση.
Δαφνής: Γι αυτό και αφήναμε τους μισούς να περάσουνε μέσα και κρατούσαμε τους άλλους μισούς έξω. Σήμερα σε όποιον επαγγελματία και αν το πεις αυτό δε θα το καταλάβει.
Θωμόπουλος: Υπήρχε η πολυτέλεια της επιλογής σχετικά με το τι κόσμο θα βάλεις στο μαγαζί σου.
Σπύρου: Έπρεπε να γίνει αυτό το ξεσκαρτάρισμα μιας κι ας μη ξεχνάμε, τη δεκαετία του ’80 υπήρχε στην Ελλάδα πολύ βλαχιά και πολύ μαγκιά. Αν κάποιος επαγγελματίας έκανε το λάθος να τους αφήσει όλους στο μαγαζί του θα του το κάνανε «καλοκαιρινό» σε χρόνο ντε-τε.

Αν θέλαμε να συγκρίνουμε τη διασκέδαση τότε με τη διασκέδαση σήμερα;

Σπύρου: Είναι σα να συγκρίνουμε μια ταβέρνα με ένα Γκούντις.
Τζανέτος: Δεν χρειαζότανε τότε να κάνεις δημόσιες σχέσεις, αυτό που λένε PR, αρκούσαν οι προσωπικές σχέσεις.
Θωμόπουλος: Οι πιο πολλοί δε λέγανε πάμε στο Negro, λέγανε πάμε στο μαγαζί του Θωμόπουλου. Πήγαινες σ’ ένα μαγαζί για την παρέα. Και όλοι περνούσαμε από τα μαγαζιά όλων.
Δαφνής: Έχει αλλάξει και όλο το σύστημα. Παλιά σε έβλεπα να περνάς και κερνούσα ένα ποτό, έτσι. Τώρα θα πρέπει να το χτυπήσω πρώτα στην ταμειακή. Πήγε περίπατο η αμεσότητα…
Θωμόπουλος: Περάσανε πολλά λεφτά από τα χέρια μας αλλά ήμασταν και νέοι και είχαμε τα μυαλά πάνω από το κεφάλι μας, νομίζαμε ότι το πάρτι θα κρατούσε για πάντα. Πάντως εγώ παράπονο δεν έχω και παρότι δεν είμαι ιδιαίτερα συναισθηματικός, μου αρέσει όταν άνθρωποι που συναντάω στο δρόμο μου λένε «Α, ρε Αντρέα, ωραία περνούσαμε τότε», ή ακόμα και λαντζέρισες που είχα τότε μου λένε «κάνε κανένα μαγαζί να έρθουμε να δουλέψουμε».

 

Ιστορίες από τη Μηχανή του χρόνου

Δαφνής, Κομφούζιο:
Στο άνοιγμα της Βlack Out υπολογίζαμε 200 άτομα. Ήρθαν 800. Αποτέλεσμα ήταν να έρθει η τροχαία να μαζέψει τον κόσμο για να περάσουν τα αστικά.
Θωμόπουλος, Ρεσιτάλ ειλικρίνειας:
Όταν είχα πρωτοπάει στη Γλύφα να κάνω το μαγαζί, βάζω κάτι εργάτες να σηκώσουν μία μάντρα και με το που σηκώνουν τους πρώτους τσιμεντόλιθους σκάει το περιπολικό. Τα παρατάνε οι εργάτες και τρέχουν, η αστυνομία φεύγει και πιάνουν να συνεχίσουν. Μετά από λίγο πάλι τα ίδια. Ζοχαδιάζομαι και πάω στο Ναούμ και του λέω: «Άμα πιάσω τον πούστη που με δίνει…» Και τι μου λέει; «Άσε, μη ψάχνεις, εγώ τους παίρνω τηλέφωνο, σιγά μη κάνει ο καθένας εδώ ότι θέλει»!
Σπύρου, Ξημερώματα:
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα ξημερώματα του Gaz τη δεκαετία του ‘90. Με τον Παπή να ανεβαίνει στο μπαρ, να κάνει σήμα με τα χέρια του και να σταματάει η μουσική – ενός λεπτού σιγή – και μόλις ξαναρχίζει να χορεύει (μόνο αυτός) πάνω στο μπαρ με το δικό του εξωφρενικό τρόπο. Ή τον Ψαθά στις 7 το πρωί να κάνει το δικό του αυθόρμητο show παίζοντας σιωπητήριο με ένα παλιό σαξόφωνο που κουβαλούσε μαζί του.
Τζανέτος, Το μαγαζί δούλευε μόνο του:
Ήταν πολλές οι φορές που ο κόσμος με περίμενε έξω από το μαγαζί να το ανοίξω. Θυμάμαι 2 από αυτές που το είχαν ανοίξει, το είχαν τακτοποιήσει, είχαν βάλει μουσική και με περίμεναν μέσα
να τους βάλω ποτά.
Ανέβα στο τραπέζι μου…:
Ο πρώτος άνθρωπος που ανέβηκε στο μπαρ να χορέψει ήμουν εγώ στο Άτριον όπου ανέβηκα και παρέσυρα και μία φίλη. Ύστερα το καθιερώσαμε…

Μοιραστείτε: