Θοδωρής Μαραγκός

το μαύρο πρόβατο

Θοδωρής Μαραγκός

Ο Θόδωρος Μαραγκός γεννήθηκε το 1944 στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και ξεκίνησε την καριέρα του σαν σκιτσογράφος γελοιογράφος για διάφορα περιοδικά, ενώ συγχρόνως σπούδασε ζωγραφική. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη κινηματογράφου και θεωρείται από τους πρωτεργάτες του animation στην Ελλάδα. Έχει βραβευθεί ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος, διευθυντής φωτογραφίας και animator. Οι ταινίες του, εκτός από τα βραβεία, έχουν κάνει ρεκόρ εισιτηρίων και συνδυάζουν την καλλιτεχνική με την εμπορική ποιότητα.
«Τσουφ» (1969) Ταινία μικρού μήκους, κινουμένων σχεδίων. (πρώτο βραβείο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), «Σσσστ! » (1971), Ταινία μικρού μήκους κινουμένων σχεδίων. (πρώτο βραβείο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), «Οικόπεδο» (1971) Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους (πρώτο βραβείο πανελλήνιου φεστιβάλ μικρού μήκους), «Λάβετε θέσεις” (1973), Ταινία μεγάλου μήκους. (τέσσερα πρώτα βραβεία φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), «Ο αγώνας» (1975) Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. (δεύτερο βραβείο και βραβείο κοινού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), «Από που πάνε για τη χαβούζα» (1978) Ταινία μεγάλου μήκους. (η εμπορικότερη ταινία της χρονιάς – συμμετοχή παραγωγής), «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι» (1980) Ταινία μεγάλου μήκους. (πρώτο βραβείο σεναρίου στο Σάν Ρέμο). (δεύτερη εμπορικότερη ταινία της χρονιάς), «Μάθε παιδί μου γράμματα» (1981) Ταινία μεγάλου μήκους. (τέσσερα πρώτα βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης). (εμπορικότερη ταινία της χρονιάς), «Τι έχουν να δουν τα μάτια μου» (1984) Ταινία μεγάλου μήκους, « Έμμονες ιδέες» (1987) Κινηματογραφημένη τηλεοπτική σειρά, «Πέρα απ’ τον ορίζοντα» (1990) Κιν/μένη τηλεοπτική σειρά, «Ο δραπέτης του φεγγαριού» (1993) Ταινία μεγάλου μήκους. (βραβείο β’ ανδρικού ρόλου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), «Φιλιατρά, ιδιαίτερη πατρίδα» (1998) Ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Ο Θεός είναι αόρατος γιατί είναι μικροσκοπικός» (2004) Ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Black μπεε… » (2005) Ντοκιμαντέρ με fiction και animation, έγχρωμο, 77΄. (βραβείο β’ καλύτερης ταινίας τεκμηρίωσης στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), «Αρκεί να φαίνονται ωραία» (2007), «Ισοβίτες» (2009).

Ξεκινήσατε από έναν χώρο μακριά από τον κινηματογράφο.

Ξεκίνησα από το σχέδιο. Σχεδίαζα με σκοπό να μπω στο χώροτης γελοιογραφίας. Άρχισα να δουλεύω από τα 16 μου αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι ήταν μια δουλειά πολύ κοπιαστική, με πολλές ώρες δουλειάς χωρίς την ανάλογη εκτίμηση και ανταμοιβή. Παράλληλα ήμουν σε μια ηλικία που με γοήτευε ο κινηματογράφος, ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ήταν το ’64 όταν συνέλαβα την ιδέα και ένωσα τα κομμάτια αποφασίζοντας να δημιουργήσω κινηματογράφο με τα σχέδιά μου. Έτσι προέκυψε το κινούμενο σχέδιο.

Ήσασταν πρωτοπόρος σε αυτό. Θέλω να πω δεν υπήρχε κάποια σχολή να φοιτήσετε.

Δεν υπήρχε κάποια σχολή έτσι έπρεπε να το μάθω μόνος μου. Κατάφερα και έκανα την πρώτη μου ταινία το ’68 με τον παλαιστή αλλά ήταν μια ταινία ερασιτεχνική και δεν ήθελα να βγω για πρώτη φορά στο κοινό με μια ερασιτεχνική απόπειρα.

Και ας μην υπήρχε έως τότε μέτρο σύγκρισης;

Όχι. Έκατσα όμως ένα χρόνο παραπάνω, δούλεψα και έκανα το «τσουφ» το ’69. Η ταινία πήγε στο φεστιβάλ, άρεσε και με καθιέρωσε σαν πρώτο ανιματέρ. Ως τότε δεν υπήρχε άλλος. Από αυτό το «παράθυρο» μπήκα στον κινηματογράφο. Το ’71 έκανα τη δεύτερη μου ταινία το «Σσσστ» που ήταν και αυτή κινούμενο σχέδιο, ενώ παράλληλα είχα ξεκινήσει το πρώτο μου ντοκιμαντέρ. Ήταν ένα μικρού μήκους, δεκάλεπτο, το «οικόπεδο».

Το «Σσσστ» ήταν και η τελευταία σας ταινία καθαρά με κινούμενο σχέδιο.

Σιγά-σιγά το κινούμενο σχέδιο με κούρασε. Απαιτούσε πολύ δουλειά χωρίς να έχω καμία βοήθεια ούτε τεχνολογική αλλά ούτε και από την πολιτεία. Σε μια εποχή όπου τα γεγονότα καλπάζανε το κινούμενο σχέδιο είχε πολύ δουλειά, πολύ σχέδιο, πολύ «μέσα». Ήθελα να κάνω και άλλα πράγματα και έβλεπα ότι με το σχέδιο δε με έπαιρνε. Είχα αρχίσει να γράφω κάποιο σενάριο, άρχισαν και τα γεγονότα -πρώτα με τη Νομική- πήρα μια κάμερα και τραβούσα. Αυτά ήταν και τα πρώτα μου εναύσματα για το «Λάβετε θέσεις» το ’73. Αυτά τα πλάνα μαζί με κάποια άλλα που είχαν τραβήξει κάποια άλλα παιδιά την ταραγμένη εκείνη περίοδο ήταν και το υλικό για τον «Αγώνα» που βγήκε το ’75 και πήρε Β’ βραβείο.

Ξεκινάτε με βραβεύσεις, μετά το «Τσουφ» βραβεύεται και το «Σσσστ» αλλά και το «Οικόπεδο». Ο «Αγώνας» πήρε το Β’ βραβείο. Το μέλλον διαγραφόταν ήδη και φαινόταν λαμπρό.

Μετά ήρθε η πρώτη κρίση του ελληνικού κινηματογράφου. Είχε έρθει η τηλεόραση και όλοι οι μεγάλοι κλασικοί παραγωγοί, Φίνος Φιλμ, Καραγιάννης – Καρατζόπουλος, σταμάτησαν να κάνουν ταινίες ή έκαναν αραιά μέχρι τις δεκαετίες του ’70 και του ‘80. Βλέπανε ότι έχαναν τα σίγουρα κέρδη και δεν ρισκάρανε. Ο κινηματογράφος δεν τους ενδιέφερε τόσο σαν τέχνη αλλά σαν κέρδος. Έτσι λοιπόν οι σκηνοθέτες της γενιάς εκείνης στραφήκαμε προς άλλες πηγές χρηματοδότησης για να μπορέσουμε να γυρίσουμε ταινίες. Ήταν τότε που γεννήθηκε «η ανεξάρτητη παραγωγή του
δημιουργού».

Και άλλαξε εντελώς τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόσασταν για το πως θα γυρίσετε μια ταινία.

Τότε για πρώτη φορά ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να καταπιάνεται με πιο προχωρημένα θέματα. Πιο κοινωνικά, πιο πολιτικά.

Πιστεύω ότι εσείς επιλέγατε να περνάτε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα από το «Τσουφ» ακόμα για να μην πω από τον «αγώνα».

Ζούσαμε στη Χούντα οπότε είμαστε λίγο πολύ πολιτικοποιημένοι. Όχι όλοι, όμως αρκετοί. Η καλλιτεχνική μου έκφραση ήταν πολύ κοντά στην ιδεολογική μου τοποθέτηση. Στο «Λάβετε θέσεις» ήταν έντονη η επιρροή ενός χουντικού καθεστώτος που με ώθησε στο να αλλάξω εν μέρει το θέμα και να εστιάσω από την εγκατάλειψη της υπαίθρου στο μαρασμό της συγκεκριμένης επαρχίας λόγω της χούντας. Αυτό έγινε με πλάγιο τρόπο μιας και τα χρόνια εκείνα ο λόγος ήταν έμμεσος. Η ταινία παίχτηκε λίγο πριν το πολυτεχνείο. Με την ανεξάρτητη παραγωγή του δημιουργού, άνοιξε ένα ευρύ φάσμα επιλογών, μια ευρεία γκάμα θεματολογίας αλλά και πειραματισμού γιατί ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία το κεφάλαιο υπηρετούσε τον καλλιτέχνη δίνοντας έτσι ελευθερία στην έκφραση.

Αυτό γέννησε και μια νέα γενιά σκηνοθετών με διαφορετικό τρόπο γραφής;

Από εκεί ξεκίνησαν ο Βούλγαρης, ο Αγγελόπουλος, ο Φέρρης, ο Τάσιος, αρκετοί οι οποίοι και αργότερα βάλανε τη σφραγίδα τους στον ελληνικό κινηματογράφο. Με το νέο αυτό μοντέλο του σκηνοθέτη – παραγωγού λύθηκε η δεσμευτική σχέση με τον παραγωγό που συνήθως περιόριζε δημιουργικά τον σκηνοθέτη. Κάποιοι έβρισκαν χορηγούς, άλλοι είχαν μια πλούσια πηγή κάποιοι
άλλοι χρεωνόντουσαν. Υπήρχε και μια αλληλοβοήθεια μεταξύ μας.

Η ταινία πήγε στο φεστιβάλ, άρεσε και με καθιέρωσε σαν πρώτο ανιματέρ. Ως τότε δεν υπήρχε άλλος. Από αυτό το «παράθυρο» μπήκα στον κινηματογράφο.

Υπήρχε ανταπόκριση;

Υπήρχε μια κατανόηση από τον κόσμο που τις παρακολουθούσε δεδομένου ότι υπήρχε και το σπέρμα ενός ψευτοδιανοουμενίστικου κινηματογράφου που ήρθε αργότερα και έκατσε στο σβέρκο μας από το ’80 και μετά όπου έγινε κρατικός κινηματογράφος. Υπήρχαν όλες οι τάσεις τότε. Έτσι λοιπόν η δεκαετία μεταξύ 73-74 μέχρι το ’88 (οπότε έγινε ο κρατικός κινηματογράφος), πιστεύω ότι ήταν ότι καλύτερο συνέβη στο ελληνικό κινηματογράφο. Ύστερα ήρθε το ΠΑΣΟΚ το οποίο ενώ στήριζε τον ανεξάρτητο κινηματογράφο σαν αντιπολίτευση, τον κατήργησε με το που παγιώθηκε στην εξουσία. Χτύπησε τον μικρό σκηνοθέτη-παραγωγό με τον φόρο δημοσίων θεαμάτων (ο οποίος είχε καταργηθεί από όλα τα θεάματα εκτός του κινηματογράφου). Ήταν το 1/3 του εισιτηρίου τότε. Το εισέπραττε το κράτος και πήγαινε στο κέντρο κινηματογράφου αφαιρώντας τη δύναμη από τους ανεξάρτητους παραγωγούς, αφού είχε άμεσα και εμπορικό αντίκτυπο. Μέχρι τότε και το «Μάθε παιδί μου γράμματα» το «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι» η «Παραγγελιά» του Τάσιου, ο «Άνθρωπος με το γαρίφαλο» του Τζήμα και ένα σωρό άλλες ταινίες γέμιζαν τις αίθουσες για μήνες ολόκληρους. Εισπράττοντας το 1/3 από τα εισιτήρια που κόβαμε μας αφαιρούσαν δύναμη. Ύστερα με την εμφάνιση του κρατικού κινηματογράφου ανέβηκαν τα κόστη στα ύψη μιας και οι τεχνικοί πλέον δεν πληρώνονταν από εμάς αλλά από το κράτος ζητώντας πολύ υψηλότερες αμοιβές. Όταν γύρισα το «Μάθε παιδί μου γράμματα» το ’81 περίπου όλη η ταινία μου στοίχισε 11.5 με 12 εκατομμύρια δραχμές. Μετά από 2-3 χρόνια το μέσο κοστολόγιο μιας ταινίας στην Αθήνα ήταν 40 εκατομμύρια.
Το ένα ήταν αυτό. Το άλλο ήταν ότι το κέντρο κινηματογράφου πριμοδότησε κάποιες επιλογές. Δεν πριμοδότησε εξίσου όλες εκείνες τις τάσεις που είχαν δημιουργηθεί. Εγώ που δεν ήμουν της αρέσκειας τους και στις επιλογές τους, εκεί που σε 10 χρόνια έκανα 8 ταινίες, πέρασαν 20 με τον κρατικό κινηματογράφο για να κάνω μία!

Άλλαξαν εντελώς τα δεδομένα. Τι έμελε για συνέχεια;

Ευτυχώς ήρθε η τεχνολογία να δώσει χείρα βοηθείας. Με κοστολόγια πολύ χαμηλότερα και την ευκολία που παρέχει, έγινε η δημιουργία ταινίας ξανά προσιτή. Έτσι προέκυψε και το «Μπλακ
μπε». Με μια κάμερα στο ώμο πήγα στην Ιταλία και γύρισα την ταινία χωρίς να υποβάλλω σενάρια στο κέντρο κινηματογράφου και να περιμένω να εγκριθούν.

Ήταν μόνο η καθιέρωση του κρατικού κέντρου κινηματογράφου ή υπήρξε και κοινωνική ανακατανομή μετά το ’80 που άλλαξε τα δεδομένα στις κινηματογραφικές παραγωγές;

Σίγουρα. Μετά το ’80 έχουμε μια έντονη αλλαγή της κοινωνίας. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου έπαψε να αγωνίζεται επειδή «ήρθε ο λαός στην εξουσία», αλλοτριώθηκε και μικροαστικοποιήθηκε, ενώ κάποιοι άλλοι που αγωνίζονταν πριν, έγιναν εξουσία και ξεκίνησε αυτός ο κύκλος της διαφθοράς. Για μένα, όπως και για πολλούς
άλλους, ξεκίνησε μία περίοδος πολύ πιο δύσκολη μιας και από τα πρώτα μου βήματα μπήκα σε ένα κινηματογράφο με έντονη πολιτική χροιά. Έπρεπε μετά το ’80 να στραφούμε σε άλλα θέματα, να βρούμε άλλους τρόπους έκφρασης να ανανεωθούμε. Για να σου δώσω να καταλάβεις και τα χρήματα να μου δίνανε, δεν ήταν πλέον τόσο εύκολο να κάνω μια ταινία. Έπρεπε να περάσω σε ένα άλλο στάδιο ωρίμανσης ώστε να μπορέσω σιγά-σιγά να εκφραστώ αλλά κυρίως να εκφράσω μέσα από την καινούρια εποχή.

Με την ανεξάρτητη παραγωγή του δημιουργού, άνοιξε ένα ευρύ φάσμα επιλογών, μια ευρεία γκάμα θεματολογίας αλλά και πειραματισμού γιατί ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία το κεφάλαιο υπηρετούσε τον καλλιτέχνη δίνοντας έτσι ελευθερία στην έκφραση.

Ήταν η εποχή που στραφήκατε στην τηλεόραση;

Στράφηκα στην τηλεόραση για να επιβιώσω. Γύρισα 2 σίριαλ, 12 επεισόδια το καθένα, ημίωρα κινηματογραφημένα, το « Έμμονες ιδέες» και το «Πέρα από τον ορίζοντα». Η τηλεόραση όμως ήταν τελικά το μέσο που με εξόντωσε οικονομικά γιατί στο «Πέρα από τον ορίζοντα» η ΕΡΤ – που είχε προσλάβει ένα σωρό κόσμο και δεν είχε να τους πληρώσει – έκανε 2,5 χρόνια να μας δώσει τα χρήματά μας. Τα πήρα μειωμένα κατά 20% γιατί αλλιώς μπορεί να μη τα έπαιρνα και ποτέ, και το δάνειο που είχα πάρει έτρεχε με 36%. Όταν κάποτε μας πλήρωσε τα χρήματα πήγαν κατευθείαν στην τράπεζα και μου έμειναν τα χρέη.

Τώρα που υπάρχει η ευκολία του μέσου και το χαμηλότερο κόστος παραγωγής, ερεθίσματα για να γυρίσει κανείς μια ταινία υπάρχουν εύκολα;

Άκουσε να σου πω κάτι. Τώρα η εποχή δεν ευνοεί τους πολλούς. Ευνοεί κάποιους πρωτοπόρους. Σε κάθε περίοδο παρακμής, ο μέσος όρος κινείται χαμηλά. Βρισκόμαστε κοινωνικά στην πλήρη αποτελμάτωση και αυτό αντικατοπτρίζεται και στην τέχνη. Ιδιαίτερα στον κινηματογράφο έχει επικρατήσει η απόλυτη «Αμερικανιά» από τις μούλτι-αίθουσες ως τη θεματολογία. Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποιοι πρωτοπόροι οι οποίοι αγωνίζονται και ξεχωρίζουν μέσα από όλα αυτά.

Έχετε ξεχωρίσει εσείς κάποιους;

Συμμετείχα σε μια προκριματική επιτροπή ταινιών μικρού μήκους για το φεστιβάλ της Δράμας στο Ντίτζιταλ. Υποβλήθηκαν 124 ταινίες μικρού μήκους από 5-55 λεπτά. Εκεί είχα την ευκαιρία να δω τις αναζητήσεις και το επίπεδο νέων καλλιτεχνών και ενθουσιάστηκα. Υπήρχαν πάρα πολλές καλές ταινίες, πολύ προχωρημένες καλλιτεχνικές απόψεις, από νέα παιδιά που μπορούν να στήσουν μια σκηνή και να καθοδηγούν τους ηθοποιούς. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Και το σημαντικότερο είναι ότι οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες δεν χρηματοδοτούνται από κρατικούς φορείς αλλά από τοπικούς. Υπάρχει και εδώ μια ανεξαρτησία και από την τεχνολογία και από την πηγή της χρηματοδότησης. Ήταν τόσες πολλές οι καλές ταινίες που αφήσαμε ταινίες απ’ έξω που κάτω από άλλες συνθήκες θα περνούσαν με κλειστά μάτια.

Στη ταινία σας «Μπλακ μπε», ξετυλίγετε μία ιστορία με αφετηρία την Κύμη.

Οι αρχαίοι, φύγανε από την εδώ Κούμα (έτσι λεγόταν η Κύμη στην τοπική διάλεκτο) πήγανε στις Πιθηκούσες, φτιάξανε μια καινούρια πόλη και δώσανε και το ευβοϊκό αλφάβητο. Είναι αυτό το οποίο εξελίχθηκε στο σύγχρονο λατινικό. Η Εύβοια έδωσε το αλφάβητο στο οποίο στηρίχθηκαν τα περισσότερα δυτικοευρωπαϊκά αλφάβητα. Προέρχονται δηλαδή από την ευβοϊκή διάλεκτο και αυτό το αναφέρουν οι Ιταλοί, το αναγνωρίζουν. Και εμείς ούτε που το γνωρίζουμε. Εγώ το είχα ακούσει αλλά δεν το πίστευα μέχρι που είδα και το πίστεψα όταν πήγα εκεί.

Δεν το γνωρίζουμε γιατί δεν αγαπάμε και πολύ της ιστορία μας. Τη φιλτράρουμε και τη χρησιμοποιούμε.

Τη μπλοκάρουμε. Τη μπλοκάρει ο χριστιανισμός, τη μπλοκάρει η αριστερά, γιατί από το ’50 και μετά άλλαξε ρότα και όλη την ιστορία της τη δώρισε στη δεξιά, ώστε να τους λένε εθνικιστές κλπ.
Και έχουμε τεράστια κενά ιστορικά όσο αφορά την εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ευτυχώς βλέπω μια τάση μελέτης και κατανόησης αδιάψευστων ιστορικών στοιχείων. Όταν έπαιζα πριν 2 χρόνια το «Μπλακ μπε» σε δήμους υπήρχε μια επιφύλαξη σχετικά με τη θέση μου απέναντι στην εκκλησία και υπήρξαν ακυρώσεις. Τώρα τελευταία ο κόσμος έχει ξεθαρρέψει και ακόμα και σε συντηρητικές περιοχές προβάλλεται κανονικά. Ο κίνδυνος που υπάρχει τώρα είναι η συκοφάντηση της ιστορίας από μη σοβαρούς ανθρώπους. Από αυτούς που μέχρι χτες την κουκουλώνανε και τώρα τη δίνουν χύμα με σκοπό να τη διαφθείρουν και να χάσει την αξιοπιστία της. Υπάρχει ένα σωρό κόσμος που παρουσιάζεται σαν αυθεντία, παρουσιάζεται σαν γνώστης και σπέρνει ότι σαχλαμάρα του έρθει.

Σήμερα οι μεγάλες εταιρίες διανομής χρηματοδοτούν ταινίες με σενάρια κατόπιν παραγγελίας. Προωθούν έναν κινηματογράφο της αποβλάκωσης, της τηλεοπτικής αισθητικής, έξω από τις ανάγκες του κόσμου και του κινηματογραφόφιλου κοινού.

Για να έρθουμε στο φεστιβάλ που φιλοξενούμε στη Χαλκίδα. Ο κ. Παγουλάτος στη συνέντευξη τύπου είπε ότι το φεστιβάλ είναι ίσως η μόνη ευκαιρία, ειδικά για το χώρο του ντοκιμαντέρ, να βγούνε οι ταινίες πιο έξω στον κόσμο.

Δεν δίνουν όλα τα φεστιβάλ αυτή την ευκαιρία. Υπάρχει ένας αναχρονιστικός όρος στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τον οποίο για να παιχτεί η ταινία σου πρέπει να γίνει φιλμ. Πρέπει να περάσει από ένα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ που γίνεται τον Μάρτιο στη Θεσσαλική για να έχει δικαίωμα συμμετοχής στο φεστιβάλ που γίνεται το Νοέμβριο υπό την προϋπόθεση να γίνει φιλμ. Πόσοι έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν φιλμ; Μπορεί με μικρά ποσά να γυριστεί μια πολύ αξιόλογη δουλειά. Για να γίνει φιλμ όμως θέλει €15.000. Σε αποκλείουν με αυτό τον τρόπο από το θεσμό και η δουλειά μένει στα αζήτητα.

Αυτά συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Για το δικό μας τι έχετε να πείτε;

Το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Χαλκίδας είναι πρωτοποριακό. Είναι ένα φεστιβάλ μακριά από κλισέ, που απελευθερώνει τις δυνάμεις. Πρέπει να υποστηριχθεί τόσο από τον κόσμο όσο και από τους τοπικούς παράγοντες. Ύστερα έχει το προσόν ότι είναι έξω από το κέντρο αλλά και κοντά στο κέντρο. Μπορεί να έρθει κόσμος από την Αθήνα να το παρακολουθήσει εύκολα.

Είσαστε κι εσείς ένας τακτικός επισκέπτης. Άλλοτε για το φεστιβάλ, άλλοτε για προβολή ταινιών σας.

Πράγματι. Στη Χαλκίδα έχω προβάλει και το «Μπλακ Μπε» και το «Αρκεί να φαίνονται ωραία».

Πείτε μας για τη τελευταία σας ταινία.

Είναι οι «Ισοβίτες» Προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο αλλά δεν έτυχε εκτίμησης από το «μεγάλο γραφείο» αφού απαίτησαν να κόψω τα τελευταία 15 λεπτά της ταινίας όπου υπάρχει όλο το νόημα. Και εγώ φυσικά αρνήθηκα. Έτσι η ταινία κατέληξε στο κέντρο κινηματογράφου που είναι και οι χρηματοδότες, να παιχτεί για ιδιαίτερο κοινό ενώ πιστεύω ότι απευθύνεται σε όλο τον κόσμο.
Σήμερα οι μεγάλες εταιρίες διανομής χρηματοδοτούν ταινίες με σενάρια κατόπιν παραγγελίας. Προωθούν έναν κινηματογράφο της αποβλάκωσης, της τηλεοπτικής αισθητικής, έξω από τις ανάγκες του κόσμου και του κινηματογραφόφιλου κοινού.

Μοιραστείτε:  

Tags: