Αντώνης Σιώπκας
- Συντάκτης Αντώνης Παναγιωτόπουλος-Πιπεριάν
Πράξεις στα στενά του Ευρίπου

Βιολιστής – ποδοσφαιριστής – ηθοποιός… Μεγαλώνοντας σε ένα θεατρικό περιβάλλον, ήταν αναμενόμενο ο Αντώνης Σιώπκας να ασχοληθεί τελικά με το σανίδι. Πλέον βρίσκεται στην Χαλκίδα στη δική του θεατρική στέγη.
Διάβασα πρόσφατα, ότι χρειάζονται μόνο δεκαεπτά μύες για να χαμογελάσεις, αλλά σαράντα τρεις για να κατσουφιάσεις. Δεν ξέρω, μπορεί τελικά οι άνθρωποι σήμερα να έχουν επιδοθεί σε μια παράξενη…γυμναστική προσώπου με τόσα λυπημένα πρόσωπα που βλέπω καθημερινά γύρω μου, αλλά στο πλάι, το κουτί των καλλυντικών λέει άλλα. ‘’Το χαμόγελο είναι το πιο φθηνό και πιο αποτελεσματικό αναζωογονητικό καλλυντικό προσώπου’’.
Νομίζω, ίσως αυτός είναι και ο λόγος που έγινα τελικά ηθοποιός. Θέλω να βλέπω τους ανθρώπους να χαμογελούν. Και από το σανίδι επάνω, τα χρήματα και η αναγνώριση δε διακρίνονται, όμως το γέλιο των ανθρώπων που σε παρακολουθεί σίγουρα ηχεί καθαρά στα αυτιά σου…
Γυρνώντας στην παιδική μου ηλικία, θα έλεγα ότι είναι γεμάτη εικόνες από θέατρο, καλά κλεισμένες μέσα μου. Καλοκαίρια, με περιοδείες στην Επίδαυρο και σ’ όλα τα αρχαία θέατρα, μαζί με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τον πατέρα μου που ήταν σκηνογράφος του. Τον θυμάμαι να συνομιλεί με ανθρώπους, που στα μάτια μου φάνταζαν μεγάλοι, μαγικοί, σίγουρα διαφορετικοί. Αργότερα, έμαθα ότι έκατσα στο ίδιο τραπέζι με τον Κατράκη και τη Λαμπέτη… Στα επτά μου, ξεκίνησα να ασχολούμαι με την πρώτη μου μεγάλη αγάπη, το βιολί και ταυτόχρονα με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο σε οργανωμένες και μετέπειτα επαγγελματικές ομάδες. Στα δεκαοχτώ, είχα βρεθεί μπροστά στο πρώτο και ίσως μεγαλύτερο δίλημμα της ζωής μου. Τέχνη ή αθλητισμός; Εξυπηρετώντας δύο τελείους διαφορετικούς χώρους, σίγουρα αυτές οι δύο κλίσεις με συμπλήρωναν εξίσου, και φρόντιζαν πάντοτε για την ισορροπία μου ως άνθρωπο. Έπρεπε όμως, να διαλέξω. Και επέλεξα τη μουσική και το ωδείο και ας ήταν αυτή μια δύσκολη απόφαση ζωής, που γνώριζα από την αρχή ότι θα οδηγούσε σ’ ένα γεμάτο εμπόδια δρόμο. Παράτησα το ποδόσφαιρο και για να μπορώ να συνεχίσω το ωδείο, άρχισα να συμμετέχω σε πολλές θεατρικές παραστάσεις, κυρίως του Κρατικού Θεάτρου, με σκηνοθέτες το Βολονάκη, το Βουτσινά, το Χαραλάμπους, τον Παπαβασιλείου και άλλους σημαντικούς θεατράνθρωπους. Κάπου στα δεκαοχτώ μου, ανέβηκα και στη σκηνή της Επιδαύρου για να ζήσω στην πράξη αυτό που χρόνια παρακολουθούσα και θαύμαζα από κάτω ως παιδί ή ως απλός θεατής. Είναι τελικά αδύνατο να αντισταθείς στην εσωτερική δύναμη, που έχει για την ψυχή του ανθρώπου το θέατρο, να μη δεχθείς τη θετική επίδραση που έχει στο ταξίδι γνωριμίας του καθενός μας με τον εαυτό του. Αποφάσισα λοιπόν, τότε να ενταχθώ και στη θεατρική ομάδα του Δήμου Θεσσαλονίκης και ειδικότερα, δίπλα στο σπουδαίο Δημήτρη Καρέλλη, γνωρίζοντας καλύτερα δύο απαιτητικά είδη, το αρχαίο δράμα και την ποίηση. Ταυτόχρονα, ξεκίνησα να ασχολούμαι και με το χορό και να παρακολουθώ μαθήματα Jazz και Latin. Ήξερα όμως, τι λείπει ή μάλλον τι θα συμπλήρωνε καλύτερα αυτά μου τα ανοίγματα στην τέχνη. Ήθελα να προχωρήσω σπουδάζοντας την υποκριτική και το θέατρο, όχι απλά υπηρετώντας τα με την εμπειρία μου και την αγάπη μου. Μεγάλος σχετικά για ένα βήμα τέτοιο αλλά αποφασισμένος, στα είκοσι τέσσερα βρίσκομαι στην Αθήνα και γράφομαι στη σχολή Βασίλη Διαμαντόπουλου, στον ‘’ Ίασμο΄’, δίπλα σε πραγματικούς – όπως αποδείχθηκαν για μένα – δασκάλους, τη Μπεμπεδέλη, τον Ήμελλο, τη Ζούνη και τον Πιατά. Θεωρία και πράξη, συνδυάστηκαν μαζί σε τέσσερα χρόνια μέσα, σε μια όμορφη πορεία και τις πρώτες μου συμμετοχές στο Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Μουσούρη. Και έπειτα ήρθε…η τηλεόραση, με το ‘’ Ένα λεπτό Θέατρο’’, το ‘’Αχ, και να ‘ξερες’’, το‘’Αν μ΄ αγαπάς’’ και το ‘’Παρά Πέντε’’. Πολλοί είναι νομίζω, οι ηθοποιοί που ξεκινούν από το θέατρο στο δρόμο για τη λαμπερή τηλέοραση. Το φως είναι δυνατό και η λάμψη αναμφίβολα Σειρήνα. Στα δικά μου μάτια η τηλεόραση είναι μάλλον, αυτό που εγώ αποκαλώ ‘’κοσμική’’, το απόκοσμο όμως και το εσωτερικό στοιχείο του θεάτρου, θεωρώ ότι σε κάνουν πρώτα καλύτερο άνθρωπο και μετά καλύτερο ηθοποιό. “Πρώτα θέατρο και πάλι θέατρο’’, είπα και έγινε το motto μου – το οποίο παραμένει μέχρι και σήμερα. Το 2003 και 2004 ‘’μετανάστευσα’’ στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου και έπαιξα σε πρωταγωνιστικούς ρόλους με σκηνοθέτες το Γκόνη και το Ράντζο. Από εκεί, ανηφορίζω και πάλι προς το Κρατικό Θέατρο για να συναντήσω με μεγάλη χαρά τον αδερφό μου ως νέο διευθυντή σκηνής αλλά, και για να παίξω σε μερικούς ακόμα σημαντικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους και βέβαια στο παιδικό θέατρο, με το έργο ‘’Σαν το σκύλο με τη γάτα΄΄ – σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαντζόπουλου. Αυτά τα χρόνια, ήταν που με έκαναν να αποκαλέσω τον εαυτό μου πλέον, ‘’πραγματικό ηθοποιό’’.
Το καλοκαίρι του 2009 και 2010 ήταν για μένα η επιστροφή στις ρίζες, δηλαδή στο αρχαίο δράμα με το ρόλο του Αγγελιοφόρου, στους ‘’Πέρσες’’ του Τηλέμαχου Μουδατσάκη, σε μια μεγάλη περιοδεία στην Κρήτη, αλλά και δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους στον ιστορικό ‘’Δασκαλογιάννη’’ του ίδιου σκηνοθέτη. Έτσι κάπως γνώση, εμπειρία και πολλή τόλμη με οδήγησαν πέρσι και στην πρώτη μου προσπάθεια σκηνοθεσίας στην Αθήνα, η οποία κατά γενική ομολογία ήταν πολύ επιτυχημένη. Οι ευθύνες πολλές, τα μέτωπα μονίμως ανοιχτά, αλλά η ολοκλήρωση και η δημιουργικότητα είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή. ‘Eδωσα πολλά, αλλά πήρα ακόμα περισσότερα.
Το πέρασμά μου στο σήμερα και στη Χαλκίδα, είναι μια περίεργη συγκυρία ζωής. Πρώτα μια συνεργασία που δεν ευοδώθηκε – μια κακή στιγμή – που θα έφερνε όμως, μια άλλη υπέροχη  συνάντηση λίγο αργότερα. Ο Shakespeare γράφει για τον Hamlet σε κάποιον από τους μονολόγους του: ‘’Αν είναι να έρθει κάτι σήμερα, θα έρθει σήμερα. Αν είναι να έρθει αύριο, θα έρθει αύριο. Αν είναι να έρθει κάποτε, θα έρθει κάποτε. Σημασία έχει να είσαι έτοιμος’’. Και νομίζω, ότι ένιωσα απόλυτα έτοιμος περνώντας μπροστά από το θέατρο ‘’Πράξεις’’, σε μια βόλτα μου στη Χαλκίδα. Ένας χώρος κλειστός και απενεργοποιημένος, που αμέσως έγινε για μένα έμπνευση να δημιουργήσω ένα χώρο αξιώσεων, με σύγχρονες προτάσεις για θεατρική εκπαίδευση και εν γένει  πολιτιστική ζωή, σε μια πόλη που αν κάποιος αφουγκραστεί προσεκτικά τις ανάγκες της, θα καταλάβει ότι πραγματικά διψά για κάτι φρέσκο και σύγχρονο. Σήμερα λοιπόν, και μετά από κάποιους μήνες συζητήσεων για το πώς και το γιατί, θέλω να καταστήσω το θέατρο αυτό ανοιχτό στην κοινωνία, μ’ ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα που θα έχει συνέχεια, αλλά θα έχει να προσφέρει και κάτι καινούριο κάθε χρόνο. Ανοιχτό σε ερασιτεχνικούς θιάσους, που θα θέλουν να στεγάσουν τις προσπάθειές τους, σε κάθε απλό άνθρωπο που θα θελήσει να γνωρίσει το θέατρο και την υποκριτική
καλύτερα, παρακολουθώντας σεμιναριακά μαθήματα. Στα παιδιά, μ’ ένα θεατρικό εργαστήρι γεμάτο χρώματα και φαντασία. Φιλοδοξώ να στεγάσουμε θιάσους και καλές παραστάσεις από την Αθήνα και να προσφέρουμε το χώρο σε φεστιβάλ χορού, μουσικής και ζωγραφικής. Πάνω από όλα, όμως, νιώθω ότι θέλω να φιλοξενήσω και πάλι εδώ χαμόγελα και αισιοδοξία από τους ανθρώπους της πόλης μας. Αυτά που πάντα, η καλή τέχνη ξέρει να προσφέρει. Σας περιμένω!
