forum {λατ. αγορά, κεντρική πλατεία}

Νοσταλγώ την Αγορά της Χαλκίδας. Κυρίως όμως νοσταλγώ μια Αγορά που δε γνώρισε κανείς μας. Και για να μη σας μπερδέψει η νοσταλγική και ρομαντική μου διάθεση, θα είμαι ξεκάθαρος από την αρχή. Τη θέλω την Αγορά. Δε θέλω να τη γκρεμίσουν. Μίλησαν και κατέθεσαν την άποψη τους οι επιστήμονες, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι, οι πολιτικοί, πρώην και νυν δήμαρχοι, τα είπαν οι φίλοι και οι εχθροί της. Τι έμεινε για να πω εγώ παραπάνω; Πώς θα μπορούσα να μεταπείσω τους «κακούς» αυτής της ιστορίας;

Η κλειστή είσοδος της Δημοτικής Αγοράς Χαλκίδας

Η κλειστή είσοδος της Δημοτικής Αγοράς Χαλκίδας

Ένας φίλος έγραψε κάποτε ότι η Χαλκίδα είναι η πόλη των χαμένων ευκαιριών. Συμφωνώ απόλυτα μαζί του. Ο τόπος είναι γεμάτος από παραδείγματα. Δυστυχώς, τα περισσότερα πειστήρια του εγκλήματος υπάρχουν μόνο σε παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Ήξεραν καλύτερα οι Χαλκιδέοι που ήθελαν να ρίξουν τους πύργους και τα τείχη γύρω από τη μικρή γέφυρα της πόλης; Τι θα τους λέγαμε αν ήμασταν σε θέση να επικοινωνήσουμε μαζί τους; Πόσο πιο όμορφη, αναγνωρίσιμη και τουριστική θα ήταν άραγε σήμερα η πόλη, αν δεν είχε παρθεί εκείνη η ολέθρια απόφαση; Είναι πιο εύκολο να γκρεμίζεις κάτι για να αναγείρεις στη θέση του κάτι νέο εκ του μηδενός, ή να αναπλάσεις κάτι που είναι ήδη εκεί; Ίσως δεν είναι ζήτημα δυσκολίας, ή ευκολίας, αλλά θέμα άμεσου, τυχάρπαστου πλουτισμού που θα ευεργετήσει συγκεκριμένες τσέπες, χωρίς να προσφέρει κάτι ουσιώδες στους κατοίκους που υποτίθεται αφορά το έργο. Αντ’ αυτού θα κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά, απαλείφοντας άλλο ένα κομμάτι μνήμης από την ιστορία της Χαλκίδας.

Βλέπω κάτι παλιές ελληνικές ταινίες, γυρισμένες την εποχή που οι μπουλντόζες ισοπέδωναν τα νεοκλασσικά της Αθήνας, εξαφανίζοντας τις γραφικές γειτονιές και τις αλάνες και τις αντικαθιστούσαν με μοντέρνες πολυκατοικίες. Οι Αθηναίοι έδιναν τα πατρικά τους για αντιπαροχή και έτρεχαν μετά να στοιβαχτούν στα διαμερίσματα, στριμωγμένοι σαν τις σαρδέλες και το χαίρονταν μάλιστα. Ήταν «μοντέρνοι», ήταν «η νέα κοινωνία», ανήκαν στους εκσυγχρονιστές. Και στην αρχή ήταν –φυσικά- όλα γουστόζικα. Διατηρούσαν την ψευδαίσθηση της παλιάς γειτονιάς μέσα στο κλίμα της πολυκατοικίας, με «την κυρία Σουτζουκοπούλου του τρίτου», ή «τον κύριο στρατηγό στον πέμπτο», με σημείο συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων, το θυρωρείο. Εμείς όμως σήμερα ξέρουμε τη μετεξέλιξη. Βουβάθηκαν οι πολυκατοικίες, πλάκωσε η τσιμεντούπολη τις ψυχές, έχασαν τα παιδιά τις αλάνες και ο κάθε νοικάρης σήμερα δεν ξέρει ποιος μένει στη διπλανή του πόρτα. Αν το να γκρεμίζεις και να εξαφανίζεις την Ιστορία θεωρείται εκσυγχρονισμός, ζω σε μια από τις πιο μοντέρνες πόλεις του κόσμου.

Μόνο που δεν είμαστε βεδουίνοι, δε ζούμε στην έρημο, και δε χτίζουμε πάνω στο τίποτα. Η Χαλκίδα έχει ακόμα μνημεία, δηλαδή ίχνη μνήμης από το παρελθόν, και με αυτά αντιστέκεται στην αλαζονεία και τον πλουτισμό των κοντόφθαλμων που εθελοτυφλούν. Και για να μην ξεχνιόμαστε: Το θέμα μας δεν είναι κάποιο μουσειακό κομμάτι, μια πέτρα που θέλουμε να διατηρήσουμε για να έχουμε να την κοιτάμε. Μιλάμε για τη Δημοτική Αγορά, έναν κόμβο ζωής, ένα λειτουργικό σημείο που μπορεί ακόμα να προσφέρει πολλά στο μέλλον της πόλης, και σαν αξιοθέατο, σαν ταυτότητα, αλλά και σαν πόλος έλξης δραστηριοτήτων, πηγή οικονομικών πόρων για το Δήμο, μια γέφυρα μνήμης που θα ενώνει πολλαπλές γενεές κατοίκων. Με πιάνει ξανά το ρομαντικό μου και θυμάμαι κάτι που διάβασα κάποτε για τον Γουόλτ Ντίσνεϊ. Όταν άνοιξε το πάρκο της Ντίσνεϊλαντ το 1955, ο Ντίσνεϊ οραματιζόταν έναν τόπο, στον οποίο θα ψυχαγωγούνταν εξίσου ανήλικοι και ενήλικοι επισκέπτες. Θα είχε, δηλαδή, κάτι για όλους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ενώ το πάρκο μέσα στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν, θα αναβαθμιζόταν και θα πρόσθετε νέα παιχνίδια, όταν θα επέστρεφε εκεί ένα παιδί που είχε γίνει πλέον γονιός με τα δικά του παιδιά, θα συναντούσε και όλα εκείνα τα γνώριμα που θυμόταν από την πρώτη του επίσκεψη. Σήμερα πλέον, παππούδες, παιδιά και εγγόνια, γενεές επισκεπτών του πάρκου μοιράζονται κοινές ζωντανές μνήμες. Υπάρχει κάτι πιο μαγικό από αυτό; Καταλαβαίνετε το σκεπτικό μου; Η σημερινή κοινωνία μεγαλώνει μια σκληρή νέα γενιά. Δεν υπάρχουν παππούδες και γιαγιάδες που λένε παραμύθια. Οι γονείς καθίζουν τα παιδιά τους μπροστά στην τηλεόραση για να κερδίσουν λίγο ελεύθερο χρόνο για την πάρτη τους. Και τα νέα παιδιά δεν προλαβαίνουν να αποκτήσουν «στέκια», σημεία δηλαδή αναφοράς που χτίζουν αισθήματα νοσταλγίας. Ανοίγουν νέα μαγαζιά στη Χαλκίδα, αλλάζουν δέκα ονομασίες και πέντε ιδιοκτήτες μέσα σε ένα χρόνο, πριν φύγουν και εξαφανιστούν σαν αερικά, με άλλα να έρχονται στη θέση τους να ξεκινήσουν το ίδιο γαϊατανάκι. Δεν υπάρχει «δέσιμο», δεν υπάρχουν «μύθοι», πάνε τα «που γνωριστήκαμε», «που φιληθήκαμε», «που χωρίσαμε». Σα μια εκπαίδευση στην ανυπαρξία μνήμης.
Η Ωραία Χαλκις
Νοσταλγώ όμως μια Αγορά που δε γνώρισα και τη θέλω για όλους. Το 1973 τη συνάντησα ήδη στα πρώτα στάδια της παρακμής της, καθώς ήταν ήδη αφημένη σε πλήρη εγκατάλειψη. Μόνο τα 2/ 3 του συγκροτήματος ήταν από τότε λειτουργικά. Η μία στοά, αυτή προς τη Βενιζέλου, θύμιζε μια πόλη φάντασμα. Και μέσα στις επόμενες δεκαετίες μαγαζιά εγκαταλείπονταν, χωρίς να έρχεται κάποια νέα επιχείρηση στη θέση τους. Από παιδί εκεί συνόδευα τη μητέρα μου για τις αγορές μας. Από τη μια ο χασάπης, από την άλλη ο μανάβης, και πιο πέρα, στη γωνία, ο ιχθυοπώλης. Όλες μας οι ανάγκες σε μια δρασκελιά, και πάντα η πιθανότητα να δεις κάποιο γνωστό, να πεις μια κουβέντα. Έστω και τα τελευταία χρόνια, με το 1/3 της Αγοράς ενεργό, η βαβούρα του κόσμου, οι συζητήσεις, τα πειράγματα και τα κουτσομπολιά έδιναν ένα άλλο χρώμα στα ψώνια. Χαρακτηριστική εικόνα, οι γλάροι στα κεραμίδια που περίμεναν να τους πετάξει κάποιο μεζέ ο χασάπης από κάτω. Αν βέβαια κοίταζες καλά, πίσω από τις τέντες, τους πάγκους και τα κάδρα με τις φωτογραφίες στα μαγαζιά, έβλεπες τον πεσμένο σοβά και τους ραγισμένους τοίχους. Ναι, ίσως ήταν επιτακτικό να βγουν όλοι αυτοί οι μαγαζάτορες από εκεί μέσα. Αλλά για να μπει μέσα ένα, ή περισσότερα συνεργεία, να καθαρίσουν, να σοβατίσουν, να βάψουν, να κάνουν όλη την Αγορά ένα τζιτζί, και μετά να καλέσουν πίσω τους εμπόρους και η Χαλκίδα να μην έχει να ζηλέψει τίποτα από την «Κλειστή Αγορά» της Κωνσταντινούπολης, τη Βαρβάκειο στην Αθήνα, και οποιαδήποτε άλλη αγορά δεσπόζει σήμερα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στο κέντρο των μεσαιωνικών τους πλατειών. Το ξέρετε ήδη, η αγορά μιας πόλης τραβάει τους τουρίστες. Και μας το είπαν και το διαβεβαίωσαν οι ειδικοί: η κατάσταση είναι ακόμα αναστρέψιμη.

Θα πω όμως ότι είμαι και θυμωμένος, με εμάς, τη δική μας πλευρά, εκείνη που θέλει να μείνει η Αγορά. Τους άλλους, τους αντιπάλους, τους καταλαβαίνω. Θέλουν να γκρεμίσουν για να πλουτίσουν. Έτσι πλουτίζουν αυτοί, κατατρέφοντας. Εμείς οι ρομαντικοί είμαστε ικανοί να μαζεύουμε υπογραφές. Όχι όμως να μαζεύουμε λεφτά. Γι’ αυτό και καταφέρνουμε να σταματάμε τις μπουλντόζες, αλλά μετά… ε, μετά καθόμαστε στα οπίσθια μας. Και οι Δήμαρχοι, τι κάνουν; Να φταίνε μόνο τα άδεια ταμεία; Ή είναι εκείνη η παλιά κατάρα που εμποδίζει ένα Δήμαρχο να ξεκινήσει ένα έργο, με το φόβο ότι το έργο θα ολοκληρωθεί στη θητεία κάποιου άλλου; Λέτε ο Ηρακλής Γαζέπης να αποσκοπούσε σε ένα μελλοντικό του ανδριάντα, όταν το 1883, επί Δημαρχίας του, εμπνεύστηκε την Αγορά; Άλλες εποχές, άλλες πάστες ανθρώπων, έβαζαν τότε οι προύχοντες βαθιά το χέρι στη δική τους τσέπη, για να ευεργετήσουν τον τόπο τους, για να δώσουν στον κόσμο αγορές, σχολεία και ιατρεία. Μετά την πρώτη φάση χτισίματος της Δημοτικής Αγοράς που ολοκληρώθηκε το 1885, τη δεύτερη φάση ανέλαβε ο αρχιτέκτονας – μηχανικός Σόλωνας Κυδωνιάτης, το 1931. Η κάθε φάση αποτελούνταν από ένα συγκρότημα σε σχήμα Π, ενώ από το αρμονικό συνταίριασμα των ποδιών τους, προέκυψε το τελικό αποτέλεσμα, με το οποίο είμαστε εξοικειωμένοι εμείς σήμερα. Η νεότερη πλευρά, αυτή που θεωρείται εμπρόσθια και αντικρίζει την πλατεία, είναι περιέργως και η πλευρά με πιο εμφανή σημάδια του χρόνου. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για το κομμάτι του 1931 θεωρούνταν τότε πρωτοπόρα, δηλαδή το τσιμέντο και τα σιδερένια στηρίγματα. Για να εκτιμούμε πώς ήξεραν να χτίζουν οι παλαιότεροι. Για την ιστορία: μέσα στο χώρο της Αγοράς, αναπτύχθηκε στα 1902 έκθεση γυναικείας βιοτεχνίας, στεγάσθηκε εκεί το πρώτο Μουσείο της πόλης, αλλά στον ίδιο χώρο στεγάσθηκαν και το Εργατικό Κέντρο, η Φιλαρμονική του Δήμου, η Αγορανομία και η Τουριστική Αστυνομία. Με την κατάλληλη φαντασία μπορεί κανείς εύκολα να δει πολλά περισσότερα στην αναβίωση του χώρου, γεγονός που κάνει ακόμα πιο επώδυνη την τωρινή του παρακμή. Τη θέλω αυτή την Αγορά και τη θέλω στην πλήρη της εφικτή ακμή.

Για ένα υπόγειο πάρκινγκ, «χάσαμε» μια πλατεία που είχε κάποιο πράσινο, μια γραφική, έστω, ομορφιά και αποκτήσαμε μια τσιμεντόπλακα που συναγωνίζεται σε ασχήμια τη σημερινή Πλατεία Ομονοίας, στην Αθήνα. Ας είναι το τελευταίο λάθος που διαπράττεται σε βάρος αυτής της πόλης. Δομικά μοιάζουμε ήδη τόσο πολύ με την πρωτεύουσα και αυτό είναι καιρός να σταματήσει επιτέλους. Μόνο ο Ευβοϊκός πορθμός μας ξελασπώνει και τρέμω τη μέρα που ούτε αυτό θα είναι αρκετό. Βιάζομαι να πάω για ψώνια και τόσοι πολλοί έμποροι στη Χαλκίδα δεν ξέρουν ότι τους περιμένει το καινούργιο τους μαγαζάκι.

Μοιραστείτε:  

Tags: