Τι με σώζει

Μια Παρασκευή πρωί, ο Μπάμπης ξέχασε την ύπαρξη της Νίνας μέσα στο σπίτι. Δεν την ξέχασε για πολύ, μόνο κανά μισάωρο. Όμως μερικές φορές, όπως συμβαίνει με πράγματα που τα νομίζουμε σίγουρα ή δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να τα νομίσουμε οτιδήποτε, ένα μισάωρο μπορεί να αρκέσει. Φώναξε το όνομά της μα δεν πήρε απάντηση. Του ‘ρθε ένα άσχημο προαίσθημα. Ή μάλλον όχι ακριβώς προαίσθημα αλλά οπωσδήποτε άσχημο.
Την ξαναφώναξε και βάλθηκε να αλωνίζει το διαμέρισμα. Αναποδογύρισε τα έπιπλα, ξετίναξε τα συρτάρια, χώθηκε στις ντουλάπες. Όρμησε και στο μπαλκόνι. Κανένα ίχνος της Νίνας. Τότε ξαφνικά -όσο ξαφνικά τα πράγματα τα σίγουρα μετατρέπονται σε εύθραυστα- κατάλαβε τι είχε συμβεί.

Η Νίνα, για κάποιο λόγο, είχε τη συνήθεια να βηματίζει πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού. Ο Μπάμπης κατέβηκε πέντε πέντε τα σκαλιά από τον τέταρτο όροφο και έτρεξε στον περίβολο της πολυκατοικίας κάτω από το μπαλκόνι του. Τίποτα. Ξεσήκωσε τους γείτονες, βγήκαν οι κυρίες με τα μπιγκουτί και οι άντρες με τους αφρούς ξυρίσματος στα μούτρα. Ξαμολήθηκαν όλοι, σήκωσαν τον τόπο στο πόδι, χτένισαν τα γύρω τετράγωνα μέχρι τη μισή Χαλκίδα. Ώρες και ώρες, ώσπου οι γείτονες ξαναμπήκαν στα σπίτια τους γιατί τα παιδιά τους είχαν γυρίσει από το σχολείο, έπρεπε να φάνε και να κάνουν τα μαθήματά τους.
Ο Μπάμπης συνέχισε μόνος του. Τηλεφώνησε στο Δημαρχείο. Η αρμόδια υπηρεσία του Δήμου δεν ήταν αρμόδια, πόσο μάλλον υπηρεσία. Κάλεσε και την Πυροσβεστική. Η Πυροσβεστική του είπε ότι είναι ποινικό αδίκημα να τους απασχολεί χωρίς λόγο. Μετά πήρε τη Φιλοζωική, τα τοπικά ραδιόφωνα, το σωματείο Εμποροϋπαλλήλων Εύβοιας, τον εκπολιτιστικό σύλλογο και τη Μητρόπολη.
Ενώ νύχτωνε και έπεφτε σκοτάδι στο σκοτάδι και αποκαρδίωση στην αποκαρδίωση, ο Μπάμπης έκανε μια ύστατη κίνηση.

Tηλεφώνησε στην κτηνίατρο Γεωργία που είχε στειρώσει τη γάτα του πριν λίγο καιρό. Η κτηνίατρος εκείνη την ώρα ήταν στο «Γαλατικό Χωριό» και έπινε μπύρες με έναν τύπο. Ο τύπος ναι μεν ήταν φτυστός ο Μπραντ Πητ αλλά ασχολιόταν με εξτρίμ σπορ και την είχε πρήξει με τα κατορθώματά του. Η κτηνίατρος άκουσε στο κινητό της μια ξέπνοη φωνή:
-Έχασα τη Νίνα!
-Τι λέτε, κύριε… Ποια Νίνα;
-Έπεσε από το μπαλκόνι, δεν τη βρίσκω πουθενά!
Η κτηνίατρος θυμήθηκε μια γάτα στο χρώμα του τυριού τσένταρ και τον ιδιοκτήτη της, έναν άντρα ψηλό, ξερακιανό με πλατυποδία και χοντρά γυαλιά μυωπίας.
Σηκώθηκε και ούτε καληνύχτα δεν είπε στον τύπο με τα εξτρίμ σπορ.

Η πολυκατοικία του Μπάμπη ήταν στη Σουβάλα, δίπλα από το Προσκοπείο. Η κτηνίατρος Γεωργία τον βρήκε στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, όπως βρίσκουμε ένα ερείπιο μετά από σεισμό 10 ρίχτερ ή ένα πτώμα ξεβρασμένο από τα κύματα. Του εξήγησε πως η γάτα είχε τρομάξει από το πέσιμο και να μην ανησυχεί, το δίχως άλλο είχε κρυφτεί κάπου κοντά. Στήριξε τον Μπάμπη στον ώμο της, τον ανέβασε στο σπίτι και έπιασε τον καρπό του για να του μετρήσει τον σφυγμό.

Μετά από δύο, μπορεί και τρεις, βδομάδες η κτηνίατρος άκουσε το κινητό της. Εκείνη τη στιγμή έκανε έρωτα με έναν τύπο. Ο τύπος ναι μεν έμοιαζε του Λεονάρντο Ντι Κάπριο αλλά από εραστής δεν έλεγε και πολλά, ήταν πολύ βιαστικός και δεν φρόντιζε καθόλου τα προκαταρκτικά. Η κτηνίατρος έφτασε το κινητό στο κομοδίνο. Ήταν η Αστυνομία:
-Η Αστυνομία;;;!
-Ακούστε κυρία μου: Σήμερον την δεκάτην μεταμεσημβρινήν, προέβημεν εις την σύλληψιν ενός υπόπτου φέροντος τα δεδηλωμένα στοιχεία Χαράλαμπος Σπηλιόπουλος του Σπυρίδωνος και της Χριστίνης το γένος Παπακωνσταντοπούλου ΑΦΜ 343587190 γεννηθείς εν Χαλκίδι το έτος …
-Συλλάβατε τον Μπάμπη;;;!
-Ο κάτωθι ύποπτος διατείνεται ότι προσεπάθησεν να διαρρήξει το υπόγειον του Προσκοπείου ένεκα που η γάτα του…
Η Γεωργία ξεγλίστρησε κάτω από τον τύπο τον χωρίς προκαταρκτικά, ντύθηκε άρον άρον και ούτε καλημέρα δεν είπε.
Έσπευσε στο τμήμα και έβγαλε τον Μπάμπη από το κρατητήριο. Του εξήγησε πως η γάτα έχει αγριέψει, γι’ αυτό δεν τον αναγνωρίζει και πως γενικά οι γάτες δεν έχουν αφεντικά. Πάντως εφόσον είναι φωλιασμένη στο υπόγειο του Προσκοπείου καλύτερα να μην μπει μέσα γιατί θα του φύγει, θα την ξαναχάσει.
Καθώς περπάταγε δίπλα του στην αγουροξυπνημένη Ελευθερίου Βενιζέλου, η Γεωργία ένιωσε πως δεν υπήρχαν μόνο αδέσποτα σκυλιά και αδέσποτες γάτες. Υπήρχαν και αδέσποτοι άνθρωποι. Όπως ο Μπάμπης.
Τον πήρε και πήγαν σε έναν συνταξιούχο μάστορα, τον κυρ Κώστα. Ο κυρ Κώστας αφού το στοχάστηκε λίγο, έπιασε την οξυγονοκόλληση και έφτιαξε τσάκα τσάκα ένα πράμα σαν διάτρητη μίνι σεληνάκατο ή κάτι τέτοιο. Μια φάκα για γάτες, με ειδικό μηχανισμό –παγκόσμια πατέντα. Ο κυρ Κώστας -καλός άνθρωπος, δεν τους πήρε ούτε καν λεφτά- κουβάλησε με το τρίκυκλο το κλουβί και το τοποθέτησε στο Προσκοπείο.

Ο Μπάμπης πίσω από τους θάμνους, έπιασε να φυλάει σκοπιά ξάγρυπνος. Η Γεωργία κάθε τόσο περνούσε και του κράταγε συντροφιά. Έτσι, οι δυο τους περίμεναν πλάι πλάι καθισμένοι σε κάτι καφάσια. Περίμεναν όπως τα δέντρα περιμένουν τον άνεμο και η άμμος τη θάλασσα.
Εκείνες τις στιγμές, η Γεωργία σκεφτόταν πως μερικούς ανθρώπους τους σώζει η μουσική. Άλλους ανθρώπους τους σώζει ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα. Λίγη ευγένεια. Μια πίτσα. Ένα καινούργιο μπουφάν. Ένα φιλί. Ή το αλκοόλ. Ένα γέλιο. Μια ταινία. Τα παιδιά και τα χελιδόνια. Μια μυστική προσευχή. Μπορεί και μια κρυφή πληγή. Ή ένα τρένο. Αυτά ένα ένα ή όλα μαζί, σώζουν τους ανθρώπους.
Τον Μπάμπη τον έσωζε η γάτα του.
Η Γεωργία αναρωτήθηκε και για τον εαυτό της, τι άραγε να ήταν εκείνο που έσωζε και την ίδια.

Εντωμεταξύ, ήταν ν’ απορεί κανείς από πού και πώς η γάτα κατάφερνε να μπαινοβγαίνει στο υπόγειο χωρίς να γίνεται αντιληπτή.
Αν κατά τύχη πέρναγες από κει, θα πρόσεχες δύο ανθρώπους που όταν ο ένας πήγαινε να γλιστρήσει και να βουλιάξει στη ματαιότητα, ο άλλος τού άπλωνε το χέρι και τον τράβαγε επάνω.

Όταν κουδούνισε το κινητό της, η κτηνίατρος ήταν στο «Σίνεμα» με έναν τύπο. Ο τύπος ναι μεν έφερνε πολύ του Ξαβιέ Μπαρδέμ αλλά την είχε πλακώσει στις γεωπολιτικές αναλύσεις για παγκόσμιες συνομωσίες, πετρέλαια και αγωγούς φυσικού αερίου.
Άκουσε στο κινητό της τη γνώριμη φωνή:
-Γεωργία…
-Έρχομαι αμέσως! Μην κάνεις τίποτα!

Η κτηνίατρος έκανε την απόσταση «Σίνεμα»-Προσκοπείο σε δύο λεπτά σπάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ.
Αν κατά τύχη, πέρναγες εκείνη την ώρα από τη Σουβάλα θα έβλεπες ένα σωρό κόσμο μαζεμένο: προσκόπους, εθελοντές της Φιλοζωικής, τον κυρ Κώστα, υποψήφιους βουλευτές, άντρες με αφρούς ξυρίσματος στα μούτρα και κυρίες με μπιγκουτί. Επιπλέον θα πρόσεχες δύο ανθρώπους αγκαλιασμένους από την κορφή ως τα νύχια. Δυο ανθρώπους που είχαν κατορθώσει να δώσουν ένα νόημα στη ματαιότητα.
Η Γεωργία και ο Μπάμπης ανέβασαν το κλουβί με τη Νίνα επάνω, κλειδαμπάρωσαν πόρτες και παράθυρα και την αμόλησαν μέσα στο σπίτι.
Ο Μπάμπης δεν ξανατηλεφώνησε στη Γεωργία.

Του τηλεφώνησε εκείνη. Μια Παρασκευή πρωί, η Γεωργία πετάχτηκε στο κομμωτήριο, μετά πέρασε από τη λαϊκή να ψωνίσει σαρδέλες, και έκανε επίσκεψη στον Μπάμπη.
Η Νίνα ήρθε και θρονιάστηκε στα γόνατά της.
Ο Μπάμπης καθώς τής πρόσφερνε το φλυτζάνι με τον καφέ, παρατήρησε πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό, τα μαλλιά της, το σταυροπόδι της, τα σκουλαρίκια της, το ανοιχτό χαμόγελό της, τα κουμπιά της ζακέτας της, τους αστράγαλούς της, τη διχάλα του στήθους της και τα πολύ κοντά της νύχια.

Η Γεωργία σκέφτηκε πως, τελικά, ο Μπάμπης και η γάτα του, ίσως να ήταν αυτό που την έσωζε.

Μοιραστείτε:  

Eίμαι φιλόλογος αλλά ασχολούμαι και με τη μετάφραση από την ιταλική γλώσσα. Γράφω κυρίως μέσα στο τρένο για την Αθήνα και στο καφενείο Ρεξ τέρμα παραλία. Θα ήθελα οι ιστορίες μου να έχουν οπωσδήποτε happy end αλλά αυτό δυστυχώς δεν είναι πάντα κατορθωτό. Έχω συμμετάσχει σε διάφορες ανθολογίες διηγημάτων, αλλά γράφω και θεατρικά και σενάρια. Έχω την τιμή να διατηρώ επί σειρά ετών, βρέξει χιονίσει, τη σελίδα «Δωμάτιο Με Θέαν» στο περιοδικό «Αν».  Τέλος, έχω ακουμπήσει με το δάχτυλο όλα τα τατουάζ του Νίκου Καββαδία, ειδικά αυτό με τη γοργόνα.