Αναλαμπίδες*

Το θέμα είναι η φωτογραφία. Θα ’θελα να βρεθώ «εκτός θέματος», όπως σημείωνε η ευσυνείδητη φιλόλογος στο τέλος της έκθεσης με κόκκινο στιλό (τι ανακούφιση ένιωθα πιστεύοντας ότι κάνω την εφηβική μου επανάσταση). Όμως δε θα το κάνω, όχι επειδή μεγάλωσα, αλλά γιατί ο κύκλος της ζωής και οι μικρές συγκυρίες ορίζουν τα βήματά μας.
Ξέραμε ότι δεν υπήρχε επιστροφή, αλλά έφυγε ξαφνικά χωρίς καμία επιδείνωση. Ομολογώ ότι το βίωσα φωτογραφικά. Έχω τις ενοχές μου και τα ερωτηματικά μου, αλλά αυτό δεν είναι δική σας δουλειά. Σημασία έχει ότι είμαι εντός θέματος, αγαπητοί μου. Εικόνες αποσπασματικές, παγωμένες στο χρόνο. Το κεφάλι μου περιστρεφόταν αυτόματα, χωρίς ροή κίνησης.

Οι κοκκινόλευκες ντάλιες που έφερε μια γειτόνισσα (τι υπέροχο λουλούδι η ντάλια).
Τα μαύρα μποτίνια της θείας Ελευθερίας (πάντα τη συμπαθούσα αυτή τη θεία).
Το άδειο κρεβάτι που κανείς δεν το πλησίαζε, δείχνοντας σεβασμό στην ιερή απουσία.
Οι δαντέλες που τον στόλιζαν φτιαγμένες από τα χεράκια της (έχει φτιάξει και τις δικές της, αξιοπρέπεια μέχρι το «τέλος»). Η έκφραση του καθένα που τον αντίκριζε.

Οι άντρες από το μπαλκόνι και την αυλή υποδύονται τους ψύχραιμους (μόνο δύο άντρες κάθισαν κοντά του: ο κυρ-Χαράλαμπος, τυφλός, και ο μπαρμπα-Θανάσης, ετών 96, που ήρθε μόλις ξύπνησε, γύρω στις 3 και μισή, ξημερώματα… Τι να φοβηθούν τα ξωτικά;).
Οι εδώ και χρόνια μαυροντυμένες γυναίκες, είτε παρατεταγμένες γύρω του είτε σε συντονισμό μυρμηγκιών για να γίνουν όλα σωστά (σιτάρι, ελιές, κρασί, καφέδες, κονιάκ, τα κεριά που καίνε να είναι σε μονό αριθμό…).

Οι βουβές ματιές με την καλή μου την Ευσταθία που έχασε τη μαμά της λίγες μέρες πριν, από την ίδια ασθένεια, και τι να πούμε;
Το ανοιχτό στόμα της αποκοιμισμένης στον καναπέ θείας Στεργιάνας.
Ο ψηλόλιγνος Μανόλης, συνάδελφός του στο Πολυτεχνείο, με υγρά μάτια κι αμήχανα χείλη (συμπορευτές για 25 χρόνια). Οι δείκτες του ρολογιού να ακολουθούν έναν καινούργιο ρυθμό.

Λέξεις που αναβοσβήνουν με μοβ νέον, «συλλυπητήρια», «ζωή σε σας», «να ζήσετε να τον θυμόσαστε», «ξεκουράστηκε». Οι βλεφαρίδες της μαμάς μου, μόνο αυτές φαίνονταν μέσα στο πρησμένο πρόσωπό της. Στην πορεία από το σπίτι στην εκκλησία το μπράτσο της σφιχτό στο χέρι μου. Γύρισα να κοιτάξω το μήκος της πομπής και χάρηκα για λογαριασμό του. Στην αγορά όλοι όρθιοι έξω από τα μαγαζιά. Απόλυτη σιωπή. Ξέρω ότι νιώθει περήφανος για την τιμή που του έκαναν, για την αναγνώριση της ύπαρξής του, υλικής και άυλης. Και η παράσταση ξεκινά στην εκκλησία. Κουστούμια, σκηνικά, σκηνοθεσία, πρωταγωνιστές, συμπρωταγωνιστές, κομπάρσοι. Δύο παπάδες, δύο παιδιά από το χωριό, όψιμοι σαραντάρηδες πια, με κοιλιά και προγούλια, βρήκαν το δρόμο του Θεού, αφού ταλαιπωρήθηκαν στο δρόμο της ανεργίας (ηρωική ελληνική επαρχία…). Ο κεντρικός ψάλτης, επηρμένος πασόκος του παρελθόντος, κάτι ανάμεσα σε Νταλάρα και Φραγκούλη στο ύφος και στις κορόνες. Τα αγόρια με τα εξαπτέρυγα, το χαρτζιλίκι να βγαίνει…
Κι όταν πια φτάσαμε στην καινούργια μας γειτονιά για να παιχτεί η τελευταία πράξη, στον απέναντι λόφο ντυμένη σε αέρινα μαύρα, καθισμένη αυθάδικα η «Αθανασία» του Ν. Γκάτσου, αυτή που όλοι την ποθήσανε μα κανένας δεν την έκανε δικιά του. Ακαταμάχητη γυναίκα, ομορφότερη όλων. Και δίπλα της όρθιος στα λευκά ο βιολιστής. «Όμως το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος» (Θ. Παπακωνσταντίνου)
Έρχονται από το κενό του χρόνου, απρόσκλητες και ετερόκλητες, την ώρα της δουλειάς, βλέποντας τηλεόραση, πηγαίνοντας στην τράπεζα, χτενίζοντας τα μαλλιά μου. Φωτογραφίες τακτοποιημένες στο ερμάρι της μνήμης. Τις πιο ευαίσθητες στιγμές της ζωής μας δεν τις έχουμε φωτογραφίες. Τις πιο σπουδαίες φωτογραφίες δεν τις έχουμε βγάλει. Δεν κιτρινίζουν, δεν κατοι- κούν σε κανέναν υπολογιστή, δεν τις επιδεικνύουμε σε καμία οθόνη κινητού. Πώς να παλέψει η τεχνολογία, ακόμα και η πιο προηγμένη, με τη μη ορατή ζωή; Με την ψυχή που ταξιδεύει, με τους συνειρμούς, με τα αερικά;
Αναρωτήθηκα πολλές φορές ποια ανάγκη μας καλεί να φωτογραφίσουμε. Για να φυλακίσουμε το χρόνο, λέω. Γι’ αυτό λέμε «τραβάω φωτογραφία». Τραβάμε, ρουφάμε, αρπάζουμε, αιχμαλωτίζουμε το χρόνο. Η φωτογραφία είναι μια διαρκής συνο- μιλία με το θάνατο. Μα πόσο δειλοί είμαστε, εμείς οι θαρραλέοι φωτογράφοι της ζωής, όταν βρισκόμαστε μπροστά στην ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής κάποιου… Κανείς δεν «τραβάει φωτογραφίες» τότε. Κανείς δε θέλει να έχει στη φωτογραφική του συλλογή την παραδοχή ότι ο χρόνος μας κάποτε τελειώνει. Τελειώνει;

*Πυγολαμπίδες

Μοιραστείτε: