Μιλώντας για τον Άκο στην Χαλκίδα
- Συντάκτης Ηλίας Γκίζας
Σήμερα ξύπνησα με ένα τραγούδι, αυτό που λέμε μου έχει κολλήσει. «Να ‘ταν Μάης και Σαββάτο σα θα γύριζα και του Χάρου σαν σκυλάκι να του σφύριζα… Ξημερώματα, ξημερώματα». Αναζητώντας στα τραγούδια μου να δω ποιος έχει γράψει το τραγούδι που ερμηνεύει ο Μίλτος Πασχαλίδης πέρα από την έκπληξη το ότι υπαίτιος είναι ο Λάκης με τα ψιλά ρεβέρ, ο Λάκης Παπαδόπουλος δηλαδή έχει γράψει την μουσική και περιλαμβάνεται στον δίσκο του Λάκη Παπαδόπουλου “Παιχνίδια Αγάπης”. Διαβάζω ότι τους στίχους έχει γράψει ο Άκος Δασκαλόπουλος. Έμεινα άλαλος όπως λέει και το τραγούδι. Σκέφτηκα πώς γίνεται; Καθώς ο Άκος έφυγε από την ζωή το 1998 και το τραγούδι κυκλοφόρησε το 2015. Βρέθηκα μπροστά σε μια ιστορία από αυτές που κρύβουν τα τραγούδια στο πέρασμα του χρόνου, άρχισα να σκαλίζω να ανακαλύπτω, και να εντυπωσιάζομαι ακόμη περισσότερο, καθώς είπα από μέσα μου πόσο δύναμη έχουν τα γραπτά και τι μπορεί να γίνει όταν βρεθούν στα κατάλληλα χέρια.
Να ‘ταν Μάης και Σαββάτο
σαν θα γύριζα
και του Χάρου σαν σκυλάκι
να του σφύριζα.
Να στενάξουν μεντεσέδες
και χαλκώματα
να σπαράξουν οι κοπέλες μου
στα στρώματα
Να ραγίζανε του Άδη
οι καστρόπορτες
και σωστά τους να μην κλείνανε ποτέ.
Να διαβαίνουν παλικάρια και αλόγατα
και να λούζονται στο φως τα μαύρα σώματα.
Να σταμάταγε στην πόρτα σου
ο αρχάγγελος
κι απ’ την τόση ομορφιά σου
να ‘μενε άλαλος.
Μ’ ένα γελιο σου να έπεφτε στα γόνατα
και να μ’ άφηνε να βγω από τα χώματα.
Η άγνωστη φίλη Βαγγελιω σχολιάζει εύστοχα – Όταν θέλεις να μιλήσεις για τη ζωή εκ των πραγμάτων πρέπει να μιλήσεις και για το θάνατο. Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχει ερμηνεύσει ο Μίλτος. Συγχαρητήρια στους δημιουργούς! Ας μην τους ξεχνάμε.
Τι είχε γίνει τώρα και ποιά είναι η ιστορία; Ο Άκος Δασκαλόπουλος, λίγο μετά το θάνατο του Νίκου Ξυλούρη θα κάνει τη δίκη κατάθεση στη μνήμη του μέσα σε λίγους στίχους. Θα τους εμπιστευτεί στο φίλο του, Λάκη Παπαδόπουλο, με σκοπό να γίνουν τραγούδι. Στις 25 Φεβρουαρίου του 1998 σε ηλικία μόλις 61 ετών «θα φύγει» αναπάντεχα και ο Ακος . Οι στίχοι θα μείνουν στο συρτάρι του Λάκη, σα φυλαχτό, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα βρουν τη μελωδία τους από τα χέρια του Λάκη και την ερμηνεία του Μίλτου Πασχαλίδη το 2015.
Ο Κυριάκος Δασκαλόπουλος, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου του 1937. Ο πατέρας του ήταν υδραυλικός κι είχε άλλους δυο αδερφούς. Από μικρός διάβαζε πολύ ποίηση, λογοτεχνία, φιλοσοφία, δοκίμιο κλπ. Το 1962 διακρίθηκε σε ένα διαγωνισμό στιχουργικής, με το ποίημα «Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά». Το βραβείο που κέρδισε ήταν να μελοποιήσει το ποίημα αυτό ο Μίκης Θεοδωράκης και να το ερμηνευσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Αυτό είναι και το 1ο τραγούδι του που κυκλοφόρησε στην δισκογραφία και το αφιέρωσε στην Καίτη Κανδηλώρου με την οποία τότε ήταν ερωτευμένος. Στις 26 Ιουνίου του 1967, ο Άκος ενεπλάκη σε ένα σοβαρό τροχαίο, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε με αυτό που οδηγούσε ο Αλέκος Ουδινότης, με αποτέλεσμα να εκπαραθυρωθεί απ’ τη θέση του οδηγού και να τραυματιστεί πολύ βαριά. Θραύσματα γυαλιού μπήκαν στο αριστερό του μάτι και έχασε για πάντα την όρασή του από αυτό. Τον επόμενο χρόνο (το 1968), απέκτησε ένα κόκκινο τρεχαντήρι, το οποίο ονόμασε Ψαριανή και μέσα σ’ αυτό πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέχρι το 1982. Το 1974παντρεύτηκε την ηθοποιό Χριστίνα Αυλιανού και έζησε μαζί της μέχρι το 1978 οπότε και χώρισαν. Εξέδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές και έγραψε τους στίχους σε μεγάλο αριθμό τραγουδιών. Πέθανε στις 25 Φεβρουαρίου του 1998 σε ηλικία 61 ετών.
Κυριακή απόγευμα πίνοντας κρασάκι στο «Γνήσιον» του Χαλκιδέου φίλου Βασίλη στην Βενιζέλου και έχοντας πιάσει το όργανο τραγουδώντας όλοι μαζί ο κυρ Χρήστος από το δίπλα τραπέζι μου λέει: «βρε Λιάκο ρίξε μου και το Γειτονάκι μου έτσι για το αδελφάκι μου». Μετά από λίγο μου λέει: «δεν λέμε και το Σακάκι μου και αν στάζει;» Και κουβέντα στην κουβέντα τραγούδι το τραγούδι μου λέει, ξέρεις ποιος έχει γράψει αυτά τα τραγούδια; Του λέω φυσικά Λίνος Κόκοτος, Κουγιουμτζής αν δεν κάνω λάθος και ο Άκος Δασκαλόπουλος τους στίχους. Ο Άκος μου λέει είναι αδελφός μου και εκεί αρχίζει η ιστορία η κουβέντα και η γνωριμία μου με τον αδελφό του Άκου τον κύριο Χρήστο Δασκαλόπουλο. Είναι απίστευτο το ότι ο Άκος έχει γράψει τόσα τραγούδια που έχουν γίνει πολύ μεγάλες επιτυχίες τα έχουμε τραγουδήσει όλοι μας και δεν γνωρίζουμε ότι είναι δικά του. Κοίταξε να δεις Ηλία ο Άκος από μικρός έγραφε και διάβαζε πολλά βιβλία, αμέτρητα βιβλία, ήταν στην εφημερίδα αν θυμάμαι καλά, στα Νέα έγραφε κείμενα και μου έλεγε εγώ δεν μπορώ να κάτσω μέσα εδώ θα φύγω θέλω να είμαι έξω να γράφω ελεύθερα να γράφω ότι θέλω εγώ.
Το 62 μου λέει θα πάρω μέρος στον διαγωνισμό ήταν ένα περιοδικό Θησαυρός αν θυμάσαι και είχε διαγωνισμό με βραβείο να το μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης και του λέω άντε βρε τη δουλεια εχεις εσυ με αυτά τα πραγματα. Πάμε στοίχημα; Μου λέει Θα πάρω μέρος και θα βγω πρώτος.Και ετσι έγραψε το ποίημα «Μαυρομαλλούσσα κοπελιά». Ήταν πολύ ερωτευμένος με την Καίτη και το έγραψε για εκείνη. Και βγήκε πρώτο φυσικά και να ξέρεις ότι έχει γράψει και το «Πήγα στα μέρη» για την Καίτη. Ήταν πολύ ερωτευμένος το έσκαγε από τον στρατό φαντάρος για να την συναντήσει και του έλεγα, τι κάνεις εκεί βρε θα σε κλείσουν φυλακή είσαι τρελός αλλά δεν καταλάβαινε τίποτα.
Στη γειτονιά του φεγγαριού
βγήκα να σεργιανίσω
να ιδώ τα μάτια τ’ ουρανού
τα χείλη να φιλήσω.
Μέσα στα μαύρα σου κυρά μου τα μαλλιά φωλιάζουν άστρα, φωλιάζουν άστρα κι ανοιξιάτικα πουλιά.
Μες στην καρδιά μου ένα πουλί
δεν βλέπεις πως σπαράζει
κι αν κελαηδεί κι αν κελαηδεί
το λιώνει το μαράζι.
Είσαι πριγκίπισσα σωστή
και προίκα σου τα μάτια
η αρχοντιά δεν κατοικεί
μες στα χρυσά παλάτια.
Φανταστείτε πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα βρισκόμαστε στην Ελλάδα του 62 γίνεται διαγωνισμός στιχουργικής και το έπαθλο είναι να μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη και να το τραγουδήσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Κάντε όποια σύγκριση θέλετε με το σήμερα χωρίς τηλεόραση χωρίς ιντερνέτ χωρίς κινητή τηλεφωνία τότε και αν μπορείτε βγάλτε συμπεράσμα για το που έχουμε φτάσει. Απλή παρατήρηση. Συνεχίζοντας και μην χορταίνοντας την συζήτηση με τον κύριο Χρήστο μαζεύω πληροφορίες πραγματικά και ιστορίες με τέτοια αγωνιά μην τυχόν και ξεχάσω κάτι από αυτά που σας μεταφέρω. Ο Ακος έγραφε μόνος του πάντα δεν είχε παρέα όταν έγραφε, συνεχίζει ο κυρ Χρήστος. Πέρα από το γράψιμο, παρέα πολύ έκανε με τον Λοΐζο, που έπαιζαν και τάβλι μέρα νύχτα αλλά σε γενικές γραμμές ήταν μοναχικός άνθρωπος. Τον ρώτησα πώς και δεν έτυχε να κάνουν παρέα π.χ με τον Κουγιουμτζή που έχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες. Κοίτα είχε τύχει και αυτό, ο Ακος έπαιζε φυσαρμόνικα αλλά σπάνια, κυρίως έγραφαν ξεχωριστά. Με τον Λοΐζο έκανε πολύ παρέα, αχώριστοι. Τώρα πως γίνεται να έγραψαν μόνο δυο τραγούδια μαζί δεν μπορώ να το εξηγήσω. Από το πρωί μέχρι το βράδυ έπαιζαν τάβλι
Στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος.
Μουσική: Μάνος Λοΐζος.
Πρώτη εκτέλεση: Δήμητρα Γαλάνη στο προσωπικό της άλμπουμ «ΧΑΝΟΜΑΙ ΓΙΑΤΙ ΡΕΜΒΑΖΩ»,1985.
Κι αν τα μάτια σου δεν κλαίνε έχουν τρόπο και μου λένε για τον πόνο που πονούν. Μ’ ένα βλέμμα λυπημένο πρωινό συννεφιασμένο για την άνοιξη ρωτούν.
Με κοιτάζουν μου μιλούν και απορούν αχ τα μάτια σου, για τον έρωτα που χάσαμε ρωτούν αχ τα μάτια σου. Μάτια παραπονεμένα μάτια που ‘σαστε για μένα θάλασσες υπομονής, με κλωστούλες μεταξένιες πλέκω τις κρυφές σας έννοιες σε τραγούδι της ζωής.
Πώς είναι να βρίσκεσαι σ’ ένα τραπέζι με τον Άκο, τον Λοΐζο, τον Κουγιουμτζή, την Βίκυ Μοσχολιού; Απίστευτα πράγματα.
Εκείνη την εποχή Ηλία π.χ η Μοσχολιού δεν ήταν τόσο γνωστή ακόμη, δεν είχε κάνει την μεγάλη επιτυχία που λέμε, με τον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο και αυτός στην παρέα ταβλαδόρος μεγάλος και αυτός άρρωστος που λέμε, όλοι μαζί κάθε μέρα. Είχε μεγάλη αγάπη για την θάλασσα και αυτό εύκολα μπορείς να το καταλάβεις απ τα τραγούδια. Έγραψε για τον Παντελή Θαλασσινό το «στην Σέριφο ήσουν πουλί».
Στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Πέντε βαρκάκια στη σειρά το πιο μικρό θα πάρω να φέρω γύρα τα νησιά Μύκονο Τήνο Πάρο Θα ψάξω σε ακρογιαλιές σ’ Αλόννησο και Σκιάθο σε πανηγύρια και γιορτές για σένανε να μάθω
Στη Σέριφο ήσουν πουλί στη Ρόδο ήσουν παγώνι στη Σαντορίνη άσπρο σκαλί στην Άνδρο ανεμώνη
Μέσα σ’ αλαργινά νερά δελφίνια σ’ αρμενίζουν, μ’ όλες τις χάντρες τ’ ουρανού γοργόνες σε στολίζουν Το μάθανε στην Αμοργό στην Ύδρα στο Μαντράκι πως κάποια μέρα θα χαθώ για σένα βρε μικράκι
Του έλεγα βρε γράψε μια επιτυχία να πάρεις κάνα φράγκο ήταν επιτυχία τότε «το πετραδάκι» με τον Μενιδιάτη και αυτός μου έλεγε άσε μας βρε Χρήστο είσαι τρελός εγώ δεν γραφώ τέτοια πράγματα δεν μπορώ να γράψω τραγούδια δυο μηνών, εγώ γραφώ τραγούδια για να μείνουν. Ήταν πάρα πολύ απλός και δεν το είχε με τα λεφτά καθόλου. Όλη του την ζωή ζούσε στο ενοίκιο φαντάσου.
Ο Ακος έζησε όλη του την ζωή δίχως πλούτη με μόνο επάγγελμα την στιχουργική. Τον περισσότερο χρόνο από την ζωή του τον πέρασε πάνω σε μια βάρκα. Η Ψαριανή ήταν το πρώτο τρεχαντήρι μια κόκκινη βάρκα και εκεί έμενε όλη μέρα. Από τα Πολιτικά Ευβοίας ήταν η γιαγιά μας. Του πατέρα μας η μάνα από εδώ. Ερχόμασταν εδώ από το 1960. Όλη μέρα στην θάλασσα ήταν, εκεί καθόταν, εκεί κοιμόταν, εκεί έγραφε, εκεί διάβαζε του άρεσε. Στα Πολιτικά έγραψε και το Άσπρα Βότσαλα στον Ήλιο, στίχος από το «Γυφτισσα μέρα» με τον Γιάννη Πουλόπουλο. Αλλά και το «Γειτονάκι μου» έχει μεγάλη ιστορία. Μέναμε στην Κυψέλη τότε και διπλά ακριβώς απ’ το σπίτι έμενε και μια κοπελίτσα που την κυνηγούσα, εγώ αλλά και ο Άκος. Του λέω σταμάτα αυτή είναι δική μου. Έκανε πίσω που λες του είπα βρες άλλη εσύ και με τα πολλά του λέω δεν μου γράφεις ένα τραγούδι να της το δώσω για να την εντυπωσιάσω. Θα γράψω το Γειτονάκι μου λέει, ναι άλλα θα βάλεις αυτήν τη λέξη οπωσδήποτε. Με τα πολλά έγραψε το Γειτονάκι. Έγινε επιτυχία και έτσι έριξα και την γυναίκα μου και εγώ από Γειτονάκι έγινε το Γυναικάκι μου μέχρι σήμερα .
Γειτονάκι μου.
Τη νύχτα που κοιμούνται τα πουλιά
βγαίνουν κάτι έρημα παιδιά
κι έρχονται στην πόρτα σου κρυφά.
T’ αστέρια που κοιτούν από ψηλά
ξαγρυπνούν μαζί με τα παιδιά
και σου νανουρίζουν την καρδιά.
Γειτονάκι μου, στη μικρή σου πόρτα
αστεράκι μου, ξενύχτησα κι εγώ
τ’ αδερφάκι μου, το φεγγάρι ρώτα
γειτονάκι μου, αχ πόσο σ’ αγαπώ.
Την ώρα που γυρνώ απ’ τη δουλειά
κάνω όρκο μέσα μου βαθιά
να μη ’ρθω στην πόρτα σου ξανά.
Μα όταν πέσει πάλι η νυχτιά
η παλιά λαχτάρα μου ξυπνά
και μου τυραννάει την καρδιά.
«Το πουκάμισο το Θαλασσί» έχει και αυτό ιστορία. Είχε ο αδελφός μου ένα μπλε πουκάμισο ωραίο το οποίο μία το φόραγε ο ‘Ακος μία η γυναίκα του, μία ο Άκος μία η γυναίκα του ε, και έτσι του ήρθε η ιδέα και έγραψε:
το πουκάμισο το θαλασσί
μια φορούσα εγώ και μια εσύ
Μου λέει δεν γίνεται αυτή η δουλειά πηγαίναμε στην Σκόπελο μου λέει την βλέπεις πάλι το πουκάμισο μου φορεί. Κάτι πρέπει να κάνω να μην μου το παίρνει θα γράψω ένα τραγούδι.
Η κουβέντα μας βρήκε ξημερώματα και εμάς. Καληνυχτίζοντας τον κύριο Χρήστο και αφού τον ευχαρίστησα για την παρέα, την κουβέντα αλλά και για την γνωριμία, βγήκα γεμάτος από την ταβέρνα έχοντας ακούσει τόσο υπέροχα πράγματα για έναν άνθρωπο τον οποίο δεν γνώρισα ποτέ, έχοντας την αίσθηση όμως ότι πλέον τον ήξερα από παλιά. Χαρούμενος, γεμάτος, κερδισμένος άλλα και με μια καινούργια φιλία που ξεκίνησε εκείνο το βράδυ, σιγοτραγουδώντας το Γειτονάκι πήρα το δρόμο για την επιστροφή, σίγουρος πια για τα καλά ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Ο Οδυσσέας Ξένος έχει γράψει σε ένα άρθρο του ότι Άκος Δασκαλόπουλος ήταν ένας «ερωτικός τζίτζικας» που αγαπούσε την ποίηση, θαύμαζε τα Δημοτικά τραγούδια και τον Καραγκιόζη. Ενθουσιαζόταν από κάθε μορφή Υπερρεαλισμού στην τέχνη και έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του κοντά στην θάλασσα και τους ανθρώπους της. Εγώ με την σειρα μου θα πω ότι για μένα ο Άκος Δασκαλόπουλος ήταν ένα μεγάλος ευγενής λόγιος με απλές καθημερινές συνήθειες γεμάτες έρωτα και αλμύρα.
Tags: Άκος Δασκαλόπουλος • Πολιτικά • Χαλκίδα