Μερόπη Παπαδοπούλου

Το κρασί δεν είναι ένα luxury item

Η Μερόπη Παπαδοπούλου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και κατάφερε να γράφει γι αυτά που της άρεσαν περισσότερο: τα ταξίδια και το κρασί! Εμπνεύστρια και διευθύντρια στο μόνο περιοδικό που ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το κρασί, τον οινοχόο, εκπαιδεύει ένα ανυποψίαστο και δύσκολο καταναλωτικό κοινό και ενημερώνει τους λάτρεις του κρασιού για ό,τι το αφορά. Την συναντήσαμε στο σπίτι που επισκέπτεται συχνά πλέον, στα Αμπέλια, σε ένα τοπίο που θυμίζει Τοσκάνη και μας μίλησε για το δώρο του ήλιου στη γή -το κρασί- και τους ανθρώπους που μοχθούν γι’ αυτό.

Μερόπη Παπαδοπούλου

Πώς νιώθετε σε ένα χώρο όπου κυριαρχούν συνήθως οι άντρες;

Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό. Ομολογώ πως είναι αλήθεια ότι όταν βρίσκομαι με επαγγελματίες του κρασιού –άλλες γυναίκες μπορεί να υπάρχουν και οι οποίες να έχουν ένα ενδιαφέρον, που να είναι σε κάποια σχολή, ας πούμε στου Λαζαράκη που έχει γίνει της μόδας, αλλά επαγγελματίες είμαστε πολύ λίγες. Διευθύντρια περιοδικού δεν υπάρχει, καλά δεν υπάρχει και άλλο περιοδικό, εδώ που τα λέμε. Δεν το έχω σκεφτεί, δε με έχει επηρεάσει. Δεν έχω τέτοια θέματα, ποτέ δεν το είχα σκεφτεί. Σχεδόν πάντα συνομιλώ με άντρες, αλλά δεν το θεωρώ σημαντικό, είναι πολύ «ρατσιστικό» να το θέτουμε έτσι. Νομίζω ότι ο καθένας έχει τη θέση που θέλει να έχει, που του αρέσει, άσχετα αν είναι άντρας, ή γυναίκα. Γενικά δεν είμαστε πολλοί στο χώρο του κρασιού, ασχέτως φύλου. Είναι πολύ λίγος ο κόσμος που ασχολείται ουσιαστικά και σοβαρά με το κρασί. Τελευταία αυξάνεται λιγάκι, έχει γίνει μόδα το κρασί τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι το ίδιο.

Πώς από την κλασική δημοσιογραφία αποφασίσατε να ασχοληθείται με το κρασί; Σας επηρέασε στο ξεκίνημα το σπίτι στ’ Αμπέλια;

Πάντα μας άρεσε το κρασί και στις παρέες και με τον άντρα μου -που είμαστε πάρα πολλά χρόνια μαζί- και ψαχνόμαστε πάνω σε αυτό. Πάντα δοκιμάζαμε κρασιά, τα λίγα κρασιά που υπήρχαν τότε. Και στα ταξίδια μας δοκιμάζαμε και φέρναμε πίσω καλά κρασιά, δηλαδή ασχολιόμαστε. Ύστερα εδώ έρχεται το άλλο που ρωτάτε, μετά ήρθαν τα Αμπέλια. Εγώ ήρθα στη Χαλκίδα κάποια στιγμή το 1987–88, σε μια περιοχή που λέγεται Αμπέλια. Το κτήμα, πάντα ήταν αμπελώνας ο οποίος όμως τα τελευταία χρόνια είχε εγκαταλειφθεί και είπαμε να ασχοληθούμε εμείς. Έτσι, βρεθήκαμε ξυπόλυτοι, όχι στα αγκάθια που λένε, αλλά ξυπόλυτοι στα αμπέλια. Είχαμε βέβαια, ένα μεγάλο αβαντάζ: πολύ καλούς οινολόγους φίλους. Από φίλους ήρθε και το πρώτο δώρο, ένα βαρέλι. Βλέπετε, υπήρχε τότε η άποψη «βαρέλι από ουίσκι» για να βάλουμε το πρώτο κρασί. Ο μύθος των παλιών βαρελιών. Πλέον δεν είναι καν γλάστρα, έχει διαλυθεί κι από γλάστρα. Κι έτσι μπήκαμε στην παραγωγή του κρασιού, ερασιτεχνικά, μέσα σε μια μικρή αποθηκούλα στο σπίτι. Ωραίες στιγμές, χάλια κρασιά -δεν το συζητάμε- τα πρώτα. Αλλά σιγά – σιγά έγιναν καινούργιες φυτεύσεις, το κτήμα αναβαθμίστηκε και καλλιεργείται πλέον απολύτως βιολογικά ενώ εμείς κάνουμε ένα πολύ ωραίο κρασί για μας και για τους φίλους μας. Η εξέλιξη αυτή ήρθε κάπως και στη δημοσιογραφία. Στην προσπάθεια να ανανεώσουμε το περιοδικό «Εικόνες» το ΄90, κάναμε ένα section που το λέγαμε Dolce Vita (γλυκιά ζωή). Εκεί πρότεινα να κάνουμε και μια σελίδα κρασιού. Ήταν η πρώτη σελίδα κρασιού σε περιοδικό. Το Αθηνόραμα έβγαινε ήδη αλλά ήταν το μόνο. Οι «Εικόνες» ήταν ένα περιοδικό μαζικό, lifestyle, όπως τα είπαν αργότερα. Η πρώτη σελίδα κρασιού λεγόταν «και οίνος ευφραίνει». Μετά έμεινα έγκυος, σταμάτησα να δουλεύω, έκλεισαν οι Εικόνες, έκανα και στην Ημερησία τέτοιες σελίδες, και αφοσιώθηκα στην ανατροφή του Φοίβου. Μέχρι που άρχισα μία συνεργασία με την Καθημερινή σε ταξιδιωτικά, όχι σε ποτό. Το 2003 βγήκε το «Κ» και εκεί έγινε πάλι μια σελίδα ποτού – κρασιού και νομίζω ότι πια από εκεί και πέρα, από το ΄03 μπαίνω βαθιά στο χώρο του κρασιού και κάνω μόνο οινοδημοσιογραφία. Το ’04 βγάζω τον «Οινοχόο», που προέκυψε από μία δική μου ιδέα την οποία πρότεινα για να βγάλουν άλλοι. Αντ’ αυτού βρέθηκα να είμαι υπεύθυνη περιοδικού, Έτσι άρχισε μια υπέροχη περιπέτεια μέσα από τον Οινοχόο, γιατί από κει γνώρισα πολύ καλύτερα τον κόσμο του κρασιού, και δει τους παραγωγούς. Δοκιμάσαμε και εξακολουθούμε να δοκιμάζουμε εκατοντάδες ωραία πράγματα και έχω να παρατηρήσω ότι από τότε που βγήκε το περιοδικό, μέχρι σήμερα, η πρόοδος είναι αλματώδης. Από το 2003, μέχρι το 2013–14, δηλαδή, συνέχεια βγαίνουν κρασιά που σε ξαφνιάζουν ευχάριστα!

Το ελληνικό κρασί, μέσα από την ποιότητά του και μέσα από την επιμονή των παραγωγών του, έφυγε από τα other countries και έγινε greek wine στα ξένα περιοδικά.

Ο Έλληνας καταναλωτής, ακολούθησε την ελέλιξη του κρασιού, αναβαθμίστηκε;

Οι Έλληνες δεν έχουμε δυστυχώς κουλτούρα πάνω στο κρασί. Παρόλο που καμωνόμαστε και περηφανευόμαστε για τους πρώτους οίνους με Ονομασία Προέλευσης, για τους Βάκχους και την από χιλιετιών ιστορία μας του κρασιού, δεν έχουμε σύγχρονη κουλτούρα κρασιού. Πιστεύω ότι δεν έχει σημασία για τον Έλληνα το κρασί που θα βάλει στο τραπέζι του, για την πλειονότητα των Ελλήνων. Βάζουν κρασί, αλλά χωρίς να το παιδέψουν λιγάκι. Και τι είναι το κρασί; Είναι ένα τρόφιμο; Είναι, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του τραπεζιού. Και της ιστορίας, αλλά για μένα δεν πρέπει να μένουμε στην ιστορία. Σήμερα τι κάνουμε; Τίποτα. Θα πας στη Γαλλία και θα σου φέρουν τρία κρασιά θα έχουν ανοιχτές μποτίλιες για να μπορείς να αλλάξεις τα κρασιά σου. Εδώ ποιος σερβίρει ανοιχτή μποτίλια; Ελάχιστοι. Ποιος αλλάζει κρασί από πιάτο σε πιάτο; Υπάρχει η άποψη ότι θα μεθύσουν αν αλλάξουν κρασιά. Εμείς έχουμε εκπαιδεύσει τους φίλους μας ότι θα δοκιμάσουμε κρασιά, ότι στο γεύμα μας, στο δείπνο μας, μπορεί να πιούμε έξι διαφορετικά κρασιά για να τα δοκιμάσουμε και πιστεύουμε ότι ταιριάζουν με αυτά που τρώμε. Δεν υπάρχει οινολογική κουλτούρα και υπάρχει ακόμα κάτι το οποίο για μένα είναι καταστροφικό και δεν είναι μόνο στο κρασί, υπάρχει και στο λάδι, υπάρχει σε πάρα πολλά πράγματα: το «σπιτικό», του κουμπάρου, του παππού, το «αγνό», εντός πολλών εισαγωγικών. Δεν υπάρχει αγνό κρασί, σπιτικό. Το καλύτερο κρασί είναι το εμφιαλωμένο κρασί. Αυτό πρέπει να το μάθουν οι καταναλωτές, εκεί υπάρχει ο έλεγχος, στο εμφιαλωμένο κρασί. Στο σπιτικό, στο χύμα, που μετά μπαίνει στην πλαστική φιάλη, δεν υπάρχει τίποτα. Μπήκα προχτές σε ένα φούρνο και είχε ένα ολόκληρο stand με πλαστικά μπουκάλια κρασιού και λες, αυτός που το παίρνει, γιατί το βάζει στο ποτήρι του; Για να έχει κάτι να σπρώχνει το φαΐ του κάτω, αντί για νερό; Αυτός που πουλάει το πλαστικό μπουκάλι σίγουρα δεν είναι κάποιος που διαμορφώνει την ιστορία του κρασιού στην Ελλάδα.

Μήπως φταίει και ο Έλληνας παραγωγός που δεν έχει ασχοληθεί αρκετά στο να εκπαιδεύσει τον μέσο καταναλωτή;

Αυτό ναι. Και το είχαμε αναφέρει κάποια στιγμή σε μια συζήτηση πριν χρόνια με δύο ανθρώπους του κρασιού τους οποίους εκτιμώ πολύ γιατί είναι συγκροτημένα άτομα και κάνουν μια πολύ σοβαρή δουλειά πάνω στο κρασί, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος και ο Στέλιος Μπουτάρης, Ναι, δεν έχουμε ασχοληθεί με τον Έλληνα καταναλωτή. Και ο Έλληνας καταναλωτής είναι δύσκολος και δύσπιστος.

Από την άλλη, ένα ολόκληρο Κωστοπουλικό lifestyle έκανε το κρασί της μόδας.

Για μένα όμως, εκείνη η εποχή έκανε κακό στο κρασί, γιατί έβαλε το κρασί να είναι ένα luxury item, σε μία νοοτροπία: «Α, πτωχέ! Δεν έχεις πιει Petrus στη ζωή σου; Πώς διάβολο πορεύεσαι; Δεν ξέρεις για αυτό το κρασί;». Φοβήθηκε ο κόσμος. Το lifestyle έκανε κακό στο κρασί, γιατί το έβαλε σε άλλη βάση.

Ακολούθησαν πρόθυμοι και οι παραγωγοί σε αυτό. Θέλω να πω ότι στην αγορά δεν έβγαζαν κρασιά των 3 ή 4 ευρώ. Έφτιαχναν κρασιά των 8,00 και πάνω.

Δε νομίζω ότι το έκαναν για να παίξουν στο παιχνίδι του Lifestyle. Το ελληνικό κρασί είναι μια μικρή παραγωγή. Δυστυχώς, δεν έχουμε μεγάλη παραγωγή. Τώρα έχουν σφίξει πολύ τα ζωνάρια τους και έχουν κάνει πολλές φτηνές σειρές. Εμένα δε μου αρέσει να λέω ότι είναι ακριβό το ελληνικό κρασί, ή ότι ήταν. Κοστίζει πολύ το κρασί στη μικρή παραγωγή. Ο Έλληνας παραγωγός δεν έχει ποτέ συμβουλευτεί κάποιον άνθρωπο για το πώς να στήσει την επιχείρηση που λέγεται κρασί. Αυτά που λέμε με μεράκι και αγάπη και ιστορίες, είναι τρίχες κατσαρές. Άμα έχεις έναν καλό οινολόγο, ένα καλό κτήμα και έναν καλό σύμβουλο οικονομικής εξέλιξης, νομίζω ότι μπορείς να κάνεις θεούς. Ξεκίνησαν να τσαλαβουτάνε, τσαλαβουτούσανε τουλάχιστον, γιατί μερικοί φαίνεται να το έχουν καταλάβει και να το έχουν πάει και ένα βήμα παραπέρα. Μικροί παραγωγοί, ακριβό κρασί. Κάποια κρασιά θα μπορούσαν να είναι πολύ ακριβά, ακριβότερα από όσο πωλούνται. Κι αυτό που λέει πάλι ο Στέλιος ο Μπουτάρης -γιατί λέει πολύ ωραία πράγματα- για το κρασί είναι ότι «εμείς έχουμε ακριβά φτηνά κρασιά και φτηνά ακριβά κρασιά». Μετά τους έπιασε η μανία να εξάγουμε, να εξάγουμε. Ωραία, να εξάγουμε, αλλά και η ντόπια αγορά;

Οι Έλληνες δεν έχουμε δυστυχώς κουλτούρα πάνω στο κρασί. Παρόλο που καμωνόμαστε και περηφανευόμαστε για τους πρώτους οίνους με Ονομασία Προέλευσης, για τους Βάκχους και την από χιλιετιών ιστορία μας του κρασιού, δεν έχουμε σύγχρονη κουλτούρα κρασιού.

Παλιοί παραγωγοί όπως ο Τσάνταλης, είχαν διαμορφώσει μία αγορά με οικονομικά κρασιά αλλά και πιο «καλά» κρασιά όπως το Αγιωργίτικο, με ιδιαίτερη φιάλη η οποία βοηθούσε και τον κάθε άσχετο να την παραγγείλει έξω και «καθημερινή» τιμή. Εκεί υπήρχε μια κάποιου είδους πρωτόγονη εκπαίδευση. Μετά χάθηκε. Μετά ο κάθε παραγωγός έφτιαξε ένα κρασί που απευθυνόταν στον υποψιασμένο, σε αυτόν που λέτε που πήγαινε στον Πάνορμο και έλεγε φέρε μου αυτό το κρασί, δε με νοιάζει πόσο κάνει, το έχω δει στο τάδε περιοδικό. Δεν έχει όμως πολλά αντίστοιχα καθημερινά καλά κρασιά να βάλει στο τραπέζι του.

Το θέμα είναι αν θα θέλει να πιει ένα κρασί στο σπίτι του. Εντάξει, δεν μπορούμε να τα φορτώσουμε όλα στους παραγωγούς, είναι λίγο όπως τα φορτώνουμε όλα στο κράτος. Θα επαναλάβω πως, ο Έλληνας είναι δύσκολος καταναλωτής. Είναι δύσκολος σε όλα του, όπως και στο φαγητό του. Γι αυτό πολλές φορές παρατηρούμε το φαινόμενο καλών εστιατορίων που «δεν πάνε». Άλλωστε να μη ξεχνάμε ότι μιλάμε για έναν καινούργιο κλάδο στην Ελλάδα. Όταν είμαστε παιδιά ήταν οι Μπουτάρηδες, ο Τσάνταλης, η Achaia, κάποιοι μεγάλοι, Μικροί δεν υπήρχαν. Αυτοί εμφανίστηκαν από τα  τέλη του ’80 και μετά. Τότε εμφανίστηκαν οι Γεροβασιλείου και ο Παπαϊωάννου, οι 2 σχολές, ο μορφωμένος, και ο εμπειροτέχνης και άρχισε η ιστορία. Στο εξωτερικό μιλάμε ότι υπάρχουν οικογένειες με 18 γενιές παράδοση στα εμφιαλωμένα κρασιά. Στην Ελλάδα σε κάποιες οικογένειες έχουμε τη 2η γενιά, και μόνο οι Μπουτάρηδες νομίζω είναι η 3η, Δηλαδή, τσαλαβουτάνε και οι παραγωγοί. Και ποιός τους καθοδήγησε για να το πάνε και παραπέρα. Πόσο κάποια όργανα που υπάρχουν τους βοήθησαν; Δε θέλω να μπω σε αυτήν την ιστορία, αλλά πόσο τους βοήθησαν; Υπήρχε για αυτούς μια καθοδήγηση, ώστε και αυτοί με τη σειρά τους να κάνουν τα σωστά βήματα; Εγώ νομίζω ότι δεν υπήρξε, ήταν ο καθένας μόνος του.

Ίσως οι δεύτερες γενιές και κάποιοι νέοι άνθρωποι που ξεκινάνε να κάνουν μια δικιά τος παραγωγή, έχοντας μια εμπειρία από άλλες δουλειές αλλού να σταθούν πιο τυχεροί στο ξεκίνημα. Ή κάποιοι που έχουν το επιχειρηματικό κομμάτι. Είναι επιχείρηση το κρασί, γι’ αυτό και εγώ ακούγομαι και λίγο αιρετική όταν λέω ότι δε με ενδιαφέρει η προγονολατρεία, δε με ενδιαφέρει αν έκαναν κρασί πριν από 4.000 χρόνια αυτοί οι Χαλκιδείς. Με το κρασί που έχω στο ποτήρι μου, δε με ενδιαφέρει το μεράκι και η αγάπη και αυτά που κρύβονται από πίσω. Μπορείς να στήσεις μια σωστή επιχείρηση; Είναι επιχείρηση και αν στήσεις μια σωστή επιχείρηση και την ποιότητά σου θα φροντίσεις και την τιμή σου θα φροντίσεις και πιστεύω ότι αν οι τιμές μειώθηκαν, είναι γιατί εξορθολογίστηκε η παραγωγή. Δεν το έκαναν όλοι, οι σοβαροί παραγωγοί μείωσαν τις τιμές. Έκαναν έναν εξορθολογισμό, έβαλαν την επιχείρησή τους σε σωστές βάσεις. Κάτι που ίσως η ανάγκη δεν τους είχε οδηγήσει να κάνουν τα προηγούμενα χρόνια. Και η ανάγκη προέκυψε τώρα. Αλλά κι αυτούς δεν τους καθοδηγεί κανείς. Βγαίνουν μόνοι τους έξω, στις εξαγωγές. Ποιος τους βοηθάει στις εξαγωγές; Τρέχουν μόνοι τους στις αγορές του κόσμου. Το ελληνικό κρασί, μέσα από την ποιότητά του και μέσα από την επιμονή των παραγωγών του, έφυγε από τα other countries και έγινε greek wine στα ξένα περιοδικά. Φορτώνονται τα μπουκαλάκια τους και τρέχουν, τρέχουν συνέχεια. Δεν είμαστε πια για πέταμα στα ξένα περιοδικά, μας αναγνωρίζουν, τουλάχιστον οι opinion makers. Στα ξένα περιοδικά υπάρχει πάντα κάτι για το ελληνικό κρασί, το αξιολογούν πλέον, το αναγνωρίζουν, υπάρχει ελληνικό κρασί στις λίστες. Στη Νέα Υόρκη υπάρχει στα εστιατόρια, ήπια Βηδιανό σε ένα χάι εστιατόριο και ο sommelier μάλιστα υπερθεμάτιζε ότι είναι μια φοβερή ποικιλία. Εμείς τώρα το ανακαλύπτουμε το Βηδιανό στην Ελλάδα, τα τελευταία 2 χρόνια. Έχουν φτάσει έξω, έχουν κάνει δουλειά οι παραγωγοί, μόνοι τους. Η ελληνική αγορά από μόνη της είναι μικρή για να στηρίξει το κρασί. Και σας λέω για μένα η κακοδαιμονία είναι η αντίληψη του Έλληνα για το σπιτικό, το χύμα. Σταματάνε στο δρόμο και αγοράζουν από τις γριές μέλια, χυλοπίτες, που δεν ξέρουν πώς έχουν φτιαχτεί. Το λάδι το χύμα, μια απίστευτη ιστορία και το ίδιο με το κρασί το χύμα, το αγνό του παππού μου. Δηλαδή, το άλλο γιατί δεν είναι αγνό; Βάζουν χημικά! Δε βάζουν χημικά στο κρασί, δηλαδή, θα το πω για μια χιλιοστή φορά, και παρακαλώ τονίστε το: δε βάζουν χημικά στο κρασί.

Περιέχουν θειώδη. Το θειώδες τρομάζει.

Το θειώδες είναι κάτι που υπάρχει σε όλα τα κρασιά του κόσμου. Δεν υπάρχει, δεν έχει βρεθεί κάτι να αντικαταστήσει το θειώδες, Κάποιοι βιοδυναμικοί, φτιάχνουν κρασιά που δε συντηρούνται. Κι αν κάποιος καταφέρνει να έχει χίλια μπουκάλια -που τα κάνει, δεν ξέρω κι εγώ τι- αυτό δεν είναι ένα εμπορικό κρασί. Δε φτάνει στις αγορές.

Οι παππούδες που πηγαίνουν στα οινολογικά εργαστήρια και παίρνουν τα άσπρα φακελάκια, δεν ξέρουν τι έχει μέσα. Εγώ δεν πίνω ποτέ χύμα κρασί.

Άρα θειώδη έχει και το «σπιτικό», το «αγνό».

Το σπιτικό μπορεί να έχει πολύ χειρότερα θειώδη. Οι παππούδες που πηγαίνουν στα οινολογικά εργαστήρια και παίρνουν τα άσπρα φακελάκια, δεν ξέρουν τι έχει μέσα. Εγώ δεν πίνω ποτέ χύμα κρασί. Από το να μπαίνει ο καθένας στον μπελά να φτιάξει δικό του κρασί, ας πιει κάτι άλλο, υπάρχουν τόσα ωραία κρασιά. Ακόμα και σε ασκό, έναν επώνυμο ασκό. Να μη λέμε και υπερβολές, από το χύμα να περάσεις σε ένα καλό εμφιαλωμένο. Πάρε έναν επώνυμο ασκό. Και αυτό πρέπει να το κάνουν και οι εστιάτορες που λένε ότι έχουνε κρασί δικό τους. Πρέπει να σου λένε: «Έχω ασκό της Παπαδοπούλου». Εμένα, όποτε μου το έχουν πει, λέω: «Πολύ ωραία, φέρτο!». Γιατί ασκό κάνουν όλοι σχεδόν οι παραγωγοί. Πρέπει να είναι ελάχιστοι αυτοί που δεν κάνουν ασκό. Πρέπει να αναζητάμε την υπογραφή. Τα ελληνικά προϊόντα θα πάνε μπροστά, όταν ζητάμε την υπογραφή. Επώνυμα προϊόντα, επώνυμα λάδια, επώνυμα τυριά. Είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα. Και να μάθουμε ότι το κρασί είναι συμπλήρωμα του φαγητού.

Το κρασί πρέπει να συνοδεύει απόλυτα το φαγητό, ή θα μπορούσε να αντικαταστήσει και ένα ποτό απογευματινό, βραδινό;

Σαφώς! Αλλά το κρασί είναι φτιαγμένο για να συνοδεύει φαγητό. Για αυτό και θα δείτε ότι τα μεγάλα κρασιά δεν μπορείς να τα πιεις έτσι. Τα μεγάλα κρασιά είναι φτιαγμένα για να σερβίρονται με φαγητό. Κάναμε κάποτε μια γευστική δοκιμή στον Οινοχόο για το χριστουγεννιάτικο τεύχος και δοκιμάσαμε κάποια κόκκινα κρασιά. Τα δοκιμάσαμε σκέτα, ακριβώς γιατί ήθελα να δω αυτό το πράγμα και μετά τα δοκιμάσαμε με ένα χριστουγεννιάτικο γεύμα. Αν σας πω ότι ανετράπησαν οι βαθμολογίες! Τα κρασιά που πινόντουσαν ευχάριστα σκέτα, σε μια γευστική δοκιμή, όπου δεν τα συνοδεύεις με κάτι, κοντράρανε πολύ με το φαί, ενώ τα κρασιά που ήταν έτσι πιο ταννικά, πιο δύσκολα σκέτα, με το λιπάκι της γαλοπούλας και τη γέμιση, απογειώθηκαν! Για απεριτίφ μπορείς να πιείς ένα ωραίο αφρώδες ελληνικό, που έχουμε κάνει αγγέλους στα αφρώδη, ή ένα ωραίο ροζέ. Η νίκη του κρασιού απέναντι στο σκληρό ποτό φαίνεται μέσα από την άνθιση των winebar.

Δεν δυσκολεύει στο συνοδευτικό; Δεν μπορείς να πιεις ένα κρασί με πατατάκια.

Τα καλά wine bar δε βγάζουν πατατάκια. Αν είναι ένα μπαρ που έχει εξειδίκευση στο gin και κάνει cocktail με gin κι εσύ πας να ζητήσεις ένα ποτήρι κρασί, δεν είναι υποχρεωμένος να σου έχει κάτι για το κρασί, γιατί ξέρεις που πας. Αν θες να πιεις κρασί, όπως πρέπει, θα πας σε ένα winebar. Τώρα στα μπαρ τα άλλα, όπου υπάρχουν αυτοί οι εξαιρετικοί bartender που φτιάχνουν αγγέλους, εντάξει, δεν μπορώ να περιμένω ότι θα έχει το κατάλληλο συνοδευτικό για ένα κρασί. Άλλωστε το κρασί δεν έχει σκοπό να εξαφανίσει τα σκληρά ποτά.

Μοιραστείτε:  

Tags: