Ελένη Καλλία

θέλω να μάθω περισσότερα για σας

Ελένη Καλλία, φωτογραφία: Δημήτρης Τσουμπλέκας

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική και αργότερα στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη. Έπαιξε πρώτους ρόλους δίπλα στον Μάνο Κατράκη, τον Πέτρο Φυσούν, την Άννα Συνοδικού, τον Μίμη Φωτόπουλο, τον Νίκο Χατζίκο και συμμετείχε σε παραγωγές του Σπύρου Ευαγγελάτου στο Εθνικό Θέατρο. Εργάστηκε ως παραγωγός, σεναριογράφος και παρουσιάστρια σε ένα μεγάλο αριθμό εκπομπών σε ραδιόφωνο και τηλεόραση, ενώ έπαιξε και σε πολλά σίριαλ: «Λίστα γάμου» 2003, «Μετράω στιγμές» 2004, «Μου λείπεις» 2005, «Singles» 2006-2007 και «Εξαφάνιση» 2008-2009. Aπό το 1980 αρθρογραφεί στον «Ταχυδρόμο», στη «Γυναίκα», στο «MEN», στα «Θεατρικά». Στα βιβλιοπωλεία θα βρείτε τα βιβλία της: «Θέλω να μάθω περισσότερα για σας», «Η ζωή ενός θεάτρου είναι σαν παραμύθι», «Τα φωτισμένα παράθυρα διηγούνται ιστορίες» (Κρατικό βραβείο 1999), «Οι δέκα λέξεις», «Η ρητορική τέχνη στη καθημερινή ζωή». Από το 1997 έχει την ευθύνη των μαθημάτων Τέχνης και Τεχνικής του Προφορικού Λόγου που διεξάγονται στην αίθουσα διαλέξεων της ΔΕΠΑΧ.

Μια αναφορά στη Χαλκίδα, σαν αφετηρία;

Από τη Χαλκίδα κατάγεται και η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Εγώ δεν έζησα ποτέ εκεί, ερχόμουν μόνο τα καλοκαίρια. Εδώ και 13 χρόνια έρχομαι και το χειμώνα, γιατί έχω τη σχολή. Έχω και πολλούς φίλους. Για μένα η Χαλκίδα είναι τόπος αναφοράς.

Αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια;

Βέβαια, πολλά καλοκαίρια. Θυμάμαι μάλιστα πως όταν πρωτοήρθα, ήμουν δύο-τριών ετών, ξετρελάθηκα με τη θάλασσα. Έλεγα «αχ, Χαλκίδα μου, έλα στην Αθήνα»…

Έχετε συγγενείς, φίλους…

Όταν πηγαίναμε τότε, μέναμε σε μια θεία μου. Όμως το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μου ηλικίας ταξιδεύαμε, επειδή ο πατέρας μου ήταν νομάρχης. Δεν μπορούσαμε να έρθουμε στη Χαλκίδα, γιατί τότε οι νομάρχες ήταν διορισμένοι και δεν επιτρεπόταν να είναι στην πατρίδα τους. Έζησα στο Ναύπλιο, στην Κόρινθο, στην Κρήτη, στην Κατερίνη. Όταν τελειώσαμε όλες αυτές τις περιοδείες και ήρθα 12 χρονών στη Χαλκίδα, μ’ άρεσε πάρα πολύ που βρήκα συγγενείς. Έχω τώρα πολύ καλούς φίλους, που είναι σαν οικογένεια.

Μιλήστε μας για την πρώτη σας θεατρική εμπειρία…

Το θέατρο με είχε ενθουσιάσει από 7 χρονών, όταν ο πατέρας μου ήταν νομάρχης στο Ναύπλιο. Μόλις είχαν αρχίσει τα Επιδαύρια, δυο-τρία χρόνια, και ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα θέατρο – τη Συνοδινού στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Τρελάθηκα! Έλεγα πως αυτό θέλω να γίνω, και το εννοούσα. Η γοητεία που μου ασκούσε όλη αυτή η ιστορία ήταν απίστευτη. Το καταπληκτικό είναι ότι στο θέατρο βγήκα με τη Συνοδινού.

Άρα το θέατρο φάνηκε να σας κερδίζει από πολύ νωρίς. Και η νομική; Μάλλον δεν σας ενδιέφερε και τόσο…

Στη νομική πήγα γιατί αντιμετώπιζα μεγάλη αντίδραση στο να βγω στο θέατρο. Μ’ άρεσε σαν επιστήμη, έδωσα εξετάσεις και πέρασα – κι άμα κάνω κάτι το κάνω σοβαρά. Αλλά δεν υπήρχε σύγκριση με την αγάπη που είχα για το θέατρο. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν μπήκα στο δίλημμα να γίνω δικηγόρος ή ηθοποιός.

Στην πορεία σας στο θέατρο, ήδη από την εποχή των σπουδών σας, ήρθατε σε επαφή με κάποιους σημαντικούς δασκάλους από το χώρο του θεάματος.

Πράγματι, οι δάσκαλοι που υπήρξαν σημαντικοί ήταν από το χώρο του θεάτρου. Ο Πέλος Κατσέλης, δάσκαλός μου στη δραματική σχολή, με επηρέασε πάρα πολύ, όπως και αργότερα όλοι οι άνθρωποι που δούλεψα μαζί τους – η Συνοδινού, ο Φωτόπουλος, ο Κατράκης. Δεν ήταν μόνο η γνώση του θεάτρου, της τεχνικής ή της θεατρικής πράξης, για μένα ήταν μαθήματα ζωής. Άνθρωποι σαν την Αλέκα Κατσέλη είχαν πολύ έντονη προσωπικότητα, είχαν οράματα, δύναμη, ήταν πραγματικά πολύ σημαντικές προσωπικότητες.

Ξεκινήσατε με τη νομική για να βρεθείτε στο θέατρο, αλλά η πορεία σας παρέκκλινε και σε άλλους χώρους.

Έκανα 10 χρόνια θέατρο, με τον Κατράκη, με τον Ευαγγελάτο στο Εθνικό, με τη Συνοδινού, την Έλσα Βεργή, τον Νίκο Χατζίσκο και τον Νικηφοράκη, την Αναλυτή και τον Ρηγόπουλο, τον Πέτρο Φυσσούν. Όταν γέννησα την κόρη μου ήθελα τα πρώτα χρόνια να μη λείπω τα βράδια, ούτε να φεύγω περιοδεία, και σταμάτησα. Αλλά η μακρά απουσία είναι κάτι που δεν μπορείς να το διαχειριστείς εύκολα, απομακρύνεσαι… Έτσι άρχισα να ασχολούμαι κυρίως με τη δημοσιογραφία και το γράψιμο. Έκανα δημοσιογραφικές εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, έγραψα αυτά τα 5 βιβλία, δούλευα με ωράριο κανονικό. Είχα δική μου στήλη στη «Γυναίκα» και αρθρογραφούσα στον «Ταχυδρόμο», στα «Θεατρικά», στη «Λήκυθο», στο “Men”. Έκανα σταθερά ραδιοφωνικές εκπομπές και τηλεοπτικές που είχαν θέματα σχετικά με την τέχνη αλλά και κοινωνικά, ενώ από το 2003 ασχολήθηκα ξανά με την ηθοποιία κυρίως μέσω της τηλεόραση.

Όπου εκεί σας βοήθησαν τα θεατρικά σας πεπραγμένα ή ήταν περισσότερο το ότι είχατε μείνει κοντά στο θέατρο αρθρογραφώντας και δεν είχατε χάσει την επαφή;

Αρθρογραφούσα, αλλά αν εξαιρέσουμε τα «Θεατρικά», που ήταν κάποια συγκεκριμένα άρθρα, δεν έκανα κριτική καθόλου, ούτε ενημερωτικά καλλιτεχνικά. Έκανα κάποια καλλιτεχνικά θέματα, όπως για παράδειγμα την ιστορία του Εθνικού Θεάτρου, στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Κυρίως όμως έκανα κοινωνικά θέματα, που είχαν κάποια σχέση με το θέατρο και τη λογοτεχνία. Για παράδειγμα, θυμάμαι μια σειρά εκπομπών για τη γυναίκα και τη βία, με συνεντεύξεις από κοινωνιολόγους και ψυχολόγους, που εξέταζε όμως την πορεία της γυναίκας και
τη βία που της έχει ασκηθεί μέσα από τη λογοτεχνία, την ποίηση και το θέατρο.

Και η σχέση σας με τη διδασκαλία πότε ξεκινάει;

Από το ’95 άρχισα να διδάσκω στο θεατρικό εργαστήρι του Δήμου Καλλιθέας, σε ερασιτέχνες, δραματολογία και θέατρο. Κάνουμε μάλιστα και παραστάσεις στο τέλος της χρονιάς. Από το ’97 ξεκίνησε και η Σχολή Τέχνης και Τεχνικής του Προφορικού Λόγου στη Χαλκίδα. Στο μεταξύ έκανα αντίστοιχα σεμινάρια και στο νομό του Έβρου, στο Σουφλί, το Διδυμότειχο, τη Σαμοθράκη, μέσα από ένα πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και σε κάποιους δήμους της Αττικής και στην Ερέτρια. Βάση μου όμως είναι η Χαλκίδα.

Ο στόχος μας δεν είναι μόνο να μάθεις έτσι έξυπνα να έχεις έναν αντίλογο, αυτό που λένε debate, αλλά να μπορείς πράγματι να εκφράσεις αυτό που σκέφτεσαι, αυτό που νιώθεις, και μάλιστα ο καθένας με το δικό του τρόπο

Μέσα από όλα αυτά που έχετε κάνει, και έχετε κάνει πολλά, έχοντας περπατήσει στο χώρο της τέχνης, νιώθετε πως έχετε αφήσει κάποια κενά, πράγματα που θα θέλατε να είχατε κάνει;

Βέβαια. Υπάρχουν πράγματα, παραδείγματος χάρη, που θέλω πάρα πολύ να γράψω. Και ελπίζω ότι θα μου δοθεί η ευκαιρία να τα ολοκληρώσω – τουλάχιστον αυτά που έχω στο νου μου. Όπως επίσης υπάρχουν ρόλοι που θα ήθελα να παίξω. Αυτή η διαδικασία της μεταμόρφωσης, του να παριστάνεις και να πλάθεις, με συμπληρώνει υπαρξιακά. Ο ηθοποιός φτιάχνει ήθος. Βεβαίως όλοι, όταν ξεκινήσαμε, θέλαμε να παίξουμε τους μεγάλους κλασικούς ρόλους, πάνω στους οποίους μαθαίνεις να περπατάς μέσα στο χώρο του θεάτρου. Αλλά πέρα από αυτό οτιδήποτε κι αν παίζω, έχοντας κάνει μια επιλογή βέβαια, νιώθω τόσο ευτυχισμένη, που μετά σκέφτομαι μήπως είμαι αφελής.

Δεν είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία;

Καθόλου. Αντιθέτως. Είναι λυτρωτική. Στο θέατρο μάλιστα γίνεται με πολύ καλύτερο τρόπο, γιατί εκεί έχεις ένα ολοκληρωμένο έργο. Κάνεις πρόβες για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορείς να εμβαθύνεις, δουλεύεις το χαρακτήρα, υπάρχει μια συνέχεια, αρχή – μέση – τέλος. Και βέβαια, η επαφή με το κοινό είναι μια άλλη πάρα πολύ σημαντική διαδικασία. Στην τηλεόραση τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά, δεν είναι ότι είναι πρόχειρη, έχει όμως αυτό το αποσπασματικό, που είναι και πιο τεχνικό. Έχει όμως κι αυτή τη γοητεία της. Όταν έχει πάει καλά και αισθάνομαι πως μια σκηνή έχει βγει ωραία, νιώθω πάρα πολύ ευτυχισμένη. Σας λέω, μπορεί να είμαι αφελής. Έρευνες γίνονται!

Οπότε μέσα από την υποκριτική ένας ηθοποιός δουλεύει τις εσωτερικές του αναζητήσεις…

Σίγουρα. Όταν είναι νέοι πολλοί ενθουσιάζονται από το ότι θα γίνουν γνωστοί, πιστεύουν ότι μπορεί να βγάλουν χρήματα. Αλλά όποιος παραμένει σε αυτή τη δουλειά, σημαίνει ότι το έχει υπαρξιακά ανάγκη. Πέρα από το πού μπορεί να φτάσει…

Έχοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα της πορείας σας, σε ποια σημεία θα επιλέγατε να αναφερθείτε ως τα πιο σημαντικά;

Τα τελευταία χρόνια που έκανα θέατρο έπαιξα πολύ σημαντικούς ρόλους, πλάι στον Κατράκη, στους «Τελευταίους» του Γκόρκι, μετά με τον Φυσσούν στο «Ιβάν Ιβάνοβιτς», στην «Επικίνδυνη στροφή» του Πρίστλεϊ με τον Χατζίσκο. Μια άλλη πολύ σημαντική θεατρική στιγμή, χωρίς να είναι ο ρόλος μεγάλος, ήταν όταν έπαιξα στην Επίδαυρο. Στο χορό με το Εθνικό Θέατρο, με τον Ευαγγελάτο στον «Ιππόλυτο» και στην «Ηλέκτρα». Υπάρχει μια πραγματική μαγεία σ’ αυτόν το χώρο, οι πρόβες τη νύχτα είναι από αυτά που λένε πως θυμάσαι πριν πεθάνεις. Αλλά και τα βιβλία έχουν μια δική τους, καταπληκτική γοητεία, καθώς όταν γράφεις είναι σαν να ζεις μια ερωτική διαπροσωπική σχέση, στην οποία επίσης ευτυχώ – εδώ όμως δεν φαντάζομαι πως είμαι αφελής. Αρκεί να μην υπάρξει κάτι που να σε παρασύρει έξω από αυτήν. Για παράδειγμα, το βιβλίο για τη ρητορική το έγραψα μετά από πέντε χρόνια που είχα τη σχολή. Είχα σκεφτεί ότι θα γράφω παράλληλα με τα μαθήματα. Λάθος. Γιατί άλλη διάταξη έχει το βιβλίο και τελείως άλλο πράγμα είναι το ζωντανό μάθημα. Κάτι πήγαινε λάθος, το ένιωθα. Κάθε φορά που πήγαινα στο μάθημα πάθαινα ίλιγγο, τάση για εμετό, νόμισα ότι έχω ίωση. Κι όταν πήγαινα να γράψω, δεν έβγαινε. Είχα μπλοκάρει. Το καλοκαίρι δεν πήγα διακοπές, κάθισα δυο μήνες και το τέλειωσα. Κι ενώ επρόκειτο για ένα βιβλίο που δεν είναι μυθιστόρημα, αυτή η ζεστασιά της συγγραφής, που συγγενεύει με την ανθρώπινη επαφή, ήταν απολύτως η ίδια. Είναι πραγματικά πολύ ωραίες οι στιγμές που κανείς στέκεται να γράψει ένα βιβλίο – όσο τρομακτικές κι αν είναι όταν το ξεκινάς. Ωραίες στιγμές, όμως, έχω βιώσει και στη σχολή. Μπορώ να πω ότι ήταν πιο σημαντικές στην αρχή, όταν ψαχνόμασταν για το πώς θα διαμορφωθεί. Υπήρχε μεγαλύτερη συμμετοχή –συναισθηματική– από μένα και από τους μαθητές. Τώρα τα πράγματα είναι πιο δεδομένα. Υπάρχει το βιβλίο, όλα γίνονται σε πιο κανονικές εντάσεις. Βέβαια, το όλο εγχείρημα λειτουργεί πιο σωστά τώρα.

Εγώ θα συμπλήρωνα σε αυτές τις στιγμές κι εκείνη την πρώτη σας επαφή με το θέατρο στην Επίδαυρο ή τη στιγμή που καταλήξατε ότι θα ασχοληθείτε με το θέατρο.

Ηταν πράγματι καθοριστικές… Όταν αποφάσισα πια ότι δεν θα κάνω θέατρο και είχα μπει στη Νομική, υπήρχε πολλή ένταση στην οικογένεια… Αλλά και κάποιοι φίλοι μου, συνομήλικοι, επέμεναν ότι το θέατρο θα με απομακρύνει από τους φίλους μου, από τη ζωή μου, ότι δεν θα μπορώ να κάνω οικογένεια. Πάνω απ’ όλα ήταν ένας διάχυτος φόβος ότι πας να κάνεις κάτι έξω από τα καθιερωμένα. Στο γυμνάσιο, θυμάμαι, σε μια τάξη μεγαλύτερη από μένα πήγαινε η Άννα Γεραλή, η οποία στο μεταξύ είχε γίνει ηθοποιός. Είχα πάει να τη δω σε μια παράσταση που έπαιζε και, πηγαίνοντας για τα καμαρίνια, έπρεπε να περάσω από τη σκηνή. Τη στιγμή εκείνη νόμισα ότι έπαθα ηλεκτροπληξία, σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Τέτοια ήταν η έντασή μου. Τότε ήταν που αποφάσισα πως, δεν υπάρχει περίπτωση, θα ασχοληθώ με το θέατρο. Κι ενώ τελείωνα τη νομική, το πτυχίο τελικά το πήρα όσο ήμουν στη δραματική σχολή.

Σχετικά με τη σχολή στη Χαλκίδα… Κατ’ αρχήν, πιστεύετε πως υπάρχει ρητορική στην καθημερινότητα;

Κοιτάξτε, όπου υπάρχει είναι πολύ σημαντική. Aναμφισβήτητα τώρα οι άνθρωποι μιλάνε πιο ασύντακτα, με λιγότερες λέξεις. Ο λόγος δεν είναι κάτι που βοηθιούνται να αναπτύξουν γιατί αυτά που ακούνε δεν είναι σωστά, ούτε μιλάνε αρκετά μεταξύ τους. Θυμάμαι ότι εμείς στο τραπέζι μιλούσαμε, ο πατέρας μου μας μιλούσε για τη δουλειά του, κάναμε συζητήσεις, τρώγαμε όλοι μαζί! Σήμερα δεν υπάρχουν κάποιες στιγμές δεδομένες, που να βρίσκεται η οικογένεια και να συζητάει. Και ενώ οι νέοι γονείς νοιάζονται πολύ για τα παιδιά τους, τα τρέχουν από δω κι από κει, δεν μιλάνε μεταξύ τους – πέρα από «διάβασε – δεν διάβασες», «σε πάω στην πισίνα», «σε πάω στα γαλλικά», «στο μπαλέτο», κι όλο αυτό το πήγαινε-έλα στο
δρόμο. Αυτό που δουλεύουμε κυρίως στη σχολή είναι ο αποτελεσματικός λόγος. Είτε αυτό σημαίνει να διεκδικήσεις κάτι, ακόμα και σε διάλογο, είτε να συγκινήσεις, να πείσεις, να διδάξεις, να κάνεις μια ομιλία σε μεικτό ακροατήριο, να παρουσιάσεις τη δουλειά σου, οτιδήποτε απαιτεί να εκφραστείς, να πεις αυτό που θέλεις. Ο στόχος μας δεν είναι μόνο να μάθεις έτσι έξυπνα να έχεις έναν αντίλογο, αυτό που λένε debate, αλλά να μπορείς πράγματι να εκφράσεις αυτό που σκέφτεσαι, αυτό που νιώθεις, και μάλιστα ο καθένας με το δικό του τρόπο. Σε αυτό δίνω πολύ μεγάλη σημασία. Δεν διδάσκουμε έναν τρόπο ομιλίας, αλλά ανάλογα με αυτό που είναι ο καθένας να μάθει να αρθρώνει ένα λόγο, να αναπτύσσει τα προτερήματά του και να μειώνει, να ελαχιστοποιεί, τις ατέλειές του. Γι’ αυτό και αφορά τον καθένα.

Αυτό που βλέπουμε σήμερα στην τηλεόραση είναι πως δεν υπάρχουν πλέον άνθρωποι που ακούνε…

Το να ακούει κανείς είναι απαραίτητο, αλλά αυτό που ακούμε στην τηλεόραση είναι ο χείριστος λόγος. Μιλάει ο ένας πάνω στον άλλον, όλοι λένε αυτό που έχουν έτοιμο από πριν… Νομίζω ότι ο λόγος αυτός έχει κουράσει πάρα πολύ πια. Είναι όλα τόσο προβλέψιμα, δεν υπάρχει καμία έκπληξη, ξέρεις από πριν ο καθένας τι θα πει. Έχει μεγάλη σημασία το να μπορεί
κανείς να επιχειρηματολογήσει, να δευτερολογήσει με συνέπεια, με εντιμότητα, να ξέρει πώς θα δομήσει την πρότασή του, πώς θα χρησιμοποιήσει τις λέξεις, πόσο θα τις αφήσει να αναπνεύσουν. Γιατί και οι λέξεις, άμα τις πούμε γρήγορα και πιεσμένα, χάνουν το νόημα και τη δύναμή τους.

Στο βιβλίο σας «Οι δέκα λέξεις που θεμελίωσαν τον δυτικό πολιτισμό» καταλαβαίνει κανείς πως ο πολιτισμός δημιουργήθηκε, αναπτύχθηκε, εκφράστηκε με δέκα λέξεις που έχουν ρίζα ελληνική…

Δεν έχουν μόνο ρίζα ελληνική, πρόκειται για δέκα λέξεις ελληνικές που είναι αμετάφραστες. Χρησιμοποιούνται σε όλο το δυτικό κόσμο. Το eros είναι έρως, δεν είναι αγάπη, δεν είναι love, το χρησιμοποιεί και ο Φρόιντ. Το chaos είναι το χάος… Πρόκειται για λέξεις που δεν μεταφράστηκαν ποτέ, χρησιμοποιήθηκαν έτσι και ουσιαστικά σε αυτές στηρίζεται ο δυτικός πολιτισμός.

Και ο δικός μας, ο σύγχρονος πολιτισμός βασίζεται αντίστοιχα σε… ξένες λέξεις;

Κοιτάξτε, όπου έχει αναπτυχθεί κάτι φέρνει μαζί του τις ανάλογες λέξεις, όπως για παράδειγμα ο τεχνικός πολιτισμός…

Ναι, εμείς όμως έχουμε το «ηλεκτρονικός υπολογιστής». Το αρχαιοελληνικό ήλεκτρον έγινε «ηλεκτρονικός»… και μετά κομπιούτερ.

Δεν τα φτιάξαμε εδώ τα κομπιούτερ, οι λέξεις αυτές έρχονται ακριβώς από εκεί που φτιάχτηκαν. Όπως ό,τι έφυγε από μας έχει πάρει και τις λέξεις του μαζί. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής λέγεται κομπιούτερ σε όλο τον κόσμο. Αυτό μπορώ να το καταλάβω πολύ περισσότερο από μια ανάγκη που είχαν στην προηγούμενη γενιά να χρησιμοποιούμε γαλλικές λέξεις
εκεί που μιλούσαμε, όπως και αγγλικές – αυτό ήταν κάτι ξένο και επίκτητο. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν σήμερα δεν είναι λέξεις του σαλονιού, είναι της τεχνολογίας, το θεωρώ λογικό. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ότι τα παιδιά ασχολούνται όλη την ώρα με τις οθόνες και τα μηνύματα στα κινητά, ότι έχει φτωχύνει το λεξιλόγιό τους. Αλλά το να λες κομπιούτερ τον ηλεκτρονικό υπολογιστή…

Σχετικά τώρα με την καθημερινότητα. Πώς την αντιμετωπίζετε με αυτά που βλέπετε καθημερινά, τώρα που ο κόσμος έχει γίνει πιο απαιτητικός…

Γενικά έχω μια ηρεμία. Ως επί το πλείστον η μέρα μου είναι οργανωμένη. Ωστόσο δεν με κυνηγάει πια η καθημερινότητα, επειδή τώρα μόνο δουλεύω –ήταν διαφορετικά όταν μεγάλωνα την κόρη μου– κι έτσι είμαι πολύ πιο χαλαρή. Προσπαθώ να μην πέφτουν όλα μαζί –που μερικές φορές πέφτουν, και γύρισμα και μάθημα στη Χαλκίδα– κι έχω ρυθμίσει έτσι τη ζωή μου, όπως άλλωστε έκανα πάντα, ώστε να έχω ώρες που μελετάω. Και δεν λέω διαβάζω, αλλά μελετάω. Είναι κάτι σημαντικό για την ισορροπία μου και με ευχαριστεί πολύ. Εκτός από λογοτεχνία, ποίηση κι αυτά που έτσι κι αλλιώς διαβάζω, υπάρχουν μέσα στο χρόνο τρία-τέσσερα βιβλία που θα τα μελετήσω – έχω μάλιστα το σύνδρομο της μαθήτριας, χρησιμοποιώ τετραδιάκια, υπογραμμίζω, κρατώ σημειώσεις… Βέβαια δεν είμαι πολύ κοινωνική, αυτό είναι σημαντικό, γι’ αυτό έχω τόσες ώρες…

Αυτό το φαινόμενο που είδαμε τελευταία, η διαμαρτυρία κάποιων σπουδαστών δραματικών σχολών και άλλων κοινωνικών ομάδων, αλλά ως επί το πλείστον νεαρών, που πήγαν σε θέατρα, σε παραστάσεις, και αναρτήσανε πανό σχετικά με τη δολοφονία του νεαρού…

Η δολοφονία αυτού του παιδιού έφερε τέτοια αναστάτωση, που νομίζω ότι αφυπνίστηκε μια ολόκληρη γενιά, η οποία ήταν στον υπολογιστή, σαν να ζούσε σε έναν κόσμο τεχνητό… Αυτό που συνέβη ήταν μια βίαιη αφύπνιση. Βγήκαν στο δρόμο ψάχνοντας τι είναι αυτό που ζητάνε… Ήταν φυσικό να γίνουνε διάφορα πράγματα, και δεν μπορείς να τα κρίνεις ένα-ένα.

Γενικά, πιστεύετε πως θα προκύψει κάτι θετικό από όλη αυτή την αντίδραση;

Εμένα μου έκανε εντύπωση ότι άκουσα κάποιες φορές στην τηλεόραση νέα παιδιά από καταλήψεις να μιλάνε με ουσιαστικό, προσωπικό λόγο και να λένε πολύ σοβαρά πράγματα. Διότι πριν από αυτό το γεγονός, όσες φορές είχα ακούσει παιδιά από νεολαίες ήταν κάτι πολύ θλιβερό. Ήταν πανομοιότυπα του κόμματος στο οποίο ανήκαν. Δεν χρειαζόταν να ακούσεις τι λένε, από τον τρόπο που μιλούσαν καταλάβαινες που ανήκαν.

Ίσως όμως αυτό οφείλεται στο ότι αυτά τα παιδιά βρήκαν βήμα. Όχι ότι ξαφνικά απόκτησαν αυτή την ακρίβεια για να εκφραστούν…

Αυτό που εγώ είδα ήταν παιδιά να αρθρώνουν ένα λόγο σοβαρό, ίσως σοβαρότερο από ό,τι περίμενες για την ηλικία τους. Διότι πια τα πράγματα είναι δύσκολα πολύ.

Η γενιά των γονιών τους πολέμησε για κάποια πράγματα και διεκδίκησε κάποια άλλα. Υπάρχει η άποψη ότι τα παιδιά της γενιάς αυτής τα βρήκαν κάπως έτοιμα, ότι έμοιαζαν σαν να ζουν σε θερμοκήπιο και να μην ξέρουν τι συμβαίνει γύρω τους.

Είναι περίεργο το πώς ζούμε οι άνθρωποι και τι μεταφέρουμε στα παιδιά μας. Πολλές φορές βλέπεις ανθρώπους να ζούνε με έναν τρόπο «σωστό», αλλά αυτό γίνεται από κεκτημένη ταχύτητα και σχετίζεται με τις συγκυρίες και την οικογένεια από την οποία προήλθαν. Τελικά είναι κάτι άλλο όμως αυτό το οποίο επιθυμούν και που μεταδίδουν στα παιδιά τους. Πάντως, όλοι μας χρειάζεται να έχουμε μεγάλη αντοχή για να διατηρούμε και την ιδιαιτερότητά μας μέσα στην καθημερινή πάλη.

Η οποία πλέον έχει γίνει αδυσώπητη.

Δεν είναι μόνο ότι οι άνθρωποι δουλεύουν πολλές ώρες, πάντοτε δούλευαν πολύ. Αλλά ίσως παλιότερα μπορούσαν κάπως περισσότερο να ελέγχουν τη ζωή τους, ήταν πιο ολοκληρωμένοι. Ήταν ο ράφτης, που έραβε το ρούχο, και είχε συνολική σχέση με το αντικείμενό του. Τώρα η εργασία είναι αποσπασματική, γρήγορη, και λίγοι είναι εκείνοι που χαίρονται ολοκληρωμένα αυτό που κάνουν. Λέω, λοιπόν, πως είναι πολύ σημαντικό να χαίρεσαι τη δουλειά σου. Έχουμε καταλήξει πια να χαιρόμαστε μόνο τις διακοπές και τα Σαββατοκύριακα. Είναι τόσο φορτισμένες αυτές οι δύο μέρες… Εάν όλη την εβδομάδα περιμένεις αυτές, δεν μπορείς να χαρείς. Έχει τεράστια σημασία η καθημερινότητα. Εάν η καθημερινότητα δεν σε ικανοποιεί, όσο κι αν σε κουράζει, αν δεν νιώθεις μια ευχαρίστηση για οποιοδήποτε λόγο μέσα σ’ αυτήν, δεν είναι δυνατό να αισθανθείς ότι «πραγματικά χαίρεσαι τη ζωή σου».

Μοιραστείτε:  

Tags: