Γιάννης Κατσάνος
- Συντάκτης Αντώνης Παναγιωτόπουλος-Πιπεριάν
μαθήματα μνήμης
Ο Γιάννης Κατσάνος ξεκίνησε από την Αθήνα, σπούδασε φιλόλογος στην Κρήτη, πήγε για μεταπτυχιακό στη Σορβόννη, σπούδασε στη σχολή του Σταυράκου και βρέθηκε στη Ρόδο να ανεβάζει παραστάσεις με μαθητές του σχολείου ενώ παράλληλα ήταν μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής του ΔΗΠΕΘΕ. Στη Χαλκίδα ιδρύει μια Πολιτιστική Ομάδα με διακρίσεις, ανεβάζει παραστάσεις που ακόμα συζητιούνται και ξαναφεύγει για Γαλλία. Εργάζεται εκεί για έξι χρόνια σε Μασσαλία και Λυών και αποφασίζει να έρθει ξανά στη Χαλκίδα. Σαν καθηγητής του 4ου Λυκείου «ευθύνεται» για μια σχολική ταινία που θα συμμετάσχει στο 10ο διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Maremetraggio στην Τεργέστη και για την συγκλονιστική παράσταση με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ρίτσου.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τα παιδικά σας χρόνια, πώς δόθηκαν κάποιες αφορμές και εναύσματα…
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Έφυγα 17 χρονών και δεν ξαναγύρισα για να ζήσω εκεί. Την αγαπώ την Αθήνα, αλλά από ένα σημείο και μετά έγινε αβίωτη. Στη ζωή μου υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι με καθόρισαν στους προσανατολισμούς και στη σκέψη μου, κι αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους γονείς και τους καθηγητές μου. Ήδη στο σχολείο έτυχε να έχω δυο-τρεις καθηγητές οι οποίοι μου έδωσαν το έναυσμα να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία και τη φιλολογία, και να γίνω τελικά φιλόλογος. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κι άλλα ενδιαφέροντα και μας μιλούσαν για πολλά πράγματα στην τάξη. Ήταν και οι εποχές δύσκολες, καθώς ένα κομμάτι των γυμνασιακών μου σπουδών συνέπεσε με τα χρόνια της δικτατορίας. Το σχολείο στο οποίο πήγαινα, το 2ο Λύκειο Αρρένων του Ζωγράφου, ήταν από τα προοδευτικά της Αθήνας. Κι όπως φαίνεται, στα δύσκολα ξεχωρίζει ποιος είναι αυτός που έχει κάτι να πει και ποιος δεν λέει τίποτα και απλώς ζητάει την ησυχία του. Σε τέτοιους καιρούς λοιπόν υπήρξαν άνθρωποι που με εντυπωσίασαν, όπως ο φιλόλογος Νίκος Μπαζιάνας, ο οποίος άλλαξε τον προσανατολισμό μου προς τη φιλολογία, καθώς λόγω οικογενειακής παράδοσης προοριζόμουν να γίνω γιατρός. Ήδη από τότε βέβαια με ενδιέφεραν η σκηνοθεσία και ο κινηματογράφος, πράγμα το οποίο οφειλόταν επίσης σε έναν καθηγητή μου.
Ακολούθησαν τα χρόνια των σπουδών σας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης…
Ήταν ένα σπουδαίο πανεπιστήμιο την εποχή εκείνη. Σας λέω μόνο πως ήμασταν 120 φοιτητές και 60 καθηγητές, η αναλογία δηλαδή ήταν ένας καθηγητής για δύο φοιτητές. Όσο για το επίπεδο των καθηγητών, αναφέρω μερικά ονόματα: Νίκος Σβορώνος, Νάσος Βαγενάς, Μάριο Βίτι, Γρηγόρης Σηφάκης και πολλοί άλλοι. Είχα λοιπόν την ευτυχία να έχω πολύ καλούς καθηγητές και να γνωρίσω πραγματικά αξιόλογους ανθρώπους που είχαν έρθει από το εξωτερικό, Έλληνες κυρίως, μεγάλους επιστήμονες που καθόρισαν μια πορεία, ένα άνοιγμα, μια άλλη οπτική… Ως φόρο τιμής λοιπόν απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους προσπαθώ στο μέτρο των δυνατοτήτων μου κι εγώ σήμερα να αποτελέσω μια γέφυρα, ένα πέρασμα, ώστε οι μαθητές μου να έχουν την ίδια τύχη που είχα κι εγώ. Αυτό είναι και το κίνητρο όλων των δραστηριοτήτων μου, πέρα από τη δουλειά και τον αυστηρό χώρο της φιλολογίας και του μαθήματος.
Είπατε ότι η σκηνοθεσία ήταν κάτι που σας ενδιέφερε από νωρίς. Άρα ήταν φυσικό επακόλουθο το γεγονός ότι θελήσατε να συνεχίσετε τις σπουδές σας προς αυτή την κατεύθυνση;
Πάντα μ’ ενδιέφεραν η σκηνοθεσία, το θέατρο, ο κινηματογράφος ειδικά, όμως δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου σε τίποτα από αυτά. Μετά την Κρήτη πήγα στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης με συστάσεις, για να κάνω μεταπτυχιακό πάνω στο θέμα «Ποίηση και Κινηματογράφος». Δεν κατάφερα να συνεχίσω, για λόγους οικονομικούς, γύρισα πίσω αφού παρακολούθησα έναν περίπου χρόνο στη Σορβόννη και γράφτηκα στη σχολή σκηνοθεσίας του Σταυράκου. Κι εκεί είχα πολύ καλούς καθηγητές, με άριστη τεχνική και θεωρητική κατάρτιση, όπως τον Βασίλη Ραφαηλίδη, τον Γιώργο Καβάγια, τον Γιώργο Σκαλενάκη. Αυτό ήταν η ευτυχία μου, το ότι είχα την τύχη να συναντήσω πάλι πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Στου Σταυράκου οι σπουδές ήταν τρία χρόνια, κι εγώ παρακολούθησα μέχρι και το δεύτερο έτος. Διέκοψα όταν ολοκλήρωσα και τη σπουδαστική μου ταινία, η οποία προβλήθηκε στο φεστιβάλ σπουδαστικών ταινιών που γινόταν στον κινηματογράφο «Ίρις». Δεν είχα να μάθω τίποτα άλλο, από τεχνική άποψη. Θα μπορούσα, βέβαια, να ακούω τους καθηγητές μου του κινηματογράφου και να διαβάζω. Πρακτικά όμως δεν
υπήρχε κάτι άλλο να κερδίσω, κι έτσι δεν πήρα πτυχίο ποτέ.
Η συνέχεια σας έφερε στη μέση εκπαίδευση. Η Χαλκίδα ήταν επιλογή σας;
Αφού τέλειωσα το στρατιωτικό και μετά από ένα σύντομο διάστημα που εργάστηκα ως αναπληρωτής στην Αθήνα, διορίστηκα στη Ρόδο (όπου γεννήθηκε ο γιος μου). Εκεί συνεργάστηκα και με το ΔΗΠΕΘΕ, ανεβάσαμε με τα παιδιά κάποιες ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Όταν ήρθε η ώρα για το επόμενο βήμα, η ζωή στην Αθήνα μού φαινόταν αβίωτη, είχα συνηθίσει και τη ζωή στη Ρόδο, η οποία για μένα είναι μία από τις ωραιότερες πόλεις της Μεσογείου. Η Χαλκίδα ήταν η πόλη της γυναίκας μου, η οποία είναι επίσης φιλόλογος στο 1ο Γυμνάσιο, κι έτσι το 1991 εγκατασταθήκαμε εδώ. Δεν είχαμε την πρόθεση να μείνουμε μόνιμα, σκοπός μας ήταν να συνεχίσουμε να σπουδάζουμε, να γυρίσουμε… Άλλωστε, έχω την τύχη να είμαι παντρεμένος με μια γυναίκα που έχει τελειώσει κι αυτή δραματική σχολή, που την ενδιαφέρει το θέατρο.
Τελικά η Χαλκίδα σάς κράτησε για τα καλά…
Ξεκίνησα στο 2ο Λύκειο. Με τη συνάδελφο Εύα Καραπάνου και την Έφη Σελίμη ιδρύσαμε μια Πολιτιστική Ομάδα με διάφορες δραστηριότητες, που κάποια στιγμή αριθμούσε εβδομήντα παιδιά. Ανεβάσαμε θεατρικές παραστάσεις, όπως την «Αντιγόνη» του Ανούιγ, τη «Βεγγέρα» του Καπετανάκη κ.ά. Ένα δεύτερο κομμάτι της δραστηριότητάς μας ήταν η μουσική ομάδα, που έκανε κάποιες μουσικές εκδηλώσεις κάθε χρόνο, και υπήρχε βέβαια και η εκδοτική ομάδα, που έβγαζε ένα σπουδαίο μαθητικό περιοδικό, το «Καρφί», το οποίο είχε πάρει και το πρώτο βραβείο από το Ίδρυμα Μπότση. Δεν υπήρχε τότε κάτι αντίστοιχο. Το εγχείρημά μας αυτό στηριζόταν κυρίως σε λεφτά που μαζεύαμε μεταξύ μας, ο καθένας έβαζε ό,τι μπορούσε. Το βραβείο από το Ίδρυμα Μπότση ήταν ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής κι αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να φτιάχνουμε το περιοδικό μόνοι μας. Κάναμε το lay-out στο σχολείο και μετά το πουλούσαμε.
Αν θες, πολιτισμός εισαγωγής δεν μπορεί να υπάρξει, δεν φτάνει να φέρνεις δηλαδή κάποιον από την Αθήνα και να τον πληρώνεις για να σου δώσει μια συναυλία, έστω κι αν αυτός είναι ο Θεοδωράκης ή ο Χατζιδάκις. Πρέπει ο άνθρωπος ο ίδιος να δημιουργεί, βάσει των δυνατοτήτων του και των αναγκών του…
Το διάστημα αυτό, όμως, είχατε κι άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, μια πλούσια δράση που δείχνει ότι πέρα από το ενδιαφέρον σας για τα παιδιά είχατε και προσωπικά κίνητρα, ότι έχετε σκεφτεί πάνω στην τέχνη.
Εκτός από την πολιτιστική ομάδα του σχολείου, από το ’94 μέχρι το ’98 ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής στο Θέατρο Χαλκίδας. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα σωματείο, δηλαδή ένα σύλλογο που ονομαζόταν «Θέατρο Χαλκίδας», όπου έγιναν διάφορες ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Κοίτα, η γενική αρχή που είχα τόσο μέσα στην τάξη όσο και στα καλλιτεχνικά ήταν ότι όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα εμπλέκονται σε μια προσπάθεια τόσο καλύτερα ανθεί αυτό που ονομάζουμε πολιτισμός. Αν θες, πολιτισμός εισαγωγής δεν μπορεί να υπάρξει, δεν φτάνει να φέρνεις δηλαδή κάποιον από την Αθήνα και να τον πληρώνεις για να σου δώσει μια συναυλία, έστω κι αν αυτός είναι ο Θεοδωράκης ή ο Χατζιδάκις. Πρέπει ο άνθρωπος ο ίδιος να δημιουργεί, βάσει των δυνατοτήτων του και των αναγκών του… Ο λεγόμενος ερασιτεχνισμός, με τον οποίο παλεύω χρόνια τώρα, σημαίνει ο καθένας να μπορεί να εκφραστεί και να δράσει ως πολιτιστικό υποκείμενο. Από την άλλη, αυτός ο ερασιτεχνισμός πρέπει πάντα να μπολιάζεται με μια μορφή επαγγελματισμού. Αν φέρεις έναν καλό φωτιστή να φωτίσει την παράσταση και κάποιον να φτιάξει ένα καλό σκηνικό, τα ίδια τα παιδιά θα αρχίσουν να αισθάνονται διαφορετικά. Όλο αυτό όμως θέλει πολλή δουλειά, τρέξιμο, κούραση. Χρειάζεται να έχει κανείς πολλά αποθέματα μέσα του.
Φαίνεται ότι εσείς διαθέτετε αρκετά…
Εγώ έχω την τύχη να εργάζομαι στην εκπαίδευση, να είμαι κάθε μέρα με παιδιά. Δεν κερδίζουν μόνο αυτά που έχουν εμένα, κερδίζω κι εγώ επειδή έχω αυτά. Για παράδειγμα, σε αυτή την ταινία μικρού μήκους που φτιάχνουμε, συνεργάζομαι με ένα παιδί το οποίο όχι μόνο ξέρει να χειρίζεται τα μηχανήματα, δεν συνειδητοποιείς πόσο καλά, αλλά έχει μια κρίση και μια ποιότητα. Λοιπόν, αυτό το παιδί ήθελε να γυρίσει μια ταινία. Κάποιος έπρεπε να του εξηγήσει ότι αυτή είναι μια μηχανή κινηματογράφου, να του πει τι σημαίνει πλάνο, ντεκουπάζ, παραγωγή, διεύθυνση ηθοποιών κ.λπ. Δεν σας λέω τίποτα άλλο, θα δείτε την ταινία. Αυτά τα πράγματα για μένα είναι αναγεννητικά. Πολλοί δεν βλέπουν πως υπάρχουν παιδιά που έχουν πραγματικές δυνατότητες, ευαισθησία και κρίση. Εγώ τουλάχιστον προσπαθώ να το δω. Αυτό μου δίνει μια δύναμη, είναι η ευτυχία της δουλειάς μου. Μια ευτυχία στην οποία βρίσκομαι μέχρι το λαιμό. Κι έχω την τύχη να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους που πραγματικά ενδιαφέρονται.
Το να είναι κανείς με παιδιά σημαίνει πως πρέπει να επιδεικνύει κάποιες ευαισθησίες…
Χρειάζεται να έχει κανείς την επιθυμία να διακρίνει ότι υπάρχουν παιδιά που μπορεί να μην ξέρουν να κλίνουν το ρήμα «λύω», που έχουν όμως άλλες δυνατότητες τις οποίες μπορείς να καλλιεργήσεις και να τους ανοίξεις ένα δρόμο. Αυτό έκαναν και οι καθηγητές μου για μένα. Είναι κάτι που τους χρωστάω, δεν το ανακάλυψα μόνος μου. Βέβαια το να ανοίξεις ένα κεφάλαιο και να πεις «ωραία, θα κάνουμε αυτό» δεν είναι εύκολο, είναι μια δέσμευση με τα παιδιά στην οποία εμπλέκεσαι κι εσύ άμεσα. Ο χρόνος είναι λίγος, πρέπει να τρέξεις, να είσαι συνεπής… Και οι μαθητές είναι ιδιαίτερα δεκτικοί, όταν βρουν ενδιαφέρον. Όλο αυτό έχει να σου δώσει πάρα πολλά, αλλά είναι και πολύ κουραστικό. Για παράδειγμα αυτό το Πάσχα δεν το κατάλαβα, είχαμε γυρίσματα από τις έξι το πρωί μέχρι τις επτά το βράδυ. Με δεκαπέντε μαθητές… δέκα κάθε φορά μαζί. Ένας μαθητής είχε την κάμερα, γιατί η μητέρα του είχε έναν τηλεοπτικό σταθμό και μας την είχε δανείσει, άλλος έκανε τη σκηνοθεσία, άλλος τα ρούχα, άλλος το μακιγιάζ…
Φαίνεται λοιπόν πως ο ρόλος ενός δασκάλου μπορεί να είναι πολύ πιο ευρύς από ό,τι έχουμε συνηθίσει. Πείτε μας, όμως, κι άλλα γι’ αυτή την ταινία. Πώς προέκυψε;
Ο στόχος μας δεν είναι να μεταφέρουμε γνώσεις, ό,τι χρειάζεται κανείς πια μπορεί να το βρει στο διαδίκτυο, πατάς ένα κουμπί και μαθαίνεις όλη τη βιβλιογραφία από τη βιβλιοθήκη της Ουάσινγκτον. Το θέμα είναι να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε στα παιδιά κίνητρα. Η ταινία είναι σχετική με τον Αριστοτέλη, για να μάθεις για τον Αριστοτέλη πρέπει να μπεις στη διαδικασία να γράψεις ένα σενάριο. Έξω από το Δημαρχείο υπάρχει ένα άγαλμα του Αριστοτέλη, και τι έγινε; Μπροστά από το σχολείο έχουν κάνει αρχαιολογικές ανασκαφές, υπάρχουν ανοιχτοί τάφοι δίπλα στην πόρτα. «Τι είναι αυτό, κύριε;» ρωτούσαν τα παιδιά. Δεν ξέραμε και αρχίσαμε να ψάχνουμε. Κάπου έπεσε το μάτι μας πως ο Αριστοτέλης πέθανε στη Χαλκίδα, εξόριστος από την Αθήνα. «Και γιατί τον διώξανε από την Αθήνα;» Ήρθε και πέθανε εδώ στο κτήμα της μητέρας του, το οποίο είναι κάπου εδώ γύρω, μπορεί να είναι θαμμένος κι εδώ, στους τάφους που είναι απέξω… Κάπως έτσι ο μαθητής αποκτά ενδιαφέρον γιατί κάτι συνέβη στον τόπο του, εδώ δίπλα. Τα νούμερα και οι ημερομηνίες έρχονται μετά.
Πρέπει λοιπόν τα παιδιά να αποκτούν πρόσβαση σε μια δημιουργική διαδικασία που να τα κινητοποιεί.
Αυτό το Πάσχα έβαλα στα παιδιά να μάθουν απέξω τον «Πειρασμό» του Σολωμού, ένα ποίημα από τους «Ελεύθερους πολιορκημένους», ολόκληρο. Οι μισοί δεν το μάθανε, βέβαια. Κάποιο κορίτσι σηκώθηκε και είπε: «Μα κύριε, γιατί να το μάθω;». Απάντησα πως άμα μπορούσε να εξηγήσει γιατί μαθαίνει τη συνάρτηση x, πού της χρησιμεύει, τότε θα της έλεγα για ποιο λόγο πρέπει να μάθει το ποίημα του Σολωμού. Δεν υπάρχει πάντα ο λόγος. Το ζητούμενο είναι να δημιουργείς τη διάθεση στο μαθητή να πει «α, για να δω αυτό». Τη διάθεση να ανοίξει το ίντερνετ και να δει ποιος είναι αυτός ο Αριστοτέλης. Τι έκανε, τι είπε και γιατί έχει ενδιαφέρον για μας σήμερα. Αυτό που κάνουμε συνήθως στο σχολείο, και αυτό είναι το λάθος, είναι: «Αριστοτέλης: Άγαλμα έξω από το Δημαρχείο. Τελεία».
Το 2000 φύγατε από τη Χαλκίδα. Νιώσατε ότι έκλεισε ένας κύκλος;
Η τελευταία παράσταση που ανεβάσαμε στο Κάστρο, με πολύ σπουδαίους συνεργάτες, την Παυλίνα Γεωργιάδου, που έκανε τα σκηνικά, τον Γιώργο Ζαφειρίου, που επιμελήθηκε τους φωτισμούς, είχε τίτλο «Ποια αγάπη τάχα μας φυσάει…», από το ποίημα του Διονύση Σαββόπουλου. Πολύ ωραία παράσταση, κι όχι επειδή την έκανα εγώ. Έγινε στα πλαίσια της Αγίας Παρασκευής, για το πανηγύρι, με υλικό από τα γενικά αρχεία του κράτους και τη βοήθεια της επίσης εξαιρετικής Κάλλιας Χατζηγιάννη, που είναι διευθύντρια Γενικών Αρχείων του νομού
Ευβοίας. Με την Κάλλια είχα δουλέψει ένα χρόνο στα αρχεία με απόσπαση. Είχαμε κάνει, παράλληλα με την παράσταση αυτή των πλανόδιων θεατρίνων και τσιρκολάνων, και μια έκθεση για τα θεάματα που υπήρχαν στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτή ήταν η τελευταία δουλειά. Ήρθε και η κόρη μου, η Χρυσάνθη, η πιο μικρή. Και έτσι, το 2000, πράγματι έκλεισε ένας κύκλος και πήγαμε στη Γαλλία.
Μιλήστε μας για την εμπειρία σας από το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα…
Πήγαμε με τη γυναίκα μου με απόσπαση, όχι σε ελληνικά σχολεία γιατί δεν υπήρχαν, αλλά σε σχολεία που διατηρούσαν οι ελληνικές κοινότητες. Για καλή μου τύχη, το δεύτερο χρόνο έγινε μια διακρατική σύμβαση ανάμεσα στη Γαλλία και την Ελλάδα που αφορούσε τη διδασκαλία των ελληνικών σε γαλλικά σχολεία κι έτσι μπόρεσα να δουλέψω επί έξι χρόνια σε γαλλικά σχολεία. Η εμπειρία ήταν μοναδική για μένα. Είδα πώς δουλεύει από τα μέσα ένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα. Δούλεψα σε ένα σχολείο, ξεκίνησα με δέκα παιδιά και έφυγα από το σχολείο αυτό με εξήντα πέντε. Τα ελληνικά τα επιλέγανε ως ξένη γλώσσα. Είχαν δικαίωμα να επιλέξουν πρώτη ξένη γλώσσα, δεύτερη ξένη γλώσσα και τρίτη… Λοιπόν, τα μισά παιδιά τα είχαν διαλέξει ως δεύτερη ξένη γλώσσα. Είχα δηλαδή εξήντα πέντε παιδιά που ήθελαν να μάθουν ελληνικά. Με τα παιδιά αυτά και μέσα στην αίθουσα του σχολείου κάναμε πολλά πράγματα – και παραστάσεις. Είδα τι σημαίνει εκπαίδευση η οποία «δίνει», τόσο στους μαθητές όσο και στους καθηγητές. Πολύ μεγάλη η διαφορά με το πώς λειτουργεί το σχολείο εδώ.
Πάσχει η ελληνική εκπαίδευση και μαζί της οι Έλληνες μαθητές;
Κοιτάξτε, για να πούμε και τα θετικά, οι Έλληνες μαθητές που έχουν βγει από το ελληνικό σχολείο, οι καλοί Έλληνες μαθητές, διακρίνονται παντού. Το βλέπω κι απ’ τα παιδιά μου, τα
οποία πήγαν μισό γαλλικό, μισό ελληνικό σχολείο. Γιατί; Γιατί στο ελληνικό σχολείο οι καλοί μαθητές υφίστανται υπερβολική πίεση. Δουλεύουν πάρα πολύ συγκριτικά με τους μαθητές στο εξωτερικό. Αυτός ο όγκος δουλειάς που μπορούν να βγάλουν οι Έλληνες μαθητές είναι και το ατού τους. Αν πάει κάποιος στο εξωτερικό και δεν τον πετάξει το σύστημα έξω και ο ίδιος ανεχτεί τις απαιτήσεις του συστήματος, μέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα όχι απλώς έχει καλύψει τα κενά ή τις διαφορές, αλλά έχει προχωρήσει ακόμα πιο μπροστά. Αν θέλετε, συγκριτικά, το θετικό των Ελλήνων μαθητών είναι ο όγκος της δουλειάς που έχουν μάθει να βγάζουν, ενώ το αρνητικό είναι η έλλειψη οργάνωσης.
Γιατί είμαστε τόσο πίσω; Είναι θέμα πολιτισμού; Είναι π.χ. οι καθηγητές κακοί επειδή δεν πληρώνονται; Είναι λογική αυτή;
Κανείς καθηγητής δεν είναι κακός. Κανείς. Έστω και μία φορά στη ζωή μας, όλοι έχουμε συναντήσει έναν καθηγητή που μας άλλαξε τη ζωή. Κατά την άποψή μου, το κακό το κάνει το σπίτι, η οικογένεια. Δηλαδή όταν η οικογένεια λέει, κοίτα, ο καθηγητής είναι αδιάφορος, το παιδί έρχεται στο μάθημά μου χωρίς να με ξέρει και με αντιμετωπίζει εκ των προτέρων ως έναν αδιάφορο καθηγητή. Αλλά είναι επίσης αλήθεια πως και η οικογένεια διαμορφώνεται από το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Αν το πάμε λίγο παρά πέρα, πιστεύω πως η Ελλάδα πάσχει από έλλειψη γνώσης της ιστορίας, με την έννοια της παράδοσης. Ποιος είμαι εγώ; Από πού κατάγομαι; Ποιος ήταν πριν από μένα; Ποια γλώσσα μιλάω; Ποιος την έχει μιλήσει αυτή τη γλώσσα πριν; Η έννοια της παράδοσης έχει χαθεί, και συνεπώς έχει χαθεί και η ιστορία. Δεν ξέρουμε ούτε ποιοι είμαστε ούτε πού πάμε. Όταν απευθύνομαι
στα παιδιά τούς μιλάω στον πληθυντικό χρησιμοποιώντας το επίθετό τους εννοώντας ότι πίσω από τον καθένα κρύβεται μια ολόκληρη οικογένεια που φέρει αυτό το όνομα. Είμαι Έλληνας, είμαι από τη Χαλκίδα, υπάρχει ιστορία πίσω μου. Αυτή έχει ξεχαστεί. Η μνήμη καταργείται.
Η εκδήλωση για τον Ρίτσο έχει να κάνει κι αυτή με τη μνήμη;
Η εκδήλωση για τον Ρίτσο είχε τίτλο «Να με θυμάστε». Δηλαδή ένας ποιητής κάνει έκκληση μέσα από την ποίησή του – «Θέλω να με θυμάστε. Να με έχετε στη μνήμη σας». Η έκκληση στη μνήμη είναι βασική αρχή της ιστορίας. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα, κατά την άποψή μου. Οι Έλληνες, παρότι έχουν μια τεράστια ιστορία, την πετάνε στην άκρη. Όπως με τα τείχη της Χαλκίδας, όταν γκρεμίστηκαν εξαφανίστηκε ένα κομμάτι της ιστορίας. Και η ιστορία δεν υπάρχει ως άνθρωποι, οι άνθρωποι είναι κάτω από το χώμα. Επάνω στο χώμα είναι ό,τι αφήσανε. Αυτό που μου άφησε, παραδείγματος χάρη, ο παππούς μου είναι ένα κομμάτι ιστορίας, το οποίο άμα γκρεμίσω για να φτιάξω από πάνω μια βίλα ή μια πολυκατοικία… μπορεί να εξαφανίσω την οικογενειακή μου ιστορία. Αναφέρομαι σε μια διαχείριση της μνήμης και της ιστορίας που να είναι παρούσα, αλλά και κάθε φορά αναβαθμισμένη, διαφορετική. Αν το σκεφτούμε πολεοδομικά, ένας χώρος απηχεί ορισμένα πράγματα, η διατήρησή του έχει μια σημασία. Αυτή η έννοια της ιστορίας είναι πολύ σημαντική και έχει ξεχαστεί. Γι’ αυτό το λόγο και οι μαθητές δεν έχουν συνείδηση και γνώση και ενδιαφέρον γι’ αυτό που υπήρξε πριν και γι’ αυτό που θα γίνει μετά. Γιατί και το κομμάτι της ιστορίας που διδάσκω στο σχολείο είναι μια ιστορία χαλκευμένη, ιδεολογικά χρωματισμένη…
Πώς προέκυψε το concept των εκδηλώσεων για τον Γιάννη Ρίτσο;
Ο Ρίτσος ήταν επαγγελματίας συγγραφέας. Σηκωνόταν το πρωί, οχτώ η ώρα, έβαζε τη γραβάτα του, το κοστούμι του, καθόταν μέχρι τις δύο και έγραφε. Γι’ αυτό άλλωστε και το έργο του είναι τέτοιου μεγέθους, και από άποψη ποιότητας αλλά και ποσότητας. Τώρα πώς γίνεται να είναι κανείς επαγγελματίας και μαζί καλλιτέχνης… Γίνεται. Τέλος πάντων, ο άνθρωπος έγραφε και έγραφε βιβλία. Τα βιβλιοπωλεία, λοιπόν, είναι στενά συνδεδεμένα με την παραγωγή του ποιητή. Κατ’ αυτή την έννοια, είπα να οργανώσουμε με την ΕΛΜΕ μια έκθεση βιβλίου σε συνεργασία με τα βιβλιοπωλεία. Θα μπορούσε να φέρει και ο καθένας από το σπίτι του όσες συλλογές έχει. Δεκαπέντε φιλόλογοι είμαστε, κάτι θα κάναμε… Η ουσία ήταν να κινηθεί ο κόσμος του βιβλίου. Ξεκίνησα να δω πώς θα μπορούσαν να βρεθούν όλοι μαζί οι βιβλιοπώλες, π.χ. στο Κόκκινο Σπίτι, και ο καθένας να αναλάβει ένα κομμάτι της βιβλιογραφίας του Ρίτσου. Όμως δεν υπάρχει σύλλογος βιβλιοπωλών στη Χαλκίδα. Τόσα βιβλιοπωλεία έχουμε και δεν έχουμε κάποιο όργανο να τα συντονίζει.
Οπότε έπρεπε να αλλάξετε πλάνο…
Αυτό που σκεφτήκαμε ήταν μια εκδήλωση κομμένη σε στιγμιότυπα, σε κομματάκια, που θα τη φέρουμε στα βιβλιοπωλεία. Δημιουργήσαμε μικρούς σπόρους δηλαδή. Αυτό που κάναμε εμείς π.χ. το είδατε μετά στη Διάμετρο. στο Αλφαβητάρι, στον Ίαμβο, στον Περγάμαλη, στο Σαμαρτζή. Παρουσιάστηκαν μέσα στο χώρο του βιβλιοπωλείου δυο τραγούδια και δυο ποιήματα. Επίσης, προτείναμε πάνω σ’ αυτό το στιγμιότυπο, σ’ αυτόν το σπόρο, να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Κάποιος ετοίμασε έναν μπουφέ, κάποιος προσκάλεσε ένα φιλόλογο να μιλήσει. Κάποιος άλλος οργάνωσε μια ολόκληρη εκδήλωση με απαγγελίες ποιημάτων και τραγούδια του Ρίτσου. Κι όλο αυτό κατέληξε την Παρασκευή σε μια σκυταλοδρομία ανάγνωσης, από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις οκτώ το βράδυ. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι εμείς δώσαμε την έδρα, δώσαμε τα βιβλία –υπήρχαν τα άπαντα του Ρίτσου– κι εσείς βάλατε τη φωνή. Μπορούσε όποιος ήθελε να πάρει ένα βιβλίο και να ανεβεί στο βήμα ή να πάρει το βιβλίο από τον προηγούμενο και να διαβάσει ένα ποίημα του Ρίτσου για τρία λεπτά. Και μετά ο επόμενος… μέχρι το βράδυ. Όλο αυτό έγινε σε συνεργασία με τα σχολεία. Κάποιοι καθηγητές είχαν πει στους μαθητές τους να διαβάσουν έργα του Ρίτσου, τη «Ρωμιοσύνη» για παράδειγμα. Και το κυριότερο, δεν υπήρχαν περιορισμοί στον τρόπο ανάγνωσης. Μου είπε ένα παιδί: «Κύριε, να το διαβάσω rap;». «Βεβαίως» του απάντησα. «Να το τραγουδήσω;» «Βεβαίως να το τραγουδήσεις».
Tags: διδασκαλία • θέατρο • κινηματογράφος • λογοτεχνία • πολιτιστικά • σκηνοθέτης • φιλόλογος