Απόστολος Μούντριχας – Λέγκα Γρηγοριάδου-Μούντριχα

Απόστολος Μούντριχας

Ο Απόστολος Μούντριχας είναι ο οινοποιός, ο άνθρωπος που «ευθύνεται» για τις επιτυχίες των κρασιών επί 15 συνεχόμενα χρόνια, η ψυχή και το μυαλό του Κτήματος. Το 2006 ήταν υποψήφιος για τον καλύτερο Έλληνα οινοποιό της χρονιάς. Η Λέγκα Γρηγοριάδου – Μούντριχα σπούδασε αρχικά κλασικό χορό και χορογραφία και στην συνέχεια Οινολογία – Αμπελουργία. Έχει δουλέψει σε δύο από τις πιο μεγάλες εταιρίες κρασιού στην Ελλάδα και σπουδάζει στο WSET για να αποκτήσει το ανώτατο επίπεδο, γνωστό ως Diploma. Έχουν αποκτήσει δύο παιδιά και εργάζονται μαζί για την επίτευξη του ονείρου τους. Την δημιουργία μεγάλων κρασιών από ποικιλίες που αγαπούν και την αναβίωση του Ευβοϊκού αμπελώνα.
Τα κρασιά του Κτήματος Αβαντίς έχουν αποσπάσει συνολικά πάνω από 110 διακρίσεις και μετάλλια. Σας αναφέρουμε μερικές μόνο από αυτές.
• Κτήμα Αβαντίς 2005 – 2006 , Χρυσά Μετάλλια (αντίστοιχα) 1ο και 2ο Διαγωνισμό Βιολογικού Κρασιού ‘Eco Festival’ • Αβαντίς Δρυός 1996, Το πρώτο Ελληνικό κρασί στο βιβλίο των Ρεκόρ Guinness • Αβαντίς Ροζέ 2003, Καλύτερο Ελληνικό κρασί , Ιαπωνία 2004 • Αβαντίς Συλλογή Syrah 2003, Χρυσό μετάλλιο Διεθνής Διαγωνισμός Οίνου Θεσσαλονίκης 2006 • Άγιος Χρόνος 2005, Χρυσά μετάλλια Διεθνής Διαγωνισμός Οίνου Θεσσαλονίκης 2007 και 2008 • ‘Μ’ Μαλαγουζιά 2008, 87/100 Robert Parker • ‘Μ’ Μανδηλαριά 2006, 88/100 Robert Parker

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με κάτι που δεν είναι και τόσο διαδεδομένο, πώς και γίνατε αγρότες;

Απόστολος: Εγώ έχω γεννηθεί στον Μύτικα και έχω μεγαλώσει έχοντας σαν κήπο 10-15 στρέμματα αμπέλι. Παρόλα αυτά η αρχική μου κατεύθυνση μέχρι και τις σπουδές μου δεν περιλάμβανε ούτε την επιστροφή μου στον Μύτικα ούτε την ενασχόλησή μου με τη γη. Ίσως να το έκανα σαν χόμπι, αργότερα, για να συντηρώ το κτήμα. Πηγαίνοντας στην Αθήνα το ’90 για σπουδές οικονομικών, άρχισα να δοκιμάζω κάποια κρασιά από τους πρώτους τότε «μικρούς παραγωγούς». Μπήκα στον κόσμο του κρασιού διαβάζοντας για το κρασί και ρωτώντας τους ειδικούς. Από μια στήλη στο «Αθηνόραμα» ανακάλυψα ότι υπήρχαν κι άλλες ποικιλίες πέρα από το ροδίτη και το σαββατιανό, που είχαμε παραδοσιακά στην περιοχή. Στην πορεία, και μετά από μία σύντομη καριέρα οικονομικού συντάκτη στο «Κέρδος», διαπίστωσα πως η ζωή στην Αθήνα δεν ήταν αυτό που πραγματικά με ευχαριστούσε και πως τα οικονομικά δεν ήταν το φόρτε μου. Τότε ήταν που πρότεινα στον πατέρα μου να κάνουμε κάτι με το κτήμα και με τη συγκατάθεσή του, το ’92, φυτέψαμε το πρώτο μας σοβινιόν. Μέχρι να φτάσει στον τρύγο του εκμεταλλευτήκαμε το ροδίτη και το σαββατιανό, που είχαμε, και χωρίς να έχουμε καν την υποδομή για μία σοβαρή οινοποίηση απευθυνθήκαμε σε ένα οινοποιείο στη Ριτσώνα. Έτσι κάναμε τις πρώτες μας 3.652 φιάλες από τον τρύγο του ’94. Αυτές οι φιάλες ταξίδεψαν στην Αθήνα λίγες λίγες με το λεωφορείο και στη συνέχεια εγώ τις πουλούσα σε εστιατόρια. Τη δεύτερη χρονιά φτιάξαμε 7.000 φιάλες, την τρίτη 14.000, ώσπου το ’99 είναι η χρονιά που δημιουργούμε τις δικές μας εγκαταστάσεις και σήμερα μέσα από 100 περίπου στρέμματα παράγουμε 200.000 φιάλες και η οινοποίηση αποτελεί την κύρια απασχόλησή μας. Η όλη πορεία, φυσικά, δεν θα είχε αυτή την εξέλιξη αν πριν 6 χρόνια δεν γνώριζα μία οινολόγο…

Και την οποία φρόντισες να κρατήσεις σε αποκλειστικότητα! Πώς το βλέπεις εσύ, Λέγκα, να παράγεις, να ελέγχεις και να δημιουργείς τις ετικέτες του «Αβαντίς», μαζί με τον Απόστολο; Πώς σου φαίνεται η ζωή στην επαρχία;

Λέγκα: Εγώ είμαι παιδί της πόλης. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στο Χαλάνδρι, αλλά τώρα απολαμβάνω τη ζωή κοντά στη φύση. Μου αρέσει πολύ ο Μύτικας και η ζωή «στο χωριό», με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Λόγω της δουλειάς μου έχω την πολυτέλεια –ή μάλλον είχα, γιατί τώρα με τα δίδυμα είναι πια πολύ δύσκολο– να επισκέπτομαι σχεδόν καθημερινά κάβες και εστιατόρια, οπότε η ησυχία της εξοχής σε τακτά χρονικά διαστήματα ήταν κάτι που αναζητούσα και δεν έχω πάψει να αναζητάω. Η τόση άπλα, η επαφή με τη φύση, τη βλάστηση, τη διαδικασία της παραγωγής, είναι για μένα ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου δώσει η φύση.

Πόσο δύσκολο ήταν να πείσετε τους άλλους να αγοράσουν το κρασί που φτιάξατε;

Απόστολος: Πάρα πολύ! Είχαμε ξεκινήσει όχι με 1, αλλά με 3 αρνητικά. Το πρώτο ήταν ότι η περιοχή μας, το Ληλάντιο, δεν ήταν απλά άγνωστο, είχε και κακό όνομα. Θεωρείτο περιοχή με κακής ποιότητας κρασί. Αυτό ήταν θέμα επιλογών. Όταν οι επιλογές αλλάζουν, αλλάζει και η ποιότητα του κρασιού που παίρνουμε. Το δεύτερο έχει να κάνει με τις ποικιλίες που παραδοσιακά οινοποιούν στην περιοχή και που δεν είναι άλλες από το σαββατιανό και το ροδίτη. Αυτές και οι δύο είναι για μένα καμένο χαρτί. Δεν είναι ότι είναι κακές ποικιλίες, έχουν όμως κακοποιηθεί τόσο πολύ και έχουν δημιουργήσει τόσο κακό όνομα, που, ακόμα κι αν φτιάξεις ένα συμπαθητικό λευκό κρασί από αυτές τις ποικιλίες, δεν πείθεις τον καταναλωτή. Το τρίτο έχει να κάνει με το ότι στο ξεκίνημά μας πουλούσαμε κρασί που περνούσε από άλλο οινοποιείο. Όσο καλά κι αν κάναμε εμείς τη δουλειά μας, οι πελάτες ήταν δύσπιστοι, μιας και συνυπήρχαν και οι προαναφερθέντες λόγοι. Παρόλ’ αυτά και με τα φτωχά μέσα που διαθέταμε την εποχή εκείνη, καταφέραμε να φτιάξουμε αξιόλογα κρασιά που έπειθαν και πουλούσαν μέσα από γευστικές δοκιμές. Δεν προσπαθούσαμε να τους πείσουμε με τα λόγια, τους ανοίγαμε ένα μπουκάλι και λέγαμε να ξεχάσουν ότι είναι π.χ. ένα σαββατιανό από το Ληλάντιο. Με αυτή την ποιοτική προσέγγιση του κρασιού και λόγω του ότι ξεκινήσαμε νωρίς, αμέσως μετά τους πρωτοπόρους μικρούς παραγωγούς, πήραμε γρήγορα μια καλή θέση στο μυαλό του καταναλωτή που έψαχνε για ένα καλό και συγχρόνως φθηνό κρασί.

Σε αυτό θα βοήθησαν και οι διακρίσεις…

Απόστολος: Οι διακρίσεις έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Καταφέραμε πολύ νωρίς, το ’96, να βραβευθεί το ροζέ μας σαν το δεύτερο καλύτερο ελληνικό ροζέ και μπήκε και το δρυός μας στο βιβλίο Γκίνες λόγω του ότι είχε χειροποίητες ετικέτες.
Λέγκα: Εκείνη την περίοδο η μητέρα μου είχε μια κάβα. Δεν φαντάζεστε πόσο Αβαντίς φιμέ είχα πουλήσει, όταν έγινε γνωστό ότι είχε μπει στο βιβλίο Γκίνες! Και χωρίς να έχω γνωρίσει τον Απόστολο. (γέλια)

Και τελικά τον γνώρισες! Πώς λειτούργησε το γεγονός ότι η Λέγκα γνώριζε το προϊόν και το κτήμα πριν έρθει εδώ;

Λέγκα Γρηγοριάδου-ΜούντριχαΑπόστολος: Το 2004, που ήρθε η Λέγκα στο κτήμα, κάναμε 65.000 μπουκάλια. Μέσα σε μία 10ετία είχαμε καταφέρει από τις 3.500 να φτάσουμε σταδιακά στις 65.000. Από το 2005 μέχρι σήμερα πήγαμε από τις 65.000 στις 180.000. Αυτό οφείλεται κατά 95% στη Λέγκα και μόλις κατά ένα 5% στο ότι βελτιωθήκαμε κι άλλο. Είναι πολύ σημαντικό πράγμα να παίρνεις ένα χρυσό βραβείο στον Καναδά, στο Μπορντό ή οπουδήποτε αλλού, αλλά είναι εξίσου σημαντικό για να πουλήσεις να το μάθει ο κόσμος. Αλλιώς, είναι για να χαρείς εσύ την ώρα που ακούς τα αποτελέσματα. Η Λέγκα ήρθε και συμπλήρωσε το επικοινωνιακό κομμάτι. Η εικόνα του κτήματος, όπως αυτή περνάει μέσα από τα μέσα ενημέρωσης και τον τύπο, είναι πολύ καλή…
Λέγκα: Στο κτήμα υπήρχε ένα συσσωρευμένο δυναμικό, μια πολύ καλή ποιότητα κρασιών, που λόγω έλλειψης χρόνου, αλλά και του χαρακτήρα του Απόστολου, δεν έβγαινε προς τα έξω. Εγώ, με την εμπειρία που διέθετα, αξιοποίησα αυτό το δυναμικό και η καλή επικοινωνία έφερε μια αλματώδη αύξηση στις πωλήσεις. Άλλωστε, είναι πολύ σημαντικό να βγαίνεις έξω και να μιλάς για κάτι που σε κάνει ιδιαίτερα περήφανο.
Απόστολος: Κάτι άλλο που πρόσθεσε η Λέγκα με τον ερχομό της εδώ είναι ο άμεσος έλεγχος και η σταδιακή γευσιγνωσία του κρασιού. Είναι οινολόγος με σπουδές γευσιγνωσίας και αυτό μας επιτρέπει να έχουμε όχι μόνο ένα χημικό αλλά και ένα δοκιμαστή επιπέδου, που γνωρίζει τι πίνει αυτή τη στιγμή ο καταναλωτής και μας κατευθύνει σωστά. Είναι πολύ σημαντικό εργαλείο να υπάρχει ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται όσο εσύ, με γνώσεις, και να τον έχεις ανά πάσα στιγμή μες στα πόδια σου. Στη συνέχεια, αυτό το τελικό προϊόν που είναι και «παιδί» της το επικοινωνεί
πολύ καλύτερα, δεν κάνει ένα ψυχρό μάρκετινγκ. Μεταφέρει τη δική της εμπειρία.

Τελικά ο κόσμος εκτιμάει το καλό κρασί ή προτιμάει τις διακρίσεις;

Λέγκα: Προτιμάει ένα καλό κρασί, πόσο μάλιστα όταν αυτό συνοδεύεται από διακρίσεις. Οι καταναλωτές που διαλέγουν το κτήμα Αβαντίς είναι υποψιασμένοι καταναλωτές.

Είναι γενικότερα ο Έλληνας υποψιασμένος καταναλωτής;

Λέγκα: Ο Έλληνας θέλει πολλή δουλειά. Υπάρχει μια μερίδα που αργά ή γρήγορα θα εκπαιδευτεί, υπάρχει κι άλλη μία που δεν θα εκπαιδευτεί ποτέ κι αυτό γιατί έχει μάθει σε εντελώς λάθος ερεθίσματα. Το κακό γενικότερα ξεκινάει από την κακή δουλειά που έκαναν για χρόνια πολλά οινοποιεία.
Απόστολος: Για να γίνουμε Γαλλία θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο γενιές. Στο κρασί, αλλά και γενικότερα στο φαγητό, οι Γάλλοι έχουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Εμάς μας αρέσει το καλό φαγητό, το καλό κρασί, αλλά λόγω συγκυριών περισσότερο, θα έλεγα, έχουμε πάρει κακά ερεθίσματα. Είμαστε ένας λαός που έχει περάσει μεγάλη φτώχεια. Αυτό έφερε μια λανθασμένη ευφορία του τύπου να φάμε (πολύ) και να πιούμε (πολύ). Για την ποιότητα δεν γίνεται κουβέντα. Ο Ιταλός και ο Γάλλος πέρασαν τα δύσκολα δύο πολέμων, έχοντας όμως τη σχετική παιδεία γύρω από το τραπέζι. Μία παιδεία που πέρασε από την αριστοκρατία και «διέρρευσε» στο λαό. Έτσι στη Γαλλία, για παράδειγμα, πάντα υπήρχαν τα μικρά οινοποιεία και τα Κάστρα (Σατό), που κάνανε πολύ αξιόλογα κρασιά. Άλλωστε εκεί οι οινολόγοι ήταν πάντα επιστήμονες, ενώ εδώ μέχρι πρότινος ήταν εμπειρικοί και ημιμαθείς. Πρόσφατα μόνο δημιουργήθηκε το αντίστοιχο τμήμα στα ΤΕΙ, όταν έξω υπάρχουν εξαιρετικά πανεπιστήμια. Παλεύουμε με τα τέρατα, αλλά είμαστε αισιόδοξοι…
Λέγκα: Στα μικρά παιδιά που επισκέπτονται το κτήμα, ακόμα και με σχολεία, βάζω πορτοκαλάδα σε κολονάτα ποτήρια και τα προτρέπω να ακολουθήσουν τη διαδικασία της γευσιγνωσίας. Ύστερα, όταν αυτά έρχονται με τους γονείς τους και τους βλέπουν να δοκιμάζουν και να σχολιάζουν ένα καλό κρασί, μπαίνουν από νωρίς στη διαδικασία της σωστής μύησης και εκτίμησης του κρασιού. Αυτοί θα είναι οι «υποψιασμένοι» αυριανοί μας καταναλωτές.

Στα μικρά παιδιά που επισκέπτονται το κτήμα, ακόμα και με σχολεία, βάζω πορτοκαλάδα σε κολονάτα ποτήρια και τα προτρέπω να ακολουθήσουν τη διαδικασία της γευσιγνωσίας. Αυτοί θα είναι οι «υποψιασμένοι» αυριανοί μας καταναλωτές.

Τα μέσα ενημέρωσης βοηθάνε σε αυτή την εκπαίδευση;

Απόστολος: Το αντίθετο! Σε κάποια αφιερώματα αναφέρονται στους οινοπαραγωγούς προβάλλοντας εικόνες από παραδοσιακά πατητήρια, που δεν έχουν καμία σχέση με τη σύγχρονη
πραγματικότητα. Εικόνες από εργάτες που κουβαλάνε σταφύλια με τον κουβά στον ώμο και μετά πουλάνε το κρασί σε πλαστικά μπουκάλια που περιμένουν εκτεθειμένα για μήνες στον ήλιο. Αυτό το φολκλόρ σκηνικό επαναλαμβάνεται και στα τουριστικά μέρη της χώρας, όπου ο Αμερικάνος π.χ. δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα γι’ αυτό που βλέπει, όταν όμως επιστρέφει στη χώρα του ξέρει ότι το ελληνικό κρασί είναι κακό…

Μιλάμε για μία κακή εικόνα του ελληνικού κρασιού παγκοσμίως;

Απόστολος: Η εικόνα του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό είναι η χείριστη! Πριν λίγες μέρες, σε μία σχετική συζήτηση που είχα, με ρωτήσανε πού οφείλεται αυτή η επιφυλακτικότητα ως προς το ελληνικό κρασί. Τότε εγώ ρώτησα το συνομιλητή μου: «Εσύ, θα αγόραζες ποτέ ένα βουλγάρικο κρασί;». Η απάντηση ήταν φυσικά αρνητική. «Ε, έτσι λένε και οι ξένοι για τα δικά μας κρασιά…»
Λέγκα: Και η αλήθεια είναι πως υπάρχουν εξαιρετικά βουλγάρικα κρασιά. Ασχολούνται με συστηματική καλλιέργεια, με ποικιλίες κ.λπ. Έχουν αντιγράψει τα συστήματα της γαλλικής καλλιέργειας και τα έχουν προσαρμόσει στα δικά τους αμπέλια. Κάτι άλλο που επηρεάζει την κακή εικόνα που έχουν τα κρασιά μας στο εξωτερικό είναι η σύνδεσή τους με τα ελληνικά εστιατόρια, που έχουν κι αυτά με τη σειρά τους μία πολύ κακή αισθητική. Κρασιά κακοσυντηρημένα, με πολύ κακό σέρβις, χωρίς τη στοιχειώδη εκπαίδευση ενός σομελιέ.

Δηλαδή, βάλε μας κάπελα κρασί…

Απόστολος: Όπου υπάρχει ιταλικό εστιατόριο διέπεται από την ιταλική κουλτούρα, με αποτέλεσμα να μας πλασάρουν και τα κρασιά τους, και τη παρμεζάνα τους, και τις γκράπες τους… Στα ελληνικά εστιατόρια υπάρχει ένα φολκλόρ κλίμα, με γύψινα αγαλματάκια και άλλα παρόμοια. Δεν θα θέλαμε ποτέ να μπούμε σε τέτοια μαγαζιά. Πάνε χρόνια, βέβαια, αλλά θυμάμαι ένα πανέμορφο Παρίσι όπου στην ελληνική παροικία, πίσω από τη Παναγία των Παρισίων, έξω από τις ελληνικές ταβέρνες περνούσαμε πάνω από στίβες πιάτα! Μουζάκα, τζατζίκι και ρετσίνα. Και, προς Θεού, δεν είναι αυτά που γνωρίζουμε! Είναι πλαστικά, ζεσταμένα στο μάικρο… Γι’ αυτό σας λέω, θέλει πολλή δουλειά για να αλλάξουμε αυτή την εικόνα. Πρέπει να παλέψουμε πολύ και
πολλοί για να ανταγωνιστούμε τους Ιταλούς. Αυτοί αγωνίζονται χρόνια. Εμείς είμαστε άρπα κόλα. Κυνηγάμε το εύκολο κέρδος.

Πώς θα μπορούσαμε να επιταχύνουμε αυτή τη διαδικασία και να πλησιάσουμε π.χ. τους Ιταλούς;

Απόστολος: Κάτι που εμποδίζει την ευρύτερη κατανάλωση καλού κρασιού είναι η απαγορευτική σε πολλές περιπτώσεις τιμή του. Δεν είναι δυνατόν ένα ζευγάρι που αγαπάει το καλό κρασί να πληρώσει 40 ευρώ για ένα κρασί που ο εστιάτορας έχει δώσει 6-7 και δεν έχει προσπαθήσει καθόλου για τη σωστή του συντήρηση και το καλό σέρβις.
Λέγκα: Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει ούτε καν λίστα κρασιών. Σου λένε με το στόμα τι υπάρχει ή το βλέπεις μόνος σου στο ράφι.
Απόστολος: Πας έξω και βλέπεις σε όλα τα τραπέζια εμφιαλωμένα κρασιά. Σε τρατορία στην Τοσκάνη είδαμε μια κυρία με την κόρη της να πίνουνε το μισό μπουκάλι και να ζητάνε να τους κρατήσουν το υπόλοιπο για την επομένη. Ένα Κιάντι φρέσκο σε μία «ταβέρνα» με καλαμωτή και χαλίκι. Είναι η διαφορά στην κουλτούρα. Παραδοσιακά, όμως, έχουμε ρίζες γύρω από το αμπέλι…
Απόστολος: Παραδοσιακά δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτα. Έχουμε πολύ καλές, παλιές ποικιλίες που τις ξαναβρίσκουμε σιγά σιγά, έχουμε ένα φανταστικό μικροκλίμα που ευνοεί την ανάπτυξη των περισσότερων ποικιλιών, πλούσια γεωγραφία. Τα περισσότερα κτήματα που κάνουν σοβαρή δουλειά διαρκώς διακρίνονται και στο εξωτερικό. Πρόσφατα ο Πάρκερ, ο οποίος θεωρείται ο κορυφαίος οινοκριτικός στο κόσμο, βαθμολόγησε 10 ελληνικά κρασιά (μέσα σε αυτά και ένα δικό μας) 90 με 95 στα 100. Αν αυτό συνέβαινε σε Ιταλούς παραγωγούς, θα έστελνε ο καθένας 10 με 15 παλέτες μπουκάλια στην Αμερική. Σε αυτούς τους Έλληνες παραγωγούς δεν χτύπησε μία φορά το τηλέφωνο από Αμερική να πούνε «βάλε μια παλέτα να δοκιμάσουμε»… Ούτε κι όταν σε προτείνει ο «αρχιερέας» του κρασιού, δεν μας ανασταίνει ούτε αυτό.
Λέγκα: Για να καταλάβετε το βάρος της βαθμολογίας του Πάρκερ, θα σας πω ότι ο ίδιος άνθρωπος καθορίζει τη μοίρα των τρύγων των οινοποιείων του Μπορντό. Η σοδειά του 2006 μπορεί μετά από μία υψηλή βαθμολογία του να κοστολογηθεί 300 ευρώ το μπουκάλι, ενώ μία κακή κριτική του για τη σοδειά του 2007 μπορεί να το ρίξει στα 10 ευρώ!

Πήρατε το διαβατήριο από τον «αρχιερέα» και δεν έπιασε. Τι άλλο πρέπει να κάνετε;

Απόστολος: Πρέπει όλοι εμείς, οι μικροί παραγωγοί, να σηκώσουμε τα μανίκια και να προσπαθήσουμε να εκπαιδεύσουμε τον κόσμο. Πρέπει τα ελληνικά οινοποιεία να γίνουν επισκέψιμα και ανοιχτά στο κοινό. Να μπορεί να μπει ο άσχετος, ο ανυποψίαστος, και να δοκιμάσει ένα καλό κρασί. Δεν έχει σημασία αν αγοράσει, ούτε μας ενδιαφέρει να είναι ο άλλος γευσιγνώστης. Πρέπει να τον βοηθήσουμε να μάθει το καλό κρασί. Σε αυτό αποσκοπεί και ο θεσμός «Ανοιχτές Πόρτες». Στο να μπορέσει ο οποιοσδήποτε να μπει στη φιλοσοφία του καλού κρασιού. Το μήνυμα είναι «μπες και δοκίμασε!».

Εμπειρίες…

Μπουκάλια ντεκόρ… Πριν λίγα χρόνια πήγαμε σε μία πιτσαρία που μας τράβηξε το ενδιαφέρον λόγω του ότι ήταν διακοσμημένη με παλιά έπιπλα και με πολλά, πάρα πολλά, μπουκάλια κρασί. Αφού καθίσαμε, ήρθε η ώρα να παραγγείλουμε και μας έκανε εντύπωση πως σε ένα μαγαζί με τόσο έντονο το κόνσεπτ του κρασιού, δεν υπήρχε λίστα κρασιών. Η απάντηση στην ερώτηση «Τι κρασιά
έχετε», ήταν «λευκό, κόκκινο…». Μας εξήγησαν ότι τα (γεμάτα) μπουκάλια ήταν μέρος του ντεκόρ και με δυσκολία βρήκαμε να έχει ένα οξειδωμένο μοσχοφίλερο 3 χρονιές πίσω. Τελικά ήπιαμε μπίρα.
Στο ένα μπουκάλι, η πίτσα δώρο… Ωραίο μαγαζί, δίπλα στη θάλασσα, έχει χύμα λευκό, πολύ φτηνά αγορασμένο, 8 ευρώ. Χύμα κόκκινο, κι αυτό φτηνά αγορασμένο, 10 ευρώ. Το πρώτο εμφιαλωμένο 26 ευρώ. Το δεύτερο 28 ευρώ κ.ο.κ. Μα είναι δυνατόν;! Η πίτσα, που έχει και μία διαδικασία και κόστος στα υλικά, να έχει 12 ευρώ και το κρασί να το παίρνει 6 και να το πουλάει 26;!

Μοιραστείτε:  

Tags: