Περιοδικό Αν

Χριστουγεννιάτικη ληστεία

Παραμονές Χριστουγέννων. Aυτό, θα αποδεικνυόταν ένα ιστορικό πρωί. Ο Απόστολος πρόκειται να ληστέψει την τράπεζα Εργασίας στη γωνία Βενιζέλου και κάτι –δε θυμάμαι τώρα την οδό. Η εν λόγω τράπεζα γενικά είναι ιδανική για ληστείες, γιατί στην είσοδό της δεν έχουν βάλει ακόμα κουβούκλια με λαμπάκια. Ο δικός μας έχει καβαντζώσει και ένα παλιό πιστόλι, -Μάνινγκαν τριαντατεσσάρι- κειμήλιο από τον παππού του που ήταν αντάρτης του ΕΑΜ. Βέβαια, είναι πολύ αμφίβολο αν αυτή η αρχαιολογία δουλεύει ακόμα, αλλά μη σε σκοτίζω τώρα με τεχνικές λεπτομέρειες.

Για να μη χτυπάει στο μάτι, καταφθάνει καβάλα στον Γκωγκέν, που τον δανείστηκε από τον ιππικό όμιλο. Εμένα δε μου πέφτει λόγος, αλλά πρόκειται για ένα ψωράλογο, λίγο πιο γρήγορο από ακίνητο. Παρκάρει λοιπόν ο Απόστολος αυτό το άλογο δίπλα από την τράπεζα, και μπαίνει μέσα με το κειμήλιο κρυμμένο κάτω από το μπουφάν. Παρόλο που έχει προγραμματίσει τη ληστεία στην εντέλεια, πέφτει, λόγω των ημερών, πάνω σε ουρά…

Μέσα η τράπεζα είναι ένας ιερός, καθαγιασμένος χώρος: ακούγονται ψαλμωδίες στον Ύψιστο Μανιτού – Χρήμα, υπάρχει μια κατάνυξη, μια μυσταγωγία, ένα πράμα άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις. Στους τοίχους βρίσκονται αναρτημένες οι δέκα εντολές του καπιταλισμού που κατέβασε ο Μωυσής από το βουνό. Η βασική εντολή, στην οποία συνοψίζονται όλες οι υπόλοιπες, είναι ότι  «αν ξεμείνεις από λεφτά, θα υποφέρεις!».

Πιο πέρα, στα άδυτα των αδύτων, ο Μέγας Κηρουλάριος – διευθυντής της τράπεζας εξομολογεί τους αμαρτωλούς πελάτες που δεν εκτελούν πιστά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα: αποπληρωμές δανείων, πανωτόκια, χαράτσια, κλπ. (Ω χρήμα! Υπόσχεσαι αμέτρητες ποσότητες από σένα, αλλά έρχονται άλλοι και απειλούν το θησαυρό μας. Οδηγείς στην τεράστια ησυχία που σε χαρακτηρίζει. Είσαι επιθυμία που θέλει μόνο τον εαυτό της…) Και ενώ όλα βαίνουν καλώς, με τον ένα, ή τον άλλο τρόπο, ξαφνικά κάτι έρχεται να ανατρέψει τα πάντα. Ή μάλλον όχι κάτι, κάποιος. Ή μάλλον όχι κάποιος, κάποια.

Η ταμίας. Η ταμίας ορίζεται ως ένα ενδεδυμένο (ουλτραμαρίν ταγέρ τύπου κοκό σανέλ) έμβιο ον, το οποίο με τα απαστράπτοντα κόκκινα νύχια του μετράει και ξαναμετράει λεφτά. Ετούτη εδώ όμως -χλωμή και παραζαλισμένη από το πολύ μέτρημα- επιπλέον έχει υπέροχα διάφανα μάτια που στο βάθος τους διακρίνεις μια εξουθενωμένη ψυχή. Μια εξουθενωμένη ψυχή, καταλαβαίνεις. Ο Απόστολος τη βλέπει έτσι και του ‘ρχεται να δακρύσει…
Για να μην τα πολυλογώ, φτάνει η σειρά του στο γκισέ, στέκεται έκθαμβος μπροστά στην έξοχη ταμία, έχει ξεχάσει γιατί βρίσκεται εκεί, πώς τον λένε, τι γυρεύει στη ζωή. Τον ρωτάει τι συναλλαγή θέλει να κάνει. Εκείνος έχει πολύ ξεκάθαρη στο μυαλό του τη συναλλαγή που θα ήθελε μαζί της, αλλά δεν μπορώ τώρα να την αναφέρω εδώ, γιατί ίσως η αρχισυντάκτις Ελένη τη θεωρήσει σεξιστικό και την κόψει.
Της δείχνει με τρυφερότητα το σκουριασμένο Μάνινγκαν, λες και κάτω από το μπουφάν του είχε κανά μωρό, και της ψελλίζει με ραγισμένη φωνή: «…με συγχωρείτε, …λ… ηστεία…». (Ω, πρωταγωνιστά μου! Τα λεφτά δε θα σου δώσουν αυτό που θέλεις. Kατά βάθος, το περιούσιο όπλο του χρόνου είναι η αγάπη…). Εκείνη δε φαίνεται να την πιάνει και κανένας τρομερός πανικός. Στη συνέχεια ο Απόστολος τη ρωτάει αν είναι παντρεμένη. Του απαντάει «όχι». Μετά την ξαναρωτάει αν είναι λογοδοσμένη, αρραβωνιασμένη, ή έστω προξενεμένη. Εκείνη πάλι του απαντάει «όχι, τίποτα». Ο Απόστολος νιώθει σαν ανεμότρατα με φουσκωμένα τα πανιά: πρώτη φορά η ζωή στέκεται τόσο γενναιόδωρη απέναντί του.
(Ω γλυκέ πόνε! Πόσο τολμηρό και αχανές όνειρο μπορεί να γίνει για έναν άντρα μία γυναίκα…!)

Από τη μεριά της η πολυπαινεμένη ταμίας, Υλαγιαλή, ενώ με τα εξωτερικά της χέρια αγγίζει τα λερά χαρτονομίσματα, νιώθει τα εσωτερικά της χέρια να αρπάζουν και να κρατιούνται από αυτή εδώ τη στιγμή της ζωής της. Σαν κεραυνός τής περνάει η αυτεπίγνωση ότι αυτός ο αξύριστος μαλλιάς μπροστά της, είναι ο άντρας που πάντα περίμενε! Αυτός που λες και μόλις ανασήκωσε ένα άγνωστο πέπλο και όλα ξεκαθαρίζουν. Χωρίς να το στοχαστεί δεύτερη φορά, μαζεύει αστραπιαία τα λεφτά στη λουί βιτόν τσάντα της, ρεγουλάρει τη φούστα του ταγέρ, γιατί είναι στενή και δεν ενδείκνυται για επικίνδυνες αποστολές και δίνει ένα σάλτο σαν αίλουρος πάνω από το γκισέ, στυλ Λάρα Κροφτ. Στα ποδάρια της φοράει κάτι εικοσάποντους κοθόρνους μανόλο μπλάνικ από τη λαïκή, λες τώρα θα γκρεμοτσακιστεί, όμως όχι φίλε μου, ισορροπεί μια χαρά! (Ω κίνδυνε! Είσαι ο δίδυμος αδερφός του έρωτα…). Ιμερόεσσα, λευκώλενος και καλλίπυγος -την περιγράφω στην Ιωνική διάλεκτο, γιατί στα νεοελληνικά είναι πάλι λίγο ακατάλληλο (άτιμη Ελένη!)- βουτάει τον αποσβολωμένο Απόστολο από το χέρι και τρέχουν έξω, όμηροι ο ένας του άλλου, ξεχνάνε τελείως τον Γκωγκέν, στρίβουν προς Αγία Βαρβάρα, κάνουν μια στάση σε ένα φίλο φαρμακοποιό –τον Ουλαλούμ Μαραιημπούκτσιν- να δοκιμάσει η Υλαγιαλή κάτι καινούργια κραγιόν γκλίτερ, υβ σαιν λωράν και τέλος καταλήγουν στο Ρεξ για καφέ.

Το βράδυ στο μέγκα τσάνελ και το σκάι, έγκριτοι δημοσιογράφοι, βοïδοκέφαλοι και αξιότιμοι υπουργοί, μαïμουδόκωλοι, θα καταγγείλουν πως η συγκεκριμένη ληστεία ήταν δάκτυλος της Αριστεράς. (Ω, πολιορκημένη κοινωνία! Οι προμήθειες τέλειωσαν, πρέπει να αποτολμήσεις την έξοδο…) Μετά βγαίνουν βόλτα στην πλατυτέρα των ουρανών, θάλασσα. Ο Απόστολος με τρεμάμενη καρδούλα και φτερό τρεμάμενο, κλείνει τα μάτια για να βεβαιωθεί ότι αυτό που συμβαίνει, συμβαίνει πραγματικά.
Η ωραία ταμίας, Υλαγιαλή, το γλυκό αστέρι του βοριά, παίρνει μακριά του τη βαριά σκιά και του δίνει ρότα. Εμφανέστατα καψουρεμένος στο έπακρο μαζί της, γλιστράει το χέρι του στη μέση της, πνίγεται στο άρωμά της (κριστιάν ντιόρ από πλανόδιο μικροπωλητή) και της τραγουδάει κάτι θρακιώτικα κάλαντα. Εκείνη λάμποντας σαν αστραπή χρυσού και ασήμου, μετράει καταλεπτώς με μια αριθμομηχανή τσέπης τα μουρλά νεφούρια του Ευρίπου, γλάρους αλαφροπέταχτους, ζεστά φιλιά και ακριβές λέξεις.

Έτσι λοιπόν, βάδισαν ώρα πολλή οι δυο τους, ο Δον Κιχώτης αγκαλιά με τον ανεμόμυλό του.

Κάποια στιγμή ανέτειλε το λαμπρό άστρο των Χριστουγέννων και στο στερέωμα φάνηκαν τάγματα αγγέλων με τρομπέτες και σαξόφωνα. Η Υλαγιαλή έβγαλε τα παπούτσια της και έμεινε ξυπόλητη.

*Ως μουσική υπόκρουση του αναγνώσματος σαφώς προτείνεται η «Υλαγιαλή» σε ποίηση Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου.