Λεωφορείον ο Πόθος
- Συντάκτης Θωμάς Μυλωνάς
-Αυτός ο καινούργιος νοικάρης, είναι Καραμπαμπιώτης;
-Μπα.
-Ξέχασε το φως του στο διάδρομο αναμμένο.
-Το είδα.
-Τι δουλειά κάνει;
-Ρε μάνα, άσε με ήσυχη! Προσπαθώ να συγκεντρωθώ!
-Είναι παντρεμένος;
-Όχι.
-Είσαι σίγουρη;
Τινάχτηκα πάνω και έριξα ένα γερό κοπάνημα στην πόρτα του δωματίου. Ραγίσανε οι σοβάδες.
Η μάνα μου πίσω από την κλειστή πόρτα συνέχισε:
-Δε πας να του πεις να το σβήσει; Ζήτα του και ένα αυγό, να αυγοκόψω την ψαρόσουπα.
Διέκοψα τη μετάφραση. Δυο ώρες έψαχνα μια κωλολέξη.
Έβαλα πούδρα γιατί είχα το ένα μάγουλο κόκκινο και το άλλο άσπρο.
Όταν στάθηκα μπροστά στην πόρτα του, θυμήθηκα ότι είχα ξεχάσει να βγάλω την τρισάθλια ρόμπα μου. Αλλά ήταν αργά πια: είχα ήδη χτυπήσει το κουδούνι.
Φόραγε ένα μπλουζάκι κολλητό τύπου Μάρλον Μπράντο στο «Λεωφορείον ο Πόθος».
Με ευχαρίστησε και έσβησε το φως.
Για αυγό δεν του είπα τίποτα.
Με τους άντρες έχω σοβαρό πρόβλημα.
Για παράδειγμα, πες πως έχω κανονίσει ραντεβού, και πάω να συναντήσω τον Tάδε: Οι περαστικοί είναι λίγοι και ο αέρας υγρός, ο ήλιος δύει, με διατρέχει ένα ρίγος υπερηφάνειας και ματαιοδοξίας που μερικοί το ονομάζουν και έρωτα. Ωστόσο, λίγα μέτρα πριν φτάσω, ένας ιδρώτας αγωνίας σιγά σιγά μού βρέχει το μέτωπο· με πιάνει κρίση πανικού ότι εκεί στο σημείο της συνάντησης θα ξεκινήσει μια ιστορία. Κάτι μού λέει κοφτά: Τώρα αρχίζει ένα σπίτι με βαριά έπιπλα, η προγραμματισμένη αγάπη, η ατέρμονη εναπόθεση αναμνήσεων· το προμηνύουν οι πάπυροι των θεών, οι ουρανοί των σταθερών αστερισμών, τα μαθηματικά της γενετικής. Μια δίνη τότε με τυλίγει, απώλεια και σωτηρία ταυτόχρονα, χωρίς να ξέρω ποια είναι η μία και ποια η άλλη.
Τελευταία στιγμή, κάνω μεταβολή. Κλειδαμπαρώνομαι στο σπίτι, απενεργοποιώ το κινητό και διαγράφω τα μέηλ.
-Τι έγινε;
-Εντάξει.
-Τι εντάξει;
-Ρε μάνα, χέσε με!
-Μήπως έχει αρραβωνιαστικιά;
-Και να έχει, θα την αφήσει, ερωτεύτηκε εμένα κεραυνοβόλα.
-Μα σου μιλάω σοβαρά…
Και γω σοβαρά της μίλαγα.
Κατόπιν τούτου ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Μου ήρθε και η περίοδος πριν της ώρας της. Τη λέξη δεν την είχα βρει ακόμα.
-Άφησε πάλι αναμμένο το φως στην πόρτα του.
-Ε και;
-Δε πετάγεσαι να τον ειδοποιήσεις; Πες του να ’ ρθει να φτιάξει και το καζανάκι μας.
Σηκώθηκα από την καρέκλα με την πλάτη όλη πιασμένη σα να είχα κουβαλήσει ψαροκασέλες στην Ιχθυόσκαλα.
Φόρεσα το καλό μου φόρεμα, το βελούδινο, αυτό που έχω για γάμους και κηδείες και βγήκα στο διάδρομο.
Ο Μάρλον Μπράντο μύριζε τηγανίλα. Τον ρώτησα τι μαγείρευε, μου απάντησε στραπατσάδα, θέλετε να περάσετε; Του είπα δυο λεπτάκια μόνο, ο εκδότης θα με σφάξει, περιμένει το κείμενο μεθαύριο.
Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το τι μετάφραζα, για την ιταλική λογοτεχνία και για το στήθος μου. Φάγαμε, πλακώσαμε και τις μπύρες, παίξαμε κανά δυο παρτίδες τάβλι και του διηγήθηκα την παιδική μου ηλικία, συν την εφηβική και τη φοιτητική.
Για το καζανάκι δεν του έκανα λόγο.
Πέρασαν μερικές μέρες ακόμα. Κοντεύανε και Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα με αγχώνουν: παίρνω κιλά.
Ένα βράδυ που είχα αποκοιμηθεί πάνω από τη μετάφραση, είδα όνειρο το Πνεύμα των Χριστουγέννων σε δική μου εκδοχή. Ήταν, λέει, τρία όλογα: το ένα ασθενικό ψοφίμι με θλιμμένη υπομονή, το άλλο, ρωμαλέο και αφηνιασμένο, σηκωμένο στα πισινά του πόδια, ενώ το τρίτο, άλογο ιππόδρομου, που έτρεχε γύρω γύρω, στεκόταν κάθε τόσο, αναρωτιόταν για ποιο λόγο τρέχει και συνέχιζε.
-Έφη…
-Άσε ρε μάνα, ξέρω: το φως του το ΄ χει πάλι αναμμένο…
-Ναι. Πήγαινέ του και κανά μελομακάρονο. Να του πεις πως είναι η σειρά του να σφουγγαρίσει τις σκάλες.
Αυτό το πράμα δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω: εκεί που έχω -ας υποθέσουμε- ξεπεράσει την κρίση πανικού και συνάπτω σχέση με τον Tάδε, μετά από λίγο γίνεται ανύπαρκτος. Δεν εξαφανίζεται, είναι παρών, αλλά κάπως σαν φάντασμα, χωρίς ο άνθρωπος να είναι φάντασμα από μόνος του, εγώ τον αισθάνομαι έτσι. Ένας τέτοιος ανύπαρκτος άντρας δεν δημιουργεί ζητήματα, δεν προσβάλλεσαι αν δεν σε χαιρετήσει, τακτοποιεί τα σώβρακά του, δεν αφήνει τρίχες στο σαπούνι. Καταπληκτικός.
Μέσα σε όλη αυτή την τελειότητα όμως, κρύβεται μια διαρκής υποχθόνια μομφή. Σε κάνει να νιώθεις ένοχη, ένοχη που δεν είσαι σώνει και καλά ευτυχισμένη. Ναι, ναι, αυτό είναι: η υποχρεωτική ευτυχία μού διαλύει τα νεύρα, δεν την αντέχω με τίποτα.
☼
Μόλις μου άνοιξε, με είδα μέσα από τα μάτια του… ήμουν ένα μοναχικό ιερογλυφικό αμετάφραστο… το βλέμμα του έγινε θερμό και ανίερο… κατάλαβα αμέσως ότι θα με φιλήσει… περίμενα… μέσα μου τίναζε τα φτερά του ο Αναγεννώμενος από τη στάχτη του Φοίνικας… το Λεωφορείον ο Πόθος μαρσάριζε…
Πράγματι, σε στυλ σλόου μόσιον, ακούμπησε τα χείλη του στα δικά μου… τον άδραξα και τον έσφιξα πάνω μου… είχε υπέροχα χέρια, χέρια αρχικτίστη… έτσι που ήμασταν σε αυτή την έκρυθμη κατάσταση -μεταξύ σωτηρίας και απώλειας- του ψιθύρισα:
-…Τι θα γίνει… με… αυτό το… φως… μωρ΄ αδερφάκι μου…
Για τις σκάλες θα του έλεγα μετά.