Περιοδικό Αν

Αφιερωμένο στις αυτού μεγαλειότητες ή άλλος για ψυχοθεραπεία;

Στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «το βλέμμα του Οδυσσέα» έχει ένα μικρό ρόλο ο Θανάσης Βέγγος. Υποδύεται τον Έλληνα ταξιτζή, που περνάει τον «Οδυσσέα», Χάρβεϊ Καϊτέλ, από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Διαδρομή δύσκολη μέσα από τα βουνά. Η φύση βιώνει σιωπηλά το βαρύ χειμώνα. Δύο άντρες άγνωστοι, μόνοι τους, περιτρυγιρισμένοι από αρμονία, καρτερικότητα και τσουχτερό κρύο. Ο ένας σε πορεία αναζήτησης, ο άλλος ταπεινός γνώστης αυτής της πορείας. Ο Θανάσης Βέγγος σταματά το γκρι ταξί του δίπλα σε μια χαράδρα, για να ξεμουδιάσουν και να ζεσταθούν. Βγάζει ένα μπουκάλι τσίπουρο, πίνει μια γουλιά και το προτείνει στον Χ. Καϊτέλ, ο οποίος αρνείται. «Πάρε» του λέει με τη βραχνή κυματιστή φωνή του. «Στον τόπο μου οι άνθρωποι γίνονται φίλοι όταν πίνουν από το ίδιο μπουκάλι». Κι ύστερα βγάζει ένα μπισκότο και το πετάει στη χαράδρα: «πάρε κι εσύ φύση ένα μπισκότο».

Αν και γεννήθηκα και μεγάλωσα στο αστικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης, έζησα σε ένα σπίτι ανοιχτό στους ανθρώπους. Μαζί μας ζούσαν οι γιαγιά και τα ξαδέρφια μου. Και μπαινόβγαιναν γίλοι, γείτονες, συγγενείς, συγχωριανοί, που έρχονταν στην πόλη για κάποια δουλειά. Η ανάγκη και το πρόβλημα κάποιου ήταν ανάγκη και πρόβλημα και των άλλων. Αλλά και η χαρά του ήταν χαρά όλων. Πάντα υπήρχε ένα πιάτο φαΐ για κάποιν ξαφνικό επισκέπτη ή για κάποιον που το χρειαζόταν. Μια μέρα χτύπησε την πόρτα μας ένας παπούλης που ζητιάνευε. Η μάνα μου, 25χρονο κορίτσι τότε, τον κάλεσε μέσα και του έβαλε να φάει. Από τότε και για μεγάλο διάστημα, ο παπούλης ερχότανε κάθε μέρα κι έτρωγε σπίτι μας. Δεν είμασταν πλούσιοι. Ευτυχώς.

Μπορεί να νιώθω τυχερή γι’ αυτές τις πολύτιμες αποσκευές, όμως νιώθω άλλο τόσο άτυχη, που ζω σε εποχή παρακμής.
Τα σπίτια είναι κλειστά και τα κλειδιά παρμένα από τους πανίσχυρους ιδιοκτήτες τους.
Έχουν τα λεφτά τους, τη δουλίτσα τους, το φαγητό τους, τα αντικείμενα τους, τη γυναίκα τους ή τον άντρα τους, το αυτοκίνητό τους, τα τσιλιμπουρδίσματά τους, τον υπολογιστή τους, το(-α) παιδί(-α) τους, το λατρεμένο τους εγώ και αυτό είναι υπεραρκετό.
Τα ξέρουν όλα (άσε που τα ήξεραν κι από πριν…)
Έχουν άποψη για όλα και είναι η σωστή. Δεν χρειάζονται αποδείξεις. Παπαγαλίζουν θεωρίες, που καμία σχέση δεν έχουν με τον τρόπο που ζουν.
Δεν κλαίνε. Ούτε γελάνε με την καρδιά τους.
Είναι δυνατοί, αυτόνομοι, δεν έχουν ανάγκη κανέναν. Είναι ικανοί για όλα.
Καταμετρούν τι σου έδωσαν, για να ξέρουν τι έχουν να λαβαίνουν.
Προτιμάνε να έχουν εχθρούς, παρά φίλους. Κι αν δεν υπάρχουν πραγματικοί εχθροί δεν είναι τίποτα να τους κατασκευάσουν. Λίγο κουτσομπολιό, λίγη συκοφαντία, λίγη παρερμηνεία κι έτοιμη η συνταγή! Έτσι κι αλλιώς τους χρειάζονται προκειμένου να αποποιηθούν τον
πιο επικίνδυνο απ’ όλους, τον εαυτό τους.
Η εμπιστοσύνη είναι πιο δύσκολη από την καχυποψία.
Είναι πιο εύκολο να γκρεμίσεις κάτι παρά να χτίσεις.
Τους κοιτάς στα μάτια και τα δικά τους ψάχνουν στο πάτωμα.
Τα λόγια τους είναι διαφορετικά από τις σκέψεις τους.
Μερικές φορές οι δαίμονές τους είναι τόσο επίμονοι, σχεδόν αδάμαστοι, που – ανήμποροι μπροστά τους – ξεστομίζουν τις σκέψεις τους.
Καλό είναι για αυτούς που τους ακούν, για να ξέρουν με τι έχουν να κάνουν κι ας είναι μεγάλο το κόστος των αποκαλυπτηρίων.
Καλό είναι και για τους ίδιους για να ακούν τι λένε (αν τα αισθητήρια της ακοής τους λειτουργούν).
Έχω πιει από το ίδιο μπουκάλι με τέτοιους ανθρώπους.
Αργότερα κατάλαβα ότι όταν το μπουκάλι ήταν δικό τους το πρόσφεραν για να με κάνουν να νιώθω υποχρεωμένη και γι’ αυτό περίμεναν πολλαπλάσια ανταπόδωση. Αν ήταν δικό μου έπιναν με την πεποίθηση οτι υπάρχει υστεροβουλία και πρόθεση πίσω από την προσφορά.
Θαρρείς και όλοι σκέφτονται σαν και δαυτούς…
Εις υγείαν, «καλοί μου άνθρωποι».