Αναλαμπίδες

O κύριος Παντελής όταν ήθελε να πλύνει τα πρόβατά του έριχνε ένα στο ποτάμι. Τα υπόλοιπα απλώς ακολουθούσαν. Όπως ακολουθούμε οι περισσότεροι ό,τι μας σερβίρουν. «Νεοέλληνες χορεύουνε στα τέσσερα με κουδουνάκια», που λέει κι ο Πανούσης.

Τις προάλλες ονειρεύτηκα ότι περπατούσα στο κέντρο της πόλης και από τα μαγαζιά ακουγόταν παλιά λαϊκά τραγούδια, που είχα ξεχάσει. Μέσα σ’ αυτό το όνειρο θερινής νυκτός σκεφτόμουν: «Να τα θυμάσαι όταν ξυπνήσεις!». Βγαίνοντας από τον ονειρικό κόσμο αυτό που επικρατεί στον πραγματικό είναι ανέμπνευστοι μονότονοι ήχοι (ή θόρυβοι;) και εύκολα σουξεδάκια από σιλικονάτες εκτελέστριες κι ανέραστους εκτελεστές. Είναι πολλές. Είναι πολλοί. Και είναι παντού. Στις περισσότερες ραδιοφωνικές συχνότητες, γίνονται θέματα σε ψυχαγωγικές (;) εκπομπές και ειδήσεις σε δελτία με «νεανικό κοινό», βγαίνουν από τα ανοιχτά παράθυρα των αυτοκινήτων, που ρολάρουν και τρέμει η άσφαλτος –ένα ζευγάρι ωτοασπίδες, παρακαλώ!–, στα μαγαζιά που διασκεδάζουν οι νεοέλληνες με τα κουδουνάκια. Ναοί της διασκέδασης, που εύστοχα ο χαρακτηρισμός «ελληνάδικα» ακούγεται υποτιμητικός, αφού η ποιότητα των τραγουδιών, που ακούγονται εκεί, υποτιμά όχι μόνο τα ώτα μας, αλλά και τη φαντασία, την αισθητική και τον ερωτισμό μας. Αρσενικά και θηλυκά διαδηλώνουν την απελπισία τους προτάσσοντας τα στήθη τους, τα αποτριχωμένα οι μεν, τα ζουληγμένα, για να φαίνονται πλούσια, οι δε. Ελπίζοντας να αστράψει το φλας ενός τοπικού εντύπου, που θα δημοσιεύσει τη φωτογραφία τους μαζί με μια εξυπνακίστικη χυδαία λεζάντα.

Οι εμπορικές ελληνικές επιτυχίες ακούγονται ακόμα και στα μαγαζιά που έχουν επιλέξει την ξένη μουσική και είναι και τα περισσότερα. Δεν είναι παράδοξο αυτό; Ούτε ένθερμη πατριώτισσα είμαι ούτε ξενομανής. Αναρωτιέμαι μόνο πώς μας προέκυψε αυτή η ανάγκη. Είναι τόσο φτωχή η ελληνική μουσική; Τόσο κακή; Μήπως δεν θέλουμε να καταλαβαίνουμε τι ακούμε; ‘Η μήπως έγιναν όλοι ξενομαθείς και δη αγγλομαθείς και δεν το πήρα χαμπάρι; Κι αν είναι έτσι γιατί μιλάμε ελληνικά και τραγουδάμε σε άλλη γλώσσα; Ίσως ακούγομαι απόλυτη. Δεν είμαι. Μιλάω γι’ αυτό που επικρατεί. Τα τραγούδια ήταν και είναι σύμμαχοι και φίλοι σε όλες τις φάσεις της ζωής μας. Ακόμα και στο τέλος της. Πέρα από τη χαλάρωση και την ευθυμία που μπορεί να προσφέρει ένα τραγούδι, το πιο σημαντικό είναι η συγκίνηση. Να ακουμπήσει στα συναισθήματα. Να πει αλήθεια. Να μας κάνει να θυμηθούμε. Να μας βοηθήσει να ξεχάσουμε. Να μας δείξει έναν άλλο δρόμο. Να επιβεβαιώσει τον τρόπο που αισθανόμαστε.

Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που περπατώντας στη Θεσσαλονίκη με την αδελφή μου έλεγε η μία μια λέξη και η άλλη έπρεπε να βρει ένα τραγούδι που να την περιέχει. Στο σπίτι μας το ραδιόφωνο ήταν σταθερά συντονισμένο στο δεύτερο πρόγραμμα. Ούτε ελεύθερη ραδιοφωνία ούτε κυριαρχία της τηλεόρασης. Αγαπημένες εκπομπές της οικογένειας «Τα τραγούδια της παρέας» κι αυτή με τα ελαφρά – Γούναρης, Βέμπο, Πολυμέρης, Δανάη… Ίσως έτσι ξεκίνησε η προτίμησή μου για τα καλά ελληνικά τραγούδια απ’ όποιο είδος κι αν προέρχονται. Σε πολλούς αυτή η προτίμηση φαντάζει παλιομοδίτικη, ξεπερασμένη ως και γραφική. Καθόλου δε μ’ ενδιαφέρει. Ίσα ίσα, μ’ ενοχλεί που έχω ξεχάσει πολλά από τα τραγούδια που ήξερα! Όταν όμως τα ξαναανακαλύπτω, η χαρά μου είναι πολλαπλάσια της πρώτης μου γνωριμίας μαζί τους.

Μοιραστείτε: