Τάκης Μόσχος

χωρίς αστείαν αιδώ

Τάκης Μόσχος

Ο Τάκης Μόσχος γεννήθηκε στη Χαλκίδα. Βρέθηκε να σπουδάζει νομικά στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Γερμανία. Γύρισε ύστερα από μία ερωτική απογοήτευση και με όπλο ένα πολύ όμορφο παρουσιαστικό και πολλή τύχη, έγινε ηθοποιός από μοντέλο και έπαιξε τον Αργύρη της πιο γλυκιάς συμμορίας. Βραβεύτηκε γι’ αυτήν του την ερμηνία, όπως και για αυτή του Λαπαθιώτη στο «Μετέωρο και σκιά». Μαζί μιλήσαμε για εραστές παλιάς κοπής, για το τί είναι φυσικό για κάποιους ανθρώπους και τί δεν είναι, για τον κοσμο-πολιτισμό που πρέπει να φέρουν οι καλλιτέχνες και για τον Τάκη σήμερα.

Γεννήθηκα στη Χαλκίδα και μεγάλωσα συντηρητικά, σε μία αυστηρών αρχών οικογένεια… ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός. Τότε, μου αρκούσε η Χαλκίδα. Στα δεκαοχτώ μου πέρασα – από τους πρώτους παρακαλώ- στη νομική Θεσσαλονίκης. Εκεί αισθάνθηκα πολύ βλαχάκι και πολύ επαρχιώτης. Θυμάμαι μια αποκρουστική Θεσσαλονίκη, κρύα και υγρή. Κάτι τεράστια γκρίζα κτίρια μέσα σ’ ένα μαύρο σύννεφο και είπα, «Εδώ είναι το μέλλον μου, εδώ θα είναι ο τόπος μου;». Οι γονείς μου, μου είχαν νοικιάσει ένα σκοτεινό ισόγειο διαμέρισμα, Δαγκλή και Δεριγνύ, στο οποίο θα συγκατοικούσα. Ακριβώς απέναντι, δύο τετράγωνα παρακάτω, ορθώνονταν οι πολυκατοικίες του Πανεπιστημίου σαν σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Και όλα αυτά με πολύ κρύο. Όταν φύγεις από την ηλιόλουστη Χαλκίδα και εκεί στο βορρά νιώσεις τον Βαρδάρη, τσούζει. Η Θεσσαλονίκη ήταν για μένα η ξένη πατρίδα, τρόπον τινά. Λίγο αργότερα, βρέθηκα στη Γερμανία, σε μία προσπάθεια να μη με πάρουν στο στρατό.

Από φόβο, δηλαδή!

Ναι. Έφυγα λίγο πριν πέσει η χούντα και λίγο πριν λήξει η αναβολή μου. Γύρισα επτά χρόνια μετά, ύστερα από μία ερωτική απογοήτευση. Αλλάζει η ζωή, πολύ. Στη Γερμανία, είχα εγκλιματιστεί πλήρως, είχα γίνει Γερμανός σε τέτοιο βαθμό, που δυσκολεύτηκα πολύ να ενσωματωθώ στην ελληνική πραγματικότητα. Είμαι πολύ αυστηρός άνθρωπος, εμένα που με βλέπεις (γέλια). Έκανα δύο–τρία χρόνια να συνέλθω.

Αυστηρός;

Στη δουλειά είμαι πολύ αυστηρός. Δεν είμαι «μπαμπούλας», αλλά θέλω από τους συνεργάτες μου να είναι επαγγελματίες, να παράγουν. Επίσης, στη Γερμανία έμαθα ότι το ναι, είναι ναι και το όχι, είναι όχι. Στην Ελλάδα είναι όλα λίγο φλου. Όπως έκανα τρία χρόνια να προσαρμοστώ στη Γερμανία – και τελικά προσαρμόστηκα και πέρασα και πάρα πολύ καλά – άλλο τόσο μου έκανε να προσαρμοστώ στην ίδια μου τη χώρα. Αφού πολλές φορές αναρωτιόμουν, πότε θα μάθω να κινούμαι με τους εδώ ρυθμούς.

Το βιβλίο με τις επαγγελματικές φωτογραφήσεις μου που είχα κάνει στη Γερμανία, το έδειξα σ’ ένα φίλο μου Χαλκιδέο, τον Δημήτρη Βενιζέλο και αυτός με σύστησε στον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη, τον περίφημο κριτικό κινηματογράφου. Εκείνος μου πρότεινε να τις πάω στη Στέφη φιλμς, που ήταν τότε κραταιά και εγώ τις πήγα. Την επόμενη μέρα, έκανα και την πρώτη διαφήμιση. Ένα κρασί σέλλαρ, ροζέ.

Τελικά εγκλιματίστηκες;

Ποτέ απόλυτα. Έμαθα να ζω και να κινούμαι με τους ελληνικούς ρυθμούς, πότε περιφερειακά και πότε στο κέντρο και πάλι πίσω. Στο κέντρο πλησίαζα, λόγω της δουλειάς γιατί αν έκανα και καμία άλλη δουλειά θα είχα φύγει απ’ αυτό, από πολύ νωρίς.

Πώς έγινες ηθοποιός;

Τυχαία. Δεν το ‘χα ποτέ στο μυαλό μου, ούτε καν σαν έφηβος, που πολλοί θέλουν να γίνουν ηθοποιοί, τραγουδιστές. Καλλιτέχνιζα κατά κάποιο τρόπο, ή καλύτερα ήμουν πάντα κοντά σε καλλιτέχνες, μην όντας ο ίδιος καλλιτέχνης. Σίγουρα με επηρέασε το σινεμά, που το αγαπούσα και το παρακολουθούσα. Ύστερα, ήρθε και η ευκαιρία με τη σχολή Πειραματικού κινηματογράφου μέσα στο πανεπιστήμιο, στην περίφημη Städelschule… Έκανα και το μοντέλο στη Γερμανία – ήμουν και ωραίος νέος – και με αυτά τα εφόδια ξαναγύρισα πίσω, σκοπεύοντας να δουλέψω λίγο σαν μοντέλο και να δω αργότερα τι θα κάνω. Στάθηκα όμως τυχερός. Το βιβλίο με τις επαγγελματικές φωτογραφήσεις μου που είχα κάνει στη Γερμανία, το έδειξα σ’ ένα φίλο μου Χαλκιδέο, τον Δημήτρη Βενιζέλο και αυτός με σύστησε στον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη, τον περίφημο κριτικό κινηματογράφου. Εκείνος μου πρότεινε να τις πάω στη Στέφη φιλμς, που ήταν τότε κραταιά και εγώ τις πήγα. Την επόμενη μέρα, έκανα και την πρώτη διαφήμιση. Ένα κρασί σέλλαρ, ροζέ. Το βιβλίο μου εξακολουθούσα να το παρουσιάζω πάντα με τη λογική του μοντέλου, μόνο που στα γραφεία παραγωγών που το παρουσίαζα το βλέπαν περισσότερο διαφημιστές, παραγωγοί και σκηνοθέτες. Έτσι προέκτυπαν διάφορες δουλειές, όπως το να κάνω τον κομπάρσο σ’ ένα επικό Αιγυπτιακό σίριαλ εποχής. Γι’ αυτήν την εμπειρία θα μπορούσα να σας μιλάω ώρες, καθώς η όλη επαφή μου μ’ αυτό, ήταν εντελώς σουρεάλ. Βρέθηκα να κάνω τον Ρωμαίο στρατιώτη, τον μαύρο σκλάβο που έκανε αέρα στον αφέντη, τον σκληρό Αιγύπτιο στρατιώτη, αλλά και τον κακομοίρη σκλάβο που μαστιγωνόταν για να κάνει πιο γρήγορα. Τα γυρίσματα κράτησαν δύο μήνες και πηγαίναμε στην Παιανία με πούλμαν. Εγώ μ’ ένα φίλο μου χάναμε πολλές φορές το πούλμαν και πληρώναμε το μεροκάματο σε ταξί. Άλλοτε πάλι, από την πολύ αϋπνία, κοιμόμασταν σχεδόν όρθιοι στα γυρίσματα και ερχόταν ο – Αιγύπτιος – σκηνοθέτης και μας φώναζε «κομπάρς, ε, κομπάρς!». Φανταστείτε με, βαμμένο μαύρο, με αχυρένια φούστα, με δέρματα δεμένα στους καρπούς και στους αστραγάλους, να κάνω αέρα στον Αιγύπτιο βασιλιά και αυτός να καταβροχθίζει ένα πραγματικό κοτόπουλο! Κάτι άλλο που ήταν χαρακτηριστικό σ’ αυτά τα γυρίσματα, ήταν η παρουσία του μισοβαμμένου φελιζόλ σχεδόν παντού: από φελιζόλ ήταν οι πύλες του παλατιού που έτριζαν καθώς άνοιγαν, από φελιζόλ οι πέτρες, από φελιζόλ ακόμα και τα σπαθιά μας και μάλιστα βαμμένα μόνο από τη πλευρά που φαινόντουσαν! Σε μία σκηνή, έπρεπε να σηκώσουμε όλοι τα φελιζόλ σπαθιά μας και να σχηματίσουμε μία αψίδα για να περάσει από κάτω η βασίλισσα. Η Ρωμαία, αυτή τη φορά βασίλισσα, πρέπει να περάσει από κάτω έχοντας όμως τα μαλλιά της στολισμένα – θυμάστε εκείνα τα συρμάτινα λουλουδάκια που χρησιμοποιούσαν στις μπομπονιέρες; Ένας τεράστιος κότσος – αντί για στέμμα -, έπρεπε να χαμηλώσει και να περάσει από κάτω χωρίς να αφήσει τα λουλουδάκια πάνω στα φελιζόλ σπαθιά μας. Εντέλει, κατέβηκε τα φελιζόλ σκαλιά… τα οποία
τρίζανε (το τρίξιμο να το έχετε πάντα μέσα στη σκηνή). Τελικά, ο προκλητικός κότσος πέρασε χωρίς σοβαρές απώλειες.

Μετά από αυτή την εμπειρία, ήρθε και η πρώτη συμμετοχή σε ελληνική ταινία!

Είχα περάσει από ένα γραφείο, να αφήσω κάποιες φωτογραφίες μου και με πήραν τηλέφωνο, λέγοντάς μου ότι ήθελαν να μου δώσουν ρόλο σε μια ταινία του Κατακουζηνού, τον «Άγγελο». Εγώ κι εκεί για τα χρήματα πήγα και βρέθηκα να κάνω την τραβεστί «κοκκάλω» σε γυρίσματα στη Συγγρού και όχι μόνο… Σε μία σκηνή, έπρεπε να πω κάτι στο Μανιάτη, να τον συμβουλέψω έτσι ώστε να τακτοποιήσει κι αυτός τη ζωή του – όπως την είχα τακτοποιήσει κι εγώ που δούλευα τσατσά σε μπουρδέλο και να τον συστήσω σ’ έναν που ήξερα παρακάτω – και όλα αυτά πηγαίνοντας του έναν καφέ που του είχα φτιάξει. Έτρεμα τόσο πολύ, που το φλιτζάνι με το πιατάκι κροτάλιζαν! Σκεφτείτε πόση ησυχία χρειάζεται για να γυριστεί μία σκηνή, που ακόμα και οι ανάσες σε κάποιες περιπτώσεις σταματούν, κι εμένα μου κροτάλιζε το φλιτζανάκι με το πιατάκι του. Αυτές οι σκηνές κόπηκαν… είμαι σε κάτι γενικά πλάνα και κάπου λέω και μία ατάκα.

Σε μία τέτοια ανοικτή πρόβα, γυρίζει ο Ουότερλοτ, ένας τεράστιος νέγρος, πολύ φειδωλός στα σχόλιά του και λέει στους μαθητές, καταδεικνύοντας εμένα, ότι «σήμερα έχουμε μαζί μας ένα μεγάλο ταλέντο». Εκεί πια, μου μπήκε το ψώνιο του ηθοποιού.

Τί ήταν αυτό που σε έκανε να δεις την ηθοποιία πιο επαγγελματικά;

Εκείνο τον καιρό, έπεσε στα χέρια μου μια εφημερίδα, στην οποία έγραφε ότι «δίνονται μαθήματα του Άκτoρ στούντιο, για Έλληνες ηθοποιούς, από Αμερικάνους καθηγητές. Οι ενδιαφερόμενοι Τάκης Μόσχοςμπορούν να απευθυνθούν στο Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου». Αυτό μου έκανε κλικ, «είναι για μένα», σκέφτηκα, μόνο που τα μαθήματα γινόντουσαν στη Σαντορίνη και εγώ ήμουν άφραγκος στην Αθήνα. Παρόλα αυτά, πήρα τηλέφωνο και μου είπαν να περάσω από εκεί, γιατί ήμουν, ο πρώτος από τους Έλληνες που είχε ενδιαφερθεί. Τους είπα ότι είμαι ηθοποιός, μιας και εκτός από το κομπαρσιλίκι στους Αιγύπτιους, είχα κάνει και ένα περασματάκι από ταινία, και αυτοί δε με ρωτήσανε τίποτα άλλο. Μου λένε, λοιπόν, ότι σαν πρώτος που δήλωσε ενδιαφέρον, θα μπορούσα να παρακολουθήσω τον πρώτο κύκλο σεμιναρίων εντελώς δωρεάν. Αυτό που έμενε να λύσω ήταν το θέμα της διαμονής μου στη Σαντορίνη. Εκείνες τις ώρες, χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει ο αδελφός μου που δούλευε σε κοσμηματοπωλείο στην Καλαμάτα, ότι τσακώθηκε με το αφεντικό του και θα πάει να δουλέψει σ’ ένα κοσμηματοπωλείο στη Σαντορίνη! Βρέθηκα έτσι στο νησί, να παρακολουθώ ένα εξαιρετικό, ιντερνάσιοναλ σεμινάριο – σε μια Ελλάδα που δεν εκτιμώ εκείνη την περίοδο ακόμα αρκετά – με Ευρωπαίους απ’ όλες σχεδόν τις χώρες και με δύο Αμερικάνους καθηγητές, μαθητές του Στράσμπεργκ, ο ένας διδάσκει στο Στράσμπεργκ και ο άλλος στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εκπληκτικοί και οι δύο, γκουρού, απίστευτα σοβαρή διδασκαλία, με βάζει με τη μία σ’ ένα κλίμα σοβαρότητας και υπευθυνότητας. Δουλεύαμε συναισθήματα, κορμί και όλα πολύ εντατικά και με πολλές απαιτήσεις. Μέσα σ’ ένα εικοσαήμερο δουλεύαμε διαρκώς ρόλους και με ανοικτές πρόβες. Σε μία τέτοια ανοικτή πρόβα, γυρίζει ο Ουότερλοτ, ένας τεράστιος νέγρος, πολύ φειδωλός στα σχόλιά του και λέει στους μαθητές, καταδεικνύοντας εμένα, ότι «σήμερα έχουμε μαζί μας ένα μεγάλο ταλέντο». Εκεί πια, μου μπήκε το ψώνιο του ηθοποιού.

Υπήρχαν και άλλοι Έλληνες ηθοποιοί σ’ αυτά τα σεμινάρια;

Χαρακτηριστικά θα σας πω, ότι σ’ αυτό το πρώτο από τα τρία, ήμουνα μόνο εγώ και η Εύα η Κοταμανίδου.

Τα άτομα που ξεχώρισα μέσα από το χώρο, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Στα άλλα κατάφερες να πας;

Βοηθούσα λίγο τον Ουότερλοτ στη μετάφραση και μου χάρισε το δεύτερο. Αργότερα, βρήκα και δουλειά σαν σερβιτόρος και έβγαζα και φράγκα. Έτσι έκανα και τα τρία και μετά πήγαινα για τέσσερα–πέντε χρόνια επί δύο μήνες κάθε χρόνο. Αυτές είναι και όλες μου οι σπουδές πάνω στην ηθοποιία.

Πόσο κράτησε αυτός ο ενθουσιασμός; Στη δουλειά υπήρχε ο αντίστοιχος πλέον επαγγελματισμός;

Υπήρξε απογοήτευση από την πρώτη στιγμή. Ήταν και η δεκαετία που ξεκίνησα κάπως… Ήταν το ‘80, με μία κοινωνικοπολιτική τούμπα και το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Έφυγαν οι «κοσμοπολίτες» αστοί και ήρθαν οι «κουλτουρίαρηδες» μεσοαριστεροί. Eκείνη την περίοδο, ακόμα και δημοσιογράφοι «έγκριτων» μέσων που έρχονταν για συνέντευξη, μιλούσαν κακά ελληνικά με άσχημη προφορά… Παρασυρόμουν και εγώ και έλεγα τις «πίπες» μου… Εκείνη την εποχή, όλοι κοίταζαν πως να βολευτούν. Μας έφαγε το «προχώ» του Κωστό! Αυτό, το «Κλικ»! Ξέρεις με τι αγωνία περιμέναμε να κυκλοφορήσει το επόμενο; Μας έβαλε σε μία νέα εποχή, γύρισε σελίδα.

Έμαθε την ελληνική σλαγκ στις μανάδες μας.

…Ο Κωστό, με τα μανικετόκουμπα και την θεσσαλική προφορά…

Ποιούς ανθρώπους ξεχώρισες όλα αυτά τα χρόνια;

Τα άτομα που ξεχώρισα μέσα από το χώρο, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Θα μας πεις κάποιους;

Ο Γιώργος Κόρας, ο Τάκης Σπετσιώτης είναι πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, ο Περάκης είναι πολύ «Γερμανός». Θυμάμαι, ότι μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο επαγγελματισμός του όταν τον γνώρισα, όντας πια χρόνια στην Ελλάδα και φτασμένος…

Έχει αλλάξει ο Περάκης του «βίος και πολιτεία»;

Ο σκηνοθέτης έχει ένα συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο δουλεύει, κι αυτός δεν αλλάζει, αλλάζει η θεματολογία του. Όπως μάθει ο καθένας δουλεύει. Έμαθα να κάνω κι εγώ τον ηθοποιό και έτσι δουλεύω.

Έτσι απλά;

Μια δουλειά είναι και αυτή του ηθοποιού, όπως όλες οι άλλες. Η δική μου η δουλειά έχει πολλά «σούρτα – φέρτα», πολλά άτομα μπαινοβγαίνουν στο χώρο και είναι και λίγο θέμα τύχης για το πού θα καταλήξεις. Εγώ από τύχη (ή ατυχία) δεν έγινα παραγωγός ή στυλίστας στη Στέφη φιλμς. Με φώναξαν, είδαν τη δουλειά μου, φωτογραφήσεις που είχα κάνει στη Γερμανία, αλλά με είδε και ο Πανουσόπουλος και με πήρε για το Σέλλαρ. Έτσι ακολούθησα το δρόμο του «επιδεικνύομαι» και όχι του «είμαι από πίσω και κάνω πράματα», που στην τελική πιστεύω ότι θα μου πήγαινε και παραπάνω.

Πόσο ταυτίζεσαι με τους ρόλους;

Καθόλου, ποτέ. Το βλέπω πάντα καθαρά επαγγελματικά, σαν την όποια δουλειά. Τώρα κάνω τον ποιητή, τώρα κάνω τον οικογενειάρχη, τώρα κάνω το βιομήχανο. Εγώ ήμουν πάντα ο Μόσχος. Ποτέ δε δούλεψα ρόλο στο σινεμά, γιατί ποτέ δεν το ζητάνε. Τουλάχιστον, δεν το ζητούσαν οι σκηνοθέτες του ογδόντα και του ενενήντα, με τους οποίους δούλεψα εγώ.
Στο σινεμά, ο ηθοποιός είναι ένα εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης μπορεί να σου κάνει ένα πλάνο και να μείνουν όλοι με το στόμα ανοιχτό ή και να σε αφήσει σε μία χλιαρή αφάνεια. Σε κάνει «θεό» ή «τέρας», ανοίγεις μια πόρτα και λες –«γεια σου πατέρα» ή αντικρίζεις ένα πτώμα.

…γιατί η ματαιοδοξία είναι κάτι το αδηφάγο και σαν αδηφάγο τρώει ό,τι βρει μπροστά του, ακόμα και πλαστικές σακούλες.

Από θέατρο;

Δεν ευτύχισα ιδιαίτερα στο θέατρο. Έκανα λίγα πράματα, περιφερειακά και ποτέ με μεγάλα ονόματα. Σε αυτά τα λίγα που έκανα, ήμουν εγώ συνήθως το μεγαλύτερο όνομα. Εμένα μου είχαν κολλήσει το «κινηματογραφικός» ηθοποιός. Ποτέ δεν πίστεψα άλλωστε, αυτό που λένε, ότι το θέατρο σε καθιερώνει, αν ξέρεις να δουλέψεις, δουλεύεις και στον κινηματογράφο.

Σε δέχτηκαν από την αρχή σαν ηθοποιό ή τους ενόχλησε το ότι ξεκίνησες σαν μοντέλο;

Όχι, καθόλου. Πήρα από νωρίς τη φήμη του καλού ηθοποιού, ήρθε και η συνεργασία μου με τον Νικολαΐδη πάνω στο χρόνο και κάναμε τη γλυκιά συμμορία. Με έβλεπαν λες και ήμουν ο Ζεράρ Φιλίπ… Ακολούθησαν τα «παιδιά του Κρόνου» και το «Μετέωρο και σκιά», όπου πήρα και τα βραβεία μου.

Τάκης Μόσχος

Πες μας κάτι για τον «καλτ» Νικολαίδη.

Πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Μπορούσε από το τίποτα να κάνει ταινία. Είναι κάτι που το προσπαθούν πολλοί, αλλά ο Νικολαΐδης το έκανε με μία απίστευτη μαστοριά, σαν χτίστης. Έπαιρνε μία λεκάνη με νερό και έναν καθρέφτη και μ’ ένα φως που της πέταγε επάνω, έκανε ΤΟ εφέ! Ήταν και πολύ αυστηρός, πολύ είρων, του άρεσε το «κανιβαλίζειν» πάρα πολύ. Φαντάσου, ότι στα γυρίσματα της γλυκιάς συμμορίας κλαίγαμε ακόμα και οι άντρες! Άσε τις γυναίκες που έκλαιγαν όλες, κλαίγαμε πότε εγώ, πότε βούρκωνε ο Σπυριδάκης. Από το πρεσάρισμα. Μας το έβγαλε ξινό. Έκανε τη δουλειά του και μας έκανε ονόματα, αλλά μας έβγαζε το λάδι.

Σε χαρακτήρισε αυτή η ταινία.

Που να τον είχα αυτόν τον ρόλο τώρα! Να παίξω τον Αργύρη της συμμορίας τώρα! Που με βλέπω και λέω, «αυτό το φοβισμένο παιδί ήμουνα…». Που βουτάω κάτι όπλα και κάνω μαγκιές και στην ουσία ήμουν ένας φοβισμένος νέος.

Είναι και αυτή η σκηνή που σπρώχνεις τον Σπυριδάκη (με πουστιά), να παίξει σε πορνό…

Ο Σπυριδάκης πήρε και έναν επιπλέον έπαινο για αυτή τη σκηνή!

Δεν του θύμωσες…;

Όοοχι. Καθόλου. Δε συνειδητοποιούσα καν την έκταση της δημοσιότητας τότε. Θυμάμαι στηνόμασταν για τη φωτογράφηση μετά τη βράβευση της ταινίας και εγώ αν έβρισκα κανέναν πιο κοντό τον έβαζα μπροστά να φαίνεται. Το δικό μου βραβείο μου το είχε παραδώσει η Ειρήνη Παπά και εγώ της είπα, «χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω» και άλλα τέτοια. Εκείνη την ώρα, λες «ευχαριστώ πολύ» και γυρίζεις στην κάμερα. Δεν ήξερα να βγάζω φωτογραφίες «κοσμικές», με το βραβείο στο χέρι. Δε με ένοιαζαν καθόλου οι τελετές απονομών –μπορώ να σου πω, ότι ένιωθα και λίγο αμήχανα. Κοιτούσα πότε θα τελειώσουμε, να βγω με τη παρέα μου.

Αυτό άλλαξε με τον καιρό;

Με τον καιρό γίνεσαι πιο κονβέντσιοναλ, μπαίνεις πιο εύκολα σε θήκες και σε ρόλους. Όταν είσαι μικρότερος δεν αντιλαμβάνεσαι κάποια πράγματα που σου συμβαίνουν και ίσως να παίρνεις για σοβαρά, κάποια άλλα που δεν το αξίζουν. Εγώ υπήρξα αντιστάρ, πέρασα όμως και κανα-δυό φορές από τη Ρούλα, γιατί η ματαιοδοξία είναι κάτι το αδηφάγο και σαν αδηφάγο τρώει ό,τι βρει μπροστά του, ακόμα και πλαστικές σακούλες.

Που να τον είχα αυτόν τον ρόλο τώρα! Να παίξω τον Αργύρη της συμμορίας, τώρα!

Πως είναι ο Τάκης τώρα;

Περνάω μια από τις καλύτερες φάσεις της ζωής μου. Βγαίνω από πολλές δοκιμασίες που έτρεχαν συνάμα και στέκομαι παλικαράκι όσο κι αν καμιά φορά δε μου φαίνεται (ξέρω πως θα το δείξω άμα θέλω) και είμαι γεμάτος αισιοδοξία για το μαύρο μέλλον που μας έρχεται. Μένω εκτός και αυτό έχει γίνει και η νέα μου κοσμοθεωρία, αλλά και πρακτικά, ο τρόπος ζωής μου. Τώρα τελευταία, έχω αλλάξει τελείως αυτογνωσία, μετά την αρρώστια… Είναι πρώτη φορά, που στη ζωή μου βάζω μικρούς στόχους. Δεν ξέρω πως θα αντιδράσω όταν έρθει η στιγμή του μεγάλου «ναι» ή του μεγάλου «όχι», αλλά πιστεύω ότι ήδη ακολουθώ κάποιες επιλογές μου, χωρίς τίποτα το βεβιασμένο. Παραμένω συνειδητά στο περιθώριο, χωρίς αυτό να σημαίνει, πως δε γουστάρω δουλειές.

Τη δική σου ματαιοδοξία την έχει πνίξει;

Η ματαιοδοξία είναι ένας ιός που βρίσκεται εν ύπνωση και κάθε τόσο σου ρίχνει και έναν πυρετό. Όλοι θέλουμε μια επιβεβαίωση, έναν καλό λόγο. Εγώ είμαι από τη φύση μου σκοτεινός. Από ιδιοσυγκρασία, από τον πεσιμισμό που με διακρίνει πολλές φορές. Θα προτιμούσα να είμαι πίσω από τις κάμερες και όχι ηθοποιός, ηθοποιό με κάνανε και εγώ είπα, «οκ, τώρα είσαι ηθοποιός» και έζησα τη ζωή μου έκτοτε. Είμαι πολύ ντροπαλός άνθρωπος. Όσο ξεδιάντροπος κι αν έχω γίνει κάποιες φορές, είμαι γενικά πολύ ντροπαλός. Είναι ο θάνατος, ίσως, που σε κάνει πιο συνειδητοποιημένο (δε θα πω όλα αυτά τα ποιητικά που λένε συνήθως για το θάνατο), αλλά όταν βλέπεις το σύστημά σου να καταρρέει και να ζεις για κάποιους μήνες σαν μελλοθάνατος είναι κάπως. Εγώ πέρασα μέσα από αυτό και βγήκα και αρκετά χρόνια κερδισμένος, ένας άλλος Τάκης. Εκτιμώ περισσότερο πια στιγμές όπως αυτή τώρα, που κάθομαι εδώ μαζί σας και τα λέμε. Με έπιασα να ακούω μουσική από το ράδιο και να ψιλοχορεύω και μάλιστα αναρωτήθηκα αν έχω λίγη από την ευλυγισία που είχα στα νιάτα μου, που ήμουν χορευταράς και έκανα και μερικές φιγούρες παραπάνω, για να τσεκάρω το σύστημα και διαπίστωσα ότι λειτουργεί…

Μοιραστείτε:  

Tags: