Περιοδικό Αν

Προκόπης Δούκας

ΜΜΕ | Μαζική Μουσική Επικοινωνία

Δημοσιογράφος που σπούδασε μηχανικός. Για την ακρίβεια, ηλεκτρονικά και τηλεπικοινωνίες στο Πολυτεχνείο της Πάτρας. H μεγάλη του αγάπη όμως ήταν η μουσική. Έψαξε να τα συνδυάσει και κατάφερε να κάνει ένα χρόνο μουσική τεχνολογία, στο CCRMA του Stanford. Πριν πάει στην Καλιφόρνια, βρέθηκε στον Sky 100.4 το καλοκαίρι του 1988. Ανακάλυψε την άλλη μεγάλη του αγάπη, τα media. Μετά από 10 χρόνια έρωτα με το ραδιόφωνο, ήρθε και η τηλεόραση. Έχει δουλέψει στον Antenna 97.1, στον Jazz FM, στον Αθήνα 98.4, στη NET 105.8, στον Kosmos 93.6, στο Κανάλι 5 και βεβαίως στη ΝΕΤ και στην ΕΤ-1 – όπου τα τελευταία 10 χρόνια παρουσιάζει το κεντρικό δελτίο, αρχικά στις 9 μ.μ. και τώρα στις 11 μ.μ. Έχει επίσης συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά. Τα τελευταία 5 χρόνια γράφει στην Athens Voice για πολιτική. Από το 1992 διδάσκει ραδιόφωνο και τηλεόραση σε διάφορες δημοσιογραφικές σχολές. Παραμένει «αμετανόητος dj» – όλο και πιο σπάνιες οι ευκαιρίες όμως. Έτσι, δεν θα μπορούσε να μην αξιοποιήσει το συνδυασμό λόγου και μουσικής που του προσφέρει ένα blog – όπως και το συνδυασμό «δημόσιου» και «μη δημόσιου» εαυτού. Αυτό τον τελευταίο προσπαθεί να «εκθέσει» λίγο περισσότερο…

Έχετε αναμνήσεις από τη Χαλκίδα;

Από τη Χαλκίδα έχω τις γλυκές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Στο πατρικό της Κριεζώτου έμενα καλοκαίρια ολόκληρα με μια θεία που ήταν και μαμά μαζί. Έχω μια ανάμνηση που συνδέεται με την πορεία και την εξέλιξη της Ελλάδας. Εγώ πιτσιρικάς να παίζω με τα άλλα παιδιά στην Κριεζώτου, στο δρόμο, κρυφτό, αμπάριζα, πόλεμο, και οι μανάδες, οι γιαγιάδες, οι θείες κ.λπ. να κάθονται με τις καρεκλίτσες έξω – δεν υπήρχε, βλέπεις, τηλεόραση. Για μένα η Χαλκίδα τότε ήταν η διαδρομή (την έκανα με τα πόδια και μου φαινόταν τεράστια) Κριεζώτου – παζάρι (πλατεία Αγοράς) – Ερμού – παραλία – Αστέρια και Αγία Παρασκεύη. Θυμάμαι τη γέφυρα να ανοίγει και να κόβει τη Χαλκίδα στα δύο, διόδια στη γέφυρα, τον Καράμπαμπα τόπο επίσκεψης. Θυμάμαι τα Αστέρια, όπου πηγαίναμε για μπάνιο τα απογεύματα, μιας και ο γιατρός μάς είχε υποδείξει τις απογευματινές ώρες ως καταλληλότερες. Έπαιζε μουσική της εποχής εκείνης. Kαι στα πάρτι που γίνονταν με βερμούτ ακούγονταν “Α casa d’ Irene”, “Μonsieur Canibal” και άλλα τραγούδια της δεκαετίας του ’60 που μου έχουν αποτυπωθεί. Πάντα έδινα ιδιαίτερη σημασία στη μουσική και έχω έντονα αποτυπώσει αυτές τις μουσικές, όπου σε μια Χαλκίδα του ’60 με όλα τα αρνητικά της εποχής εκείνης υπήρχε, θα έλεγα, μια lounge κατάσταση.

Από τότε, βέβαια, έχουν αλλάξει τα πράγματα… Έκτοτε οι σχέσεις μου με τη Χαλκίδα είναι πιο χαλαρές, αφού πάντοτε την επισκεπτόμουν για οικογενειακούς λόγους, αλλά πιο αραιά και για λίγο. Φίλους έχω πάλι από την παιδική μου ηλικία και είναι οι γείτονες που ακόμα, όποτε κατεβαίνω, τους βλέπω τυχαία ή λιγότερο τυχαία. Πάντως, νιώθω ότι έχω χάσει «τεύχη», ότι η Χαλκίδα γιγαντώνεται, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν έχω ζήσει. Έχω μείνει με την ανάμνηση της Χαλκίδας του ’60.

Ας επιστρέψουμε στην επικαιρότητα και στα γεγονότα του Δεκέμβρη, που τόσο πολύ σχολιάστηκαν. Συχνά ασκήσατε κριτική στο πώς τοποθετήθηκαν κάποια κόμματα της Αριστεράς.

Ο θάνατος του Παπαγιαννάκη ήρθε (σε πολύ κακή στιγμή για το ΣΥΡΙΖΑ) να μας υπενθυμίσει αυτό που ο Συνασπισμός είχε ξεχάσει επηρεασμένος από το ρεύμα των πιο κομουνιστικογενών αριστερών, ότι η αριστερή αντίληψη είναι «μια διαρκής ευαισθησία». Για μένα Αριστερά είναι ευγένεια, ήθος, αρχές, φυσικά αγωνιστικότητα, δεν είναι η βία. Αυτό που έγινε τον Δεκέμβρη ήταν μια υγιής εξέγερση των νέων και των λιγότερο νέων ανθρώπων και την εγκρίνω απολύτως, αφαιρώντας την καπηλεία που έκαναν κάποιες τρομοκρατικές οργανώσεις, την καπηλεία της βίας και της λεηλασίας, την καπηλεία του πλιάτσικου. Αυτά τα αφαιρώ. Δεν μπορώ δηλαδή να ακούω μια οργάνωση να καίει και να σπάει στο όνομα της Κούνεβα. Ούτε την καπηλεία μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που άφησε το CD με την προκύρηξή της στον τάφο του Αλέξη Γρηγορόπουλου.

Η εξέγερση του Δεκεμβρίου είχε αίτια πολύ συγκεκριμένα, κατά τη δική μου άποψη πάντα. Και τα αίτια αυτά φυσικά δεν περιορίζονται στη δολοφονία του παιδιού, που λειτούργησε μάλλον σαν αφορμή. Πέρα από το γεγονός της δολοφονίας του νεαρού για ασήμαντη αφορμή –για καμία αφορμή–, ήταν κι άλλα πράγματα που βράζανε. Είχε ξαναδολοφονηθεί, ή πιο σωστά, αφού εκκρεμεί η δίκη, είχε ξανασκοτωθεί ένα παιδί, ο Καλτεζάς, από σφαίρες αστυνομικού και δεν έγιναν τα ίδια πράγματα, γιατί ήταν μια άλλη κοινωνία και μια άλλη εποχή. Μια άλλη κοινωνική συγκυρία. Το ότι έγινε τώρα αυτό, σημαίνει ότι οι σημερινές κοινωνικές συνθήκες είχαν πολλά που βράζαν από κάτω. Αυτά εγώ μπορώ να τα χωρίσω σε δύο κατηγορίες. Το πρώτο είναι η πορεία αυτής της χώρας, ιδιαίτερα τα τελευταία πέντε χρόνια, με μια πολιτική που ευνόησε και άφησε εντελώς να εκτροχιαστούν κάποιες καταστάσεις που έχουν να κάνουν με την αυθαιρεσία και την ατιμωρισία της αστυνομίας (να θυμίσω ζαρντινιέρα, πράσινα παπούτσια). Ο μισός Δεκέμβρης ήταν αυτά. Μια αστυνομία του Κλουζό με μείξη ακροδεξιάς, η οποία είναι ανίκανη να βρει αυτά που πρέπει να βρει, που ενοχοποιεί με μεγάλη ευκολία αυτό που δεν πρέπει να ενοχοποιεί, που ασκεί φριχτή βία με αδιανόητη ευκολία, με αδιανόητη κουτοπονηριά για μια ευνομούμενη χώρα. Κι αυτό είναι εντελώς τριτοκοσμικό, το να βγαίνει η αστυνομία με ανακοίνωσή της και να λέει ότι σηκώθηκε η ζαρντινιέρα και χτύπησε το φοιτητή. Εδώ θα έπρεπε να βγαίνει το «αυτόματο γιαούρτι», να μην επιτραπεί σε αυτόν που το συνέταξε καν να το διαβάσει, να παραιτηθεί ο υπουργός Δημοσίας Τάξης για λόγους κουτοπονηριάς. Ο μισός Δεκέμβρης ήταν αυτά, ο άλλος μισός ήταν ο εξευτελισμός και η υποβάθμιση της δημόσιας πολιτικής ζωής, σε ένα ατελείωτο μπλα μπλα και δημόσιες σχέσεις στην τηλεόραση με γάμους και βαφτίσια. Με σχεδόν μηδενική παραγωγή κοινωνικού έργου και λύσεις στα πρόβληματα του πολίτη. Συν τα σκάνδαλα και η ατιμωρησία
του «εμπρός να φαμ ντε λα πατρί», συν αυτός ο εσμός των ανθρώπων που κατακλύζουν τις τηλεοπτικές οθόνες και είναι οι διάφοροι μεγαλοδημοσιογράφοι, μεγαλοδικηγόροι, μεγαλοπολιτικοί, μεγαλοτίποτα, οι οποίοι συζητάνε διαλύοντας το δημόσιο διάλογο, κραυγάζοντας και φωνασκώντας χωρίς να παράγουν καμία πολιτική σκέψη ή πολιτική διαβούλευση. Όλα αυτά λοιπόν δημιούργησαν μια αίσθηση απελπισίας, ότι κατρακυλάμε ως χώρα χωρίς καμία διέξοδο.

Πάντα έδινα ιδιαίτερη σημασία στη μουσική και έχω έντονα αποτυπώσει αυτές τις μουσικές, όπου σε μια Χαλκίδα του ’60 με όλα τα αρνητικά της εποχής εκείνης, υπήρχε, θα έλεγα, μια lounge κατάσταση.

Αυτά σε συνδυασμό με τα υπαρκτά προβλήματα, που είναι η κακή κατάσταση της οικονομίας, οι χαμηλοτάτοι μισθοί, οι ακριβότατες τιμές σε βαθμό που ξεπερνούν το όποιο λογικό κέρδος. Ένας νέος άνθρωπος καλείται με 700 ευρώ, που είναι από τους χαμηλότερους μισθούς της Ευρώπης, να πληρώσει έναν καφέ πανάκριβο, ένα πολύ υψηλό ενοίκιο και πολύ ακριβά είδη πρώτης ανάγκης. Υπάρχει ακόμα το θέμα των χρόνιων παθογενειών μας. Ότι δεν είμαστε μια χώρα που λειτουργεί το βιογραφικό, αλλά που πρέπει να έχεις κάποιο «κονέ». Δεν φτάνουν πια τα 2-3 μεταπτυχιακά, γιατί είμαστε μια παθογενής οικονομία που δεν παράγει, που εισάγει και που δεν έχει τρόπους απορρόφησης του ανθωπινου δυναμικού. Ενός ανθρώπινου δυναμικού που, παρά τα προβλήματα στην παιδεία, πολλές φορές είναι ικανότατο. Γιατί ο Έλληνας είναι και ξύπνιος και τσακμάκι και διακρίνεται άμα θέλει. Αυτό που έχει αφήσει πολύ πίσω είναι η αισθητική του, η καλλιέργειά του με την ευρύτερη έννοια. Το έχει ρίξει στο σκυλο-ποπ, έχει διαβρωθεί από μια άθλια τηλεόραση, στην οποία στην ίδια καρέκλα κάθεται ο πρωθυπουργός ή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στην επόμενη εκπομπή κάθεται μια σκυλο-ποπ αοιδός – και καλά που κάθεται στην ίδια θέση, αντιμετωπίζεται εξίσου ή με ακόμα μεγαλύτερο θαυμασμό, σαν να ήταν κάτι μεταξύ Τσόμσκι και Αϊνστάιν. Υπάρχει μια απουσία μέτρου και αισθητικής στην τηλεόραση. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι υπάρχει μια υγιής –πλειοψηφία να πω ή μειοψηφία, δεν ξέρω, αφού δύσκολα μπορεί κανείς να τη μετρήσει–, που ασφυκτιά αυτή τη στιγμή. Όχι μόνο νέοι αλλά και μεγαλύτεροι άνθρωποι, που έχουν μεγαλώσει με άλλη τηλεόραση, με άλλο ραδιόφωνο, με άλλο κινηματογράφο, με άλλες αξίες, με άλλη σκέψη, και απλά έχουν φρικάρει με αυτά που βλέπουν.

Φταίει η τηλεόραση που προβάλλει σκουπίδια ή τα σκουπίδια έχουν γίνει τόσο πολλά που θέλουν κι αυτά το χώρο τους;

Στην Ελλάδα είμαστε πολύ πίσω σχετικά με το πώς γίνεται κανείς δημοσιογράφος. Το λέω κι εγώ, που έγινα δημοσιογράφος με την ελεύθερη δημοσιογραφία. Πήρα ένα μαρκούτσι στο χέρι μου και έμαθα στου κασίδη το κεφάλι. Σήμερα, που υπάρχουν τόσο πολλές σχολές δημοσιογραφίας, είναι αδιανόητο να λειτουργούμε ακόμα χωρίς κριτήρια. Επίσης μετά από 27 χρόνια με ελεύθερα μέσα, πολλά από αυτά λειτουργούν χωρίς άδειες. Υπάρχει σε αυτό μια συνενοχή του πολιτικού κόσμου. Όποιος θέλει ανοίγει ένα και επιβάλλει με πελατειακές σχέσεις με τους πολιτικούς την παρουσία του. Έχετε ακούσει για κάποιον που κλείνει ή έκλεισε; Μόνο ένα με τσοντοκάναλα. Ιδιαίτερα στην επαρχία πολλά από τα ΜΜΕ συντηρούνται από τα ποσά που αντλούν από τους πολιτικούς. Παίρνουν τόσα για να προβάλουν κάτι ή άλλα τόσα για μη σε θάψουν. Έρχονται και σου λένε «έχω ένα ρεπορτάζ (δυσφημιστικό, εννοείται), αλλά μπορώ και να μην το δημοσιεύσω». Και φυσικά κάνει τόσο. Στην τηλεόραση γίνεται κι αυτό, αλλά λίγο πιο δύσκολα. Αυτό δεν το λέω για να προστατεύσω το συνάφι μου, μιας και σε κάθε συνάφι είτε αυτό είναι των δημοσιογράφων, είτε των πολιτικών, είτε των ταξιτζήδων, υπάρχουν και καλοί και κακοί. Αλίμονο.

Δεν με πειράζει αν κάποιος επικρίνει το χώρο μου, γιατί ενώ υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που δουλεύουν σιωπηλά και αθόρυβα και με εξαιρετική ποιότητα και πάθος (σε εφημερίδες κυρίως ή σε site), υπάρχουν και φαινόμενα πάρα πολύ άσχημα. Γενικά, πιστεύω ότι το ψάρι βρομάει από το κεφάλι. Όταν οι καναλάρχες επιβάλλουν μια κακή αισθητική, αντίστοιχα και τα στελέχη τους θα είναι όμοιας ή χαμηλότερης αισθητικής, και αυτοί που θα προσλάβουν ακόμα χαμηλότερης αισθητικής ρεπορτεράκια που δεν θα ξέρουν να μιλούν ελληνικά. Υπάρχει διευθυντής ειδήσεων που του είπαν ότι πέθανε ο Χένρι Μαντσίνι (ο συνθέτης του «Ροζ Πάνθηρα») και είπε δεν μ’ ενδιαφέρει. Ο ίδιος όμως προβάλλει με ζήλο το κάθε πάρτι στη Μύκονο…

Σε κάθε κοινωνία υπάρχει ένα υγιές κομμάτι, όμως συχνά μένει στην αφάνεια. Όπως είπε και ο Μαρκουλάκης, το υγιές κομμάτι της κοινωνίας απέχει από την πολιτική. Εγώ θα το επεκτείνω και θα πω ότι απέχει και από την πολιτική και από την τηλεόραση, αφήνοντας ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας να καθορίζει την τηλεθέαση, ποιος θα μπει στο κοινοβούλιο, ποιος θα βγει δήμαρχος κ.λπ. Έχουμε αφήσει τις ζωές μας σε ανθρώπους χαμηλότερης υποστάθμης, γιατί δεν θέλουμε να μπλέξουμε με το βούρκο. Αυτό είναι όμως ευθύνη όλων μας, κι εγώ λέω στους φίλους με τους οποίους συζητώ σχετικά, μην μπείτε στην πολιτική αλλά κάντε κάτι στο επίπεδο του ίντερνετ, μιας κίνησης πολιτών, ενός συμβουλίου, μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης. Κάντε κάτι ή συνεισφέρετε στο γενικό καλό, γιατί αλλιώς όλα καταλαμβάνονται από ανθρώπους που είναι στην καλύτερη περίπτωση χαμηλού επιπέδου και στη χειρότερη λαμόγια.

Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι υπάρχει μια υγιής –πλειοψηφία να πω ή μειοψηφία, δεν ξέρω, αφού δύσκολα μπορεί κανείς να τη μετρήσει–, που ασφυκτιά αυτή τη στιγμή.

Άρα η τηλεόραση, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, δεν έχει να μας προσφέρει τίποτα…

Πιστεύω ότι αυτή η άποψη είναι λάθος, κι αυτός είναι ένας λόγος που τσακώνομαι συχνά με φίλους σε συζητήσεις και στο blog. Μου λένε, «για την πολιτική έχεις δίκιο, για την τηλεόραση δεν έχεις. Την κλείνω, την πετώ». Τους λέω ότι αν όλοι μαζί μαζευόμασταν και βλέπαμε τον Τσίμα, τον Θεοδωράκη ή τον Αυγερόπουλο, αυτό καταγράφεται και θα οδηγούσε μακριά από την κιτρινίλα και τη σαχλαμάρα. Θα έψαχναν οι καναλάρχες αντίστοιχου επιπέδου συνεργάτες. Όταν όμως παίρνουν στα χέρια τους τα νούμερα και βλέπουν ότι πουλάει η Σαχλαμαρούλα και η Κιτρινούλα, αυτές δεν θα αφήσουν; Ο Έλληνας το έχει αυτό. Πάει από περιέργεια να δει, ακόμα και να χλευάσει. Εγώ το αποφεύγω συνειδητά. Ανοίγω την τηλεόραση σε αυτά που θέλω, στοχευμένα. Το ίδιο ισχύει και στην πολιτική με την αποχή. Δεν θα ενοχληθεί ποτέ ένα πλειοψηφικό κόμμα αν το ποσοστό του είναι το 40% ή το 50% των ψηφοφόρων, που θα έχει μειωθεί ο συνολικός αριθμός αυτών που ψήφισαν. Κοιτάνε αν το ποσοστό τους είναι μεγαλύτερο από των αντιπάλων.

Κάποιοι κλείνουν την τηλεόραση…

Εγώ χρησιμοποιώ το ίντερνετ σαν μέσο για να πλησιάζω νέους ανθρώπους που λένε ότι η τηλεόραση έχει πεθάνει γι’ αυτούς και τους λέω ότι υπάρχουν ακόμα καλά κομμάτια και πρέπει να τα ενισχύουμε. Γιατί η τηλεόραση δεν είναι μόνο αυτή που είναι στην Ελλάδα. Μπορεί να γίνει και χειρότερη, όπως είναι στην Ιταλία, αλλά μπορεί να γίνει και καλύτερη, όπως αυτή της Γαλλίας. Στη Γαλλία, μια εκπομπή για το βιβλίο κάνει 20 και κάτι τοις εκατό. Εκεί η κρατική τηλεόραση έχει «σύρει», έχει αναγκάσει και τα υπόλοιπα κανάλια να κρατήσουν ένα επίπεδο. Δικαιούμαστε μια καλή τηλεόραση. Είναι ένα πάρα πολύ καλό μέσο, όταν γίνεται σωστά. Δικαιούμαστε έναν καλύτερο διάλογο. Ας σταματήσουμε τον καβγά μεταξύ άθλιων καλεσμένων και άθλιων δημοσιογράφων, που οργανώνουν καβγάδες μόνο για εντυπωσιασμό. Όσο απομακρύνονται οι αξιόλογοι τηλεθεατές τόσο η τηλεόραση οδηγείται σε φτηνές εκπομπές, με ένα χαζοντεκόρ και ένα πάνελ κίτρινο που σχολιάζει παρασιτικά πλάνα άλλων εκπομπών.

Κάτι αντίστοιχο κάνει και ο Λαζόπουλος;

Ο Λαζόπουλος κάνει μια εκπομπή που έχει δουλειά, έχει ένα στήσιμο, έχει ένα κοινό. Αρέσει δεν αρέσει. Έρχονται στη συνέχεια όλες οι μεσημεριανές εκπομπές και παίζουν καθημερινά παρασιτικά κομμάτια από την εκπομπή του για να κλέψουν λίγο από την τηλεθέαση που «χτυπάει». Αναπαράγεται το αναπαραγώμενο σαν καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη, με τάση στο άπειρο. Είμαστε, βλέπεις, πληθωρικοί. Σε όλα. Έχουμε πολύ περισσότερα κανάλια από αυτά που θα μπορούσαν να συντηρηθούν, πολύ περισσότερα έντυπα, θέατρα κ.λπ. Επιμένω, όμως. Πρέπει να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε το ποσοστό της καλής τηλεόρασης. Έκανε ο Τσίμας μια εκπληκτική εκπομπή για το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, για σεμινάριο δημοσιογραφίας. Είχε «βουτήξει» το πρόβλημα, το είχε συλλάβει και το διατύπωσε με μια ακρίβεια τόσο εξαιρετική, που του έβγαλα το καπέλο. Για μένα ο Τσίμας είναι από τους καλύτερους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους και τέτοιους χρειάζεται η τηλεόραση.

Σχολιάστε μας τα δελτία ειδήσεων. Είναι βέβαιο πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δελτία της κρατικής τηλεόρασης σε σχέση με αυτά των ιδιωτικών καναλιών.

Την κρατική τηλεόραση μπορεί κανείς να την κατηγορήσει για πολλά πράγματα, ενδεχομένως για μια «μούχλα», για μια σοβαροφάνεια, μια στατική και φιλοκυβερνητική και φιλοαθηναϊκή στάση, αλλά τουλάχιστον εγώ κοιμάμαι ήσυχος το βράδυ μιας και δεν πρόβαλα το μήκος της φούστας της «τάδε» ούτε ασχολήθηκα μονοθεματικά με κάτι που πουλάει. Φτιάχνουμε ένα δελτίο με 20 ειδήσεις, πολλές από τις οποίες είναι διεθνείς, προκειμένου να διαμορφώσει ο τηλεθεατής μια καλή εικόνα της επικαιρότητας. Αυτή είναι και η έννοια του δελτίου ειδήσεων. Τα άλλα είναι εκπομπές. Επίσης, δεν είναι δελτίο το απόλυτο καφενείο. Χρήσιμα τα παράθυρα και ο σχολιασμός, και τον θέλω, αλλά θέλω να έρχεται πρώτα η είδηση και μετά ο σχολιασμός και η συζήτηση, ώστε να εμβαθύνουμε σε αυτή κι όχι να την ευτελίζουμε.

Είναι μεγάλη η ευθύνη να παρουσιάζεις ένα δελτίο ειδήσεων;

Είναι μεγάλη ευθύνη όταν είσαι στα μέσα. Πολλές φορές βασανιζόμαστε στη δουλειά που κάνω για μια λέξη. Έχω δεχτεί κριτική για μια λέξη. Μάλιστα με τον old boy (blogger) η σχέση μου ξεκίνησε επειδή μου έκανε κριτική για την έκφρασή μου «ανθρωπιστική καταστροφή». Ο όρος αυτός δεν υπάρχει, υπάρχει σαν ανθρωπιστική κρίση. Εγώ θέλησα να δώσω μεγαλύτερη έμφαση σε μια περίπτωση (Myanmar) όπου υπήρχαν πολλοί νεκροί, αλλά ταυτόχρονα δεν άφηναν την ανθρωπιστική βοήθεια να πλησιάσει. Έκανα έτσι ένα συνδυασμό φραστικό και δέχτηκα κριτική. Όταν λες κάτι πίσω από το γυαλί ο άλλος το εισπράττει σαν απόλυτη αλήθεια.

H έκθεση μέσω της τηλεόρασης προετοιμάζει γρήγορα και εύκολα πολιτικούς;

Ναι, κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Εγώ λόγω της έντονης εμπλοκής του πατέρα μου με την πολιτική (ήταν ο Νίκος Καθαροσπόρης, στέλεχος του ΚΚΕ και βουλευτής Ευβοίας της ΕΔΑ το 1958 – το Δούκας είναι το όνομα της γιαγιάς μου και άρχισα να το χρησιομοποιώ ως ψευδώνυμο για λόγους ραδιοφωνικής ευκολίας) και των προβλημάτων που αυτό συνεπάγεται, αφού ήταν κομουνιστής σε δύσκολα χρόνια για τη Δημοκρατία (η πάγια συμβουλή της θείας μου ήταν να μην μπλέξω με την πολιτική), δεν ασχολήθηκα. Αλλά η δουλειά που κάνω εκπληρώνει κατά έναν τρόπο την επιθυμία μου να εμπλακώ στα κοινά. Κατέληξα στα media γιατί έχουν το στοιχείο της επιρροής, του opinion making, της δημόσιας συζήτησης. Είναι ένας τρόπος να ασκώ πολιτική μέσω του επαγγέλματός μου, συζητώντας θέματα που αφορούν όλους. Από τον Γενάρη έχω και το προσωπικό μου blog μέσα από το οποίο γράφω, σχολιάζω, συζητώ, αλλά και ντύνω με μουσικές κάθε post. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι που πάντα έκανα στο ραδιόφωνο, τόσο στο Κosmos, όσο και παλιότερα στον Antenna και στον 98,4. Πολιτική με μουσική. Όλα αυτά τα χρόνια παλινδρομούσα ανάμεσα στα δύο. Και με το λόγο μού αρέσει να επηρεάζω και με την αισθητική, με τη μουσική. Η τηλεόραση ήρθε σαν φυσική εξέλιξη.