Χαλκίδα και ενδιάμεσοι σταθμοί

Τελικά, κάθισα δίπλα της. Θα προτιμούσα να το αποφύγω – οι όμορφες γυναίκες, μου προκαλούν τρομερή αμηχανία – αλλά δεν υπήρχε άλλη θέση άδεια στο βαγόνι. Εγώ τώρα, δεν ξέρω πώς με έφερε η ζωή σ’ αυτό το τρένο προς τη Χαλκίδα. Το σίγουρο είναι, πως κατά κάποιο τρόπο ταξίδευα δίπλα από τη Μόνα Λίζα, μια κάποια γυναίκα με αινιγματικό απροσδιόριστο ύφος, απροσδιόριστων προθέσεων και με πολλά αξεσουάρ πάνω της, φουλάρια, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, χρωματιστά νύχια, τέτοια. Σκέφτηκα: Ενδιαφέρεται πολύ περί εμφάνισης, άρα είναι εξωστρεφής, άρα θα μπορούσα ίσως με κάποιες πιθανότητες επιτυχίας να της πιάσω την κουβέντα…

Χαλκίδα και ενδιάμεσοι σταθμοί, εικονογράφηση της Σοφίας ΜυλωνάΜΟΝΑ ΛΙΖΑ: Άντε πάλι, να μπαίνω στο τραίνο, να στριμώχνομαι, να τρώω στη μάπα τους μετανάστες και τους φαντάρους με τη φλυαρία τους, για να πάω πού; – στην Οινόη. Ας όψεται η κρίση.
Ήρθε κι αυτός ο ψηλέας και κάθισε δίπλα μου, πάνω που είχα βολευτεί με την άνεσή μου και θα ΄παιρνα κανένα υπνάκο. Μετά από λίγη ξεκούραση, η ζωή μού φαίνεται πιο εύκολη.
Αυτή ήταν η ιδέα που μου μπήκε στο κεφάλι, και όχι μόνο να της πιάσω τη κουβέντα, αλλά και να με ερωτευτεί τρελά, μετά να παντρευτούμε, να είμαι ο Σύζυγος, να κάνουμε παιδιά και τέλος να γεράσουμε μαζί σ’ ένα αγρόκτημα με κότες και άλογα.
ΜΛ: Τους ξέρω αυτούς τους τύπους. Πανικόβλητος λούζερ που απ΄ την ανασφάλειά του θα συμφωνεί σε ό,τι παπαριά και να πεις. Απ΄ αυτούς, που αν τους δώσεις θάρρος, σου κάνουν πρόταση γάμου μετά από μια βδομάδα. Δεν έχω καμία όρεξη να πιάσω συζήτηση μαζί του. Αν τολμήσει να μου μιλήσει, θα του κόψω τον αέρα μια κι έξω. Θα του πω χαμογελώντας: δεν είμαι για τα δόντια σου, ψηλέα. Ή μήπως καλύτερα, να κάνω ότι είμαι ξένη και δε μιλάω ελληνικά;
Κοίταξα τα παπούτσια μου, δεν μπορώ να πω ότι ήταν το απαύγασμα των παπουτσιών. Παραπέρα ένας ηλικιωμένος κύριος διηγιόταν σε κάτι νεαρές, τι σπουδές έχουν κάνει τα παιδιά του στα Χάρβαρντ και στα Koλούμπια και τρέχα γύρευε πού, και τι καλά και προκομμένα που είναι, και πόσα λεφτά βγάζουν, και όποιος θέλει να δουλέψει δουλεύει, η ανεργία είναι δικαιολογία για τεμπέληδες…
Πάνω που ο ηλικιωμένος κύριος είχε περάσει στα περιουσιακά του, και πόσα οικόπεδα έχει και πού, και τα σπίτια του πόσοι όροφοι είναι και το κτήμα του αν έχει πηγάδι με πόσιμο νερό και όλα αυτά, το τρένο έφτασε στον Άγιο Στέφανο και ο ηλικιωμένος κύριος – ευτυχώς – κατέβηκε.
(Προσπαθούν οι άνθρωποι να μετρήσουν και να ζυγίσουν τη ζωή τους, είναι μια ανάγκη αυτή. Και τι μονάδα μέτρησης έχει η ζωή; Τετραγωνικά μέτρα ας πούμε, εμβαδόν οικοδομικής επικυριαρχίας πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη και ακόμα πιο συγκεκριμένα, τι ΙΒΑΝ έχει το πέρασμά μου από τον κόσμο και τι ΦΠΑ, πόσα κιλά μόχθου και φόβου, πόσα λίτρα πόνου, κουράγιου, ανοησίας και αγάπης;)
ΜΛ: Σιχαίνομαι τους τύπους, που πουλάνε μούρη με τα κουλτουριάρικά τους και φοράνε ρούχα από τη λαϊκή. Κοίτα τώρα τα παπούτσια του ψηλέα. Μήπως πριν αρχίσει να ταξιδεύει με το τραίνο πήγαινε Αθήνα-Χαλκίδα με τα πόδια; Ενώ αυτός, ο μπάρμπας απέναντι, που από την ώρα που μπήκαμε διηγείται τα κατορθώματά του σ΄ αυτές τις κακομοίρες, το φυσάει το παραδάκι. Φαίνεται από το ρολόι του, γιατί τα λόγια έχω πάψει από καιρό να τα πιστεύω. Ενώ με τα ρολόγια, ξέρεις που βαδίζεις. Υπάρχουν βέβαια, και οι μαϊμούδες, αλλά για μένα αυτά είναι πρώτη τάξη του δημοτικού. Να, μια καλή δουλειά που θα μου πήγαινε γάντι. Να υπήρχε κάπου, μια θέση, όπου θα πήγαινα το πρωί και μέχρι το μεσημέρι θα αναγνώριζα μαϊμούδες. Τσάντες, ρούχα, παπούτσια, ρολόγια. Δε θα μου ξέφευγε ούτε σαγιονάρα. Γιατί ναι, έχει και σαγιονάρες μαϊμού!
Είμαι πτώμα στην κούραση. Δεν έπρεπε να ξεκινήσω σήμερα. Ο Δημήτρης είναι πολύ εντάξει τύπος. Μου ΄χει δώσει το ελεύθερο να πηγαίνω όποια μέρα με βολεύει, αρκεί να του το λέω απ΄ την προηγούμενη. Και με παρακάλεσε να μη φτιάχνω τα μαλλιά μου στο κομμωτήριο, γιατί λέει είναι πιο ωραία φυσικά. Ευτυχώς, γιατί γλιτώνω και το εικοσάρικο στην κομμώτρια. Μου ΄χει φάει μια περιουσία, η άτιμη! Ολ΄ αυτά είναι μέσα στη συμφωνία που ΄χουμε κάνει οι δυο μας. Εγώ, πάω πρωί και γυρίζω βράδυ με το τελευταίο τραίνο, γιατί έχω και το παιδί. Αυτός, κάθε μήνα βάζει 1000 ευρώ στο λογαριασμό μου. Δεν είναι κι άσχημα αν σκεφτείς, ότι το μόνο που κάνουμε είναι να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων και όταν βραδιάζει, τρώμε στη βεράντα, τώρα που είναι καλός ο καιρός. Δεν παραπονιέται ποτέ για την κατάστασή του κι ας είναι τόσο νέος. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά, μου τραγουδάει ιταλικά τραγούδια κι ύστερα, κουράζεται τόσο πολύ που τον βοηθάω να ξαπλώσει. Μια στις τόσες, μου ζητάει να τον αγκαλιάσω, πράγμα άβολο, αν σκεφτείς ότι κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι. Νομίζω, ότι μερικές φορές δακρύζει και τότε στενοχωριέμαι – δεν είμαι καμιά αναίσθητη. Και μετά, εγώ φεύγω και γυρίζω στην Αθήνα.
Χτυπάει το τηλέφωνο… Αυτός είναι. Θέλει να βεβαιωθεί ότι πρόφτασα το τραίνο. Δεν το σηκώνω, βαριέμαι. Καλός άνθρωπος – ποτέ δεν παραλείπει να με ρωτήσει για το παιδί, πως πάει στο σχολείο, αν είναι καλά στην υγεία του – και ποτέ δεν μ’ έχει προσβάλλει. Αλλά για μένα, είναι λύση ανάγκης. Το ξέρει κι αυτός, χωρίς να το ’χουμε συζητήσει. Είμαι πλασμένη για άλλα εγώ. Κάποτε, έμενα, στο Παρίσι μ’ έναν από τους αρραβωνιαστικούς μου, περνούσα τη μέρα μου στα μαγαζιά και τα βράδια ντυνόμουν θεά και βγαίναμε για φαγητό στα καλύτερα εστιατόρια. Με κοίταζαν όλοι και καμάρωνε ο μαλάκας – όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων. Έμαθα και γαλλικά: μερντ, κον, μεκ, λαβεριτέ κι ορεβουάρ. Δεν το πίστευε ότι θα τον παράταγα, γιατί βλέπεις, είχε πολλά φράγκα, αλλά τότε ήμουν 25 χρονών και δεν κρατιόμουνα. Ήμουν περιπετειώδης γκόμενα εγώ, και δεν σήκωνα πολλά-πολλά. Αν ήμουν του βολέματος, θα είχα παντρευτεί αυτόν το γέρο με την αντιπροσωπία λιπαντικών, που είχα γνωρίσει στο αεροπλάνο – τα σκουλαρίκια που φοράω είναι δικό του δώρο – και τώρα θα ήμουνα πλούσια χήρα. Φαντάζομαι, θα την είχα συνηθίσει τη μασέλα του, γιατί στην αρχή μου ’ρχότανε να ξεράσω όταν την έβλεπα να κολυμπάει στο ποτήρι, στο μπάνιο.
Αλλά ήθελα βλέπεις, να ζήσω μεγαλεία, να ταξιδέψω, να γοητεύσω και μετά, αφού χορτάσω, ν’ αράξω. Ας όψεται ο προκομμένος ο Άρης, που με φλόμωσε στο ψέμα, ότι είχε μια θεία που από ώρα σε ώρα θα τα κακάρωνε και θα την κληρονομούσε. Μετά έμεινα έγκυος, μ’ έψησε να το κρατήσουμε, λεφτά δεν υπήρχαν, ο Άρης αποδείχτηκε κοπρόσκυλο, η θεία δεν πέθαινε με τίποτα κι ο μεγάλος εξαφανίστηκε πριν ακόμη γεννήσω. Πώς την πάτησα έτσι, ρε παιδί μου; Λες κι ήμουνα καμιά άβγαλτη. Τον σιχαίνομαι τον έρωτα, είναι τυφλός και βλάκας. Από μια γειτόνισσα, εξαδέλφη της μάνας του, μαθαίνω που και που για τα κατορθώματά του στην Αυστραλία. Ποτέ δεν καταδέχτηκα να του ζητήσω τίποτα και τώρα, έχει το θράσος να θέλει να γυρίσει πίσω και να τα ξαναβρούμε – έτσι έμαθα. Άντρας που στην κάνει μια φορά, θα σου την ξανακάνει – είναι νόμος.
Κοίταξα τη Μόνα Λίζα όσο μπορούσα πιο πλάγια με την άκρη του ματιού (έχω και αυτόν τον αστιγματισμό…). Δυστυχώς, το πρόβλημα με τις ωραίες γυναίκες είναι ότι σε παίρνουν χαμπάρι αμέσως όταν τις χαζεύεις και γίνεσαι ξεφτίλα, αλλά δεν κατάλαβα, δεν έχει κάποιος το δικαίωμα να ατενίζει όση ώρα θέλει ένα έργο του Ντα Βίντσι, ας πούμε;
Πάντως, μπόρεσα να διακρίνω το μυστηριώδες μη-χαμόγελό της, τα ισπανικά ζυγωματικά της, τα υπέροχα χείλη της, τονισμένα διακριτικά με κραγιόν και ένα κινητό ακουμπισμένο στο παράθυρο. Τα μαλλιά της δεν ήταν κομμωτηριέ, πράγμα που μου άφηνε τις καλύτερες εντυπώσεις και με ενθάρρυνε πολύ.
Έπρεπε να βρω κάτι να της πω άμεσα επιτυχές, κάτι βαθυστόχαστο. Για παράδειγμα, ¨τι ωραία διαδρομή!¨. Όντως, έξω απ’ το τζάμι του βαγονιού περνούσαν μπροστά μας κάτι οικισμοί με σπασμένα τσιμεντώματα και προεξοχές από σιδερόβεργες, κάποιος είχε αμολήσει στα χωράφια λόφους με μπάζα, τα σπίτια είχαν αρχιτεκτονική του στυλ χέσε μέσα, ένα σκουριασμένο λεωφορείο χωρίς ρόδες δέσποζε στη μέση του κάμπου και επιπλέον, το δάσος ήταν μαύρο κατάμαυρο, καμένο πρόσφατα.
ΜΛ: Έχω κι αυτόν τον ψηλέα δίπλα, που με κοιτάζει συνέχεια με την άκρη του ματιού, λες και είμαι χαζή και δε βλέπω. Ω θεέ μου, ετοιμάζεται να μου μιλήσει… Ευτυχώς, το μετάνιωσε. Τώρα παριστάνει τον αδιάφορο και κοιτάζει το τοπίο. Εγώ το αποφεύγω, γιατί έτσι όπως όλα περνάνε σαν αστραπή από το παράθυρο, σκέφτομαι πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος και μελαγχολώ. Όχι ότι με πήρανε τα χρόνια, αλλά στα σαράντα δεν είσαι πια και τσιροπούλι.
Όταν το κινητό χτύπησε, η Μόνα Λίζα κοίταξε ποιος είναι και δεν απάντησε. «Ποιος σας καλεί;», θα τη ρωτούσα, αν τη ρωτούσα. Σκέφτηκα: Κάποιος άντρας είναι, φεύγει μακριά του και πάει στη Χαλκίδα, να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή από το μηδέν, θα γνωρίσει ένα σπουδαίο άντρα – εμένα -, θα της προσφέρω ό,τι δεν της προσέφερε ο άλλος, θα είμαι γενναιόδωρος και πιστός, ανιδιοτελής του κερατά και εξυπηρετικός, θα φτιάχνω τις πρίζες και τα ηλεκτρικά όλα, γοητευτικός με καμπαρτίνα και πληθώρα θαυμαστριών… και μην ξεχάσω, θα της πηγαίνω το πρωινό στο κρεβάτι, θα φτιάχνω παράξενα τσάγια με βότανα, θα ψηφίζω Σύριζα, θα έχω πάρει το κρατικό βραβείο τεχνών και γραμμάτων και θα διαθέτω χιλιάδες βιβλία, διαβασμένα όλα…
Στον Άγιο Θωμά, ανέβηκαν οι φαντάροι, αντήχησε το τρένο από τα «μαλάκα» τους και εγώ συγκεντρώθηκα στην αποστολή μου. Δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια χρόνου, ό,τι ήταν να γίνει έπρεπε να γίνει γρήγορα, γιατί φτάναμε.
Μέσα σ’ αυτήν την επείγουσα κατάσταση με πήρε ο ύπνος. Συμβαίνει πάντα έτσι. Στα δύσκολα αποκοιμιέμαι.
ΜΛ: Τον πήρε ο ύπνος, μην τον ματιάσω. Χαμογελάει και πετάγεται. Τώρα έγειρε και την καράφλα του στον ώμο μου. Έχει και πιτυρίδα – γαμώ την ατυχία μου. Ευτυχώς, φτάσαμε στην Οινόη. – Βρες κανέναν άλλον ώμο να γείρεις ψηλέα, ορεβουάρ.
Στον ύπνο μου βγήκα από το σώμα μου και πήγα και στάθηκα στο ταβάνι του βαγονιού, με είδα από πάνω, τώρα ήμουν ένα παιδάκι, που καθόταν στην πίσω μεριά του σπιτιού και έκλαιγε παραπονεμένο, και περίμενε να πάει κάποιος να το παρηγορήσει και δεν πήγαινε κανένας. Κανένας απολύτως.
Το παιδί αυτό λεγόταν «Το Παιδί Που Αρνείται Να Μεγαλώσει» και έφυγε κάποια στιγμή να πάει στη χώρα του Ποτέ-Ποτέ μαζί με τον Πήτερ Παν. Τότε είδα κάτι πολύ τρομακτικό: Η θέση μου στο βαγόνι έμεινε άδεια, το τρένο ταξίδευε χωρίς εμένα, δεν υπήρχα ούτε εκεί, ούτε πουθενά. Οι πόλεις και τα βουνά, οι άνθρωποι και όλα, συνέχιζαν να ζουν παρόλο που εγώ έλειπα. «Μα πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ο κόσμος χωρίς εμένα;» αναρωτήθηκα, και αποφάσισα να ξυπνήσω αμέσως.
Εν τω μεταξύ κάποιος άκουγε το «Come Mona Lisa», έκλεισα τα αυτιά μου, όμως το τραγούδι πρόλαβε να με αιχμαλωτίσει.
Κάτι φθινοπωρινό ή ίσως και χειμωνιάτικο αντανακλούσε στο πρόσωπο της αγαπημένης δίπλα μου.
Λίγα πράγματα είχαν μείνει πια μεταξύ μας, μετά απ’ όλη αυτήν την πανδαισία των αισθημάτων.
Σκέφτηκα για πρώτη φορά, ότι ίσως μπορούσα να ζήσω και χωρίς αυτήν.
(Η Μόνα Λίζα μου, κατέβηκε στην Οινόη. Τη χαιρέτησα νοερά για πάντα, για πάντα. Εγώ συνέχισα. Το τρένο πριν φτάσει στη Χαλκίδα θα πέρναγε από το Νησί των Λωτοφάγων, τις Συμπληγάδες Πέτρες και το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας.)

Πιάνομαι από τις πρωινές δροσοσταλίδες,
σκαρφαλώνοντας στους επτά λόφους της Έρημης χώρας.
Στο δεξί μου χέρι, ένα σπαθί.
Και στο άλλο, ένα κυκλάμινο.
Τι δώρο να σου φέρω;

* Το “Come Mona Lisa” του Mango, προτείνεται ως μουσική υπόκρουση του αναγνώσματος. Η Έλενα Σκαρπίδου έγραψε τη «Μόνα Λίζα», ο Θωμάς Μυλωνάς τον «Ψηλέα» και η Εύα Ταυρή το ποίημα του επιλόγου.
Μοιραστείτε: