Aναλλαμπίδες για φεγγάρια φτιαγμένα από τυρί…
- Συντάκτης Ευαγγελία Χατζηνούσκα
Ήδη από τον Οκτώβριο έχω το πρώτο για το 2016. Δώρο μιας φίλης που ξέρει το κόλλημα μου.Ήρθε και το δεύτερο. Διαφημιστικό μεν, καλαίσθητο δε. Είναι μια εργασία που με κρατάει στη συνειδητότητα και στη μνήμη. Τα αποθηκεύω εδώ και χρόνια και τα μετακομίζω από τόπο σε τόπο κι από σπίτι σε σπίτι,μέσα σε κούτες που γράφουν αόριστα ‘’βιβλία’’. Δεν ανατρέχω σε αυτά για να κάνω τον ετήσιο απολογισμό μου. Δεν είναι το αρχείο μου. Κάποτε θα τα κάψω. Όταν δε θα με αφορούν. Θα’ναι μια πράξη απελευθερωτικής ανακούφισης.
Η χρονιά κλείνει με περισσότερες απαντήσεις. Με περισσότερη σαφήνεια και πατήματα.
Το παιδί έμαθε να δένει με επιμέλεια τα κορδόνια του και λέει με εξαιρετική άρθρωση ωτορινολαρυγγολόγος. Εκφράζει αυτό που νιώθει χωρίς ντροπή,ηθική και εμπειρία.Με μεγάλη πειστικότητα με διαβεβαίωσε ότι το φεγγάρι είναι φτιαγμένο από τυρί. Κι αυτή η πληροφορία ήταν κι η απάντηση σ’ένα θέμα που με απασχολούσε.Γιατί ως παιδιά πέφτουμε από τα κρεβάτια μας όταν κοιμόμαστε και αυτό αλλάζει μεγαλώνοντας; Και πότε ακριβώς; Όταν με επιστημονικά στοιχεία το φεγγάρι παύει να είναι φτιαγμένο από τυρί.
Εδώ τυρί είναι η φέτα και οποιοδήποτε κίτρινο τυρί είναι κασέρι. Είναι κάτι που δε δημιουργεί πρόβλημα στη ζωή μας. Για την ακρίβεια, υπάρχει απόσταση απ’ όόόόλα τα προβλήματα. Η αναστάτωση έρχεται μόνο από κάποιο απροσδόκητο γεγονός. Με μια ακόμα κλοπή,με τη σύλληψη ενός συγχωριανού, με τις αυταπάτες όταν αυτές γκρεμίζονται, με τα αυτονόητα ‘’όχι’’, που έγιναν δειλά ‘’ναι’’. Όταν επιβεβαιώνεται πολλάκις ότι το φεγγάρι δεν είναι φτιαγμένο από τυρί μπορεί να μην πέφτουμε από τα κρεβάτια μας, αλλά με ευκολία υποδυόμαστε ότι πέφτουμε απ’τα σύννεφα. Σε ανάμνηση ότι κάποτε είμασταν εκεί. Τότε η ατμόσφαιρα αλλάζει ραγδαία και ψιθυρίζει ανεπαίσθητα τη λύπη. Και σιωπά, με την σιωπή του χιονιού, στις τραγικές απώλειες.
Κατα τα άλλα, όλα λειτουργούν με τη φυσική ροή, τους κύκλους των εποχών, τον καιρό της κάθε μέρας και το όνομά της. Κάθε Δευτέρα και Παρασκευή έρχεται φορτηγό με όλα τα εσπεριδοειδή, είδος σχεδόν εξωτικό για μας. Τις Τετάρτες και τα Σαββατοκύριακα στο χωριό είναι κυρίως τα γυναικόπαιδα. Οι άντρες του χωριού επιδίδονται στο προσφιλές τους ‘’σπορ’’, οικολογικό χόμπι(…), ομαδικό παιχνίδι(!), που παιζεται με καμιά 20αριά αρματωμένους Οβελίξ και ένα αγριογούρουνο. Μέρες επικίνδυνες για βόλτα στο βουνό. Κάθε Πέμπτη έχει παζάρι στην έδρα του δήμου. Ψώνια, δουλειές σε υπηρεσίες και τράπεζες, μπουγάτσα και ψητό κοτόπουλο με ρετσίνα.
Οργώματα, κλαδέματα, σπορές, ποτίσματα, ελιές, αμπέλια, μελίσσια, ξύλα, ζυμαρικά, βότανα… όλα έχουν τους τόπους τους, τους μήνες και τις μέρες τους.
Μόνο η βροχή ακινητοποιεί και δίνει ευκαιρία για ξεκούραση. Και η νύχτα.
Οι νύχτες μας φυλάσσονται από τη βραδινή περίπολο. Υπήρχε, είπαν, ανάγκη. Ο ταξιδιώτης ενημερώνεται σχετικά με ταμπέλα στην είσοδο του χωριού. Άσπρα γράματα σε μαύρο φόντο. Η παοκάρα είναι πανταχού παρούσα. Far north.
Για τις μέρες μας δε χρειάζεται περίπολος. Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις από το σπίτι σου και να μη σε ρωτήσει κάποιος ‘’πού πας;’’.Στην αρχή απαντούσα, μετά παραξενεύτηκα ύστερα εκνευρίστηκα. Μέχρι που κατάλαβα ότι είναι τοπικό έθιμο που εμπεριέχει ενδιαφέρον, αδιακρισία, κουτσομπολιό, διάθεση επικοινωνίας, έλλειψη άλλου ενδιαφέροντος. Πράττεις αναλόγως του ποσοστού των συστατικών. Η πιο καταχθόνια εκδοχή αυτό του έθιμου είναι η παρακολούθηση πίσω από κολλαρισμένες δαντελένιες κουρτίνες μιας καλής νοικοκυράς που κάθε Κυριακή εκκλησιάζεται. Εκεί δεν πράττεις. Απλώς ξέρεις. Ότι αν σου συμβεί κάτι περίεργο κάποιος θα το έχει δει.
Οι επισκέψεις στην πόλη αναγκαίες και επιθυμητές. Για ότι δεν μπορείς να βρεις εδώ και για τη θάλασσα. Αναγκαίο κακό μετά από 2 μέρες. Οι πολυκατοικίες γίνονται πιο ψηλές, ο θόρυβος πιο εκκωφαντικός, τα λεωφορεία πιο γεμάτα. Και κανείς δε θα σου πει ‘’καλημέρα, πού πας;’’
Δεν πέφτω από πουθενά. Ούτε από κρεβάτια ούτε από τα σύννεφα. Πιο πιθανό είναι να πέσω μπερδεύοντας τα πόδια μου ανάμεσα σε τυριά και κασέρια, ανάμεσα σε φέτες, κεφαλοτύρια, μοτσαρέλεςγραβιέρες (και κασέρια).