Στην ομίχλη

Μέρες βροχής και ομίχλης. Οι ορεινοί όγκοι χάνονται μέσα στα σύννεφα. Ξεμυτίζουν πού και πού κομμάτια από τις πλαγιές και τις κορυφές και η σταθερή τους παρουσία είναι ανακουφιστική. Η αντάρα κατεβαίνει μέχρι τον κάμπο. Τα ξεγυμνωμένα κλαδιά των δέντρων αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Το υδάτινο της λίμνης και του ποταμιού ενώνεται με το ομιχλώδες. Το φως της μέρας έχει το ίδιο χρώμα μέχρι να βραδιάσει. Τα πάντα γκρι.

Με τη μεσαία σκάλα αναμμένη, οδηγώ παράλληλα με το ποτάμι και αντίθετα με τη ροή του. Με προσπερνούν επιβλητικές νταλίκες με ευρωπαϊκές και βαλκανικές πινακίδες και συντοπίτες μου μακεδονομάχοι, που αναζητούν ο,τι κι εγώ στην όμορη χώρα. Φτηνά καύσιμα και φτηνά τσιγάρα. Άλλοι, φτηνές γυναίκες και τζόγο. Λίγο πριν τα σύνορα, αφήνω τον διασυνοριακό αυτοκινητόδρομο και παίρνω τον παράδρομο για να αποφύγω τα νεοφερμενα διόδια, που έδωσαν νέες θέσεις εργασίας σε άνεργους της περιοχής… Οι περισσότεροι ζουν με τη μοιρασμένη σε χίλια κομμάτια σύνταξη της γιαγιάς και με επιδόματα ή μεταναστεύουν στο εξωτερικό και κάνουν αναρτήσεις νοσταλγίας για την πατρίδα και ελληνικότητας της μιας, μοναδικής και ξακουστής Μακεδονίας. Κατεβάζω το παράθυρο και δείχνω την ταυτότητα μου στον Βούλγαρο υπάλληλο του τελωνείου. Τα χαρακτηριστικά του μου θυμίζουν συγγενείς μου. Συναλλασσομαι σε γλώσσα ελληνική και γύρω μου ακούω λέξεις γνωστές από το σόι μου και από τους κατοίκους του μακεδονικού χωριού μου.
Όλα τα έχει σκεφτεί ο άνθρωπος. Τις ώρες, τα ημερολόγια, τα ονόματα, τα σύνορα, τους θεούς, το χρήμα, τις επιστήμες, τους νόμους…Και κράτησε το καλύτερο για το τέλος της κάθε χρονιάς. Ένα μυστικό τόσο ζεστό και φωτεινό που δεν πτοείται από την παγωνιά και το σκοτάδι του χειμώνα. Την πανανθρώπινη και παγκόσμια αγάπη. Αυτήν που δίδαξε με λόγια και πράξεις ο Χριστός και σηματοδοτείται με τη γέννηση του. Ανεπίδεκτο μαθήσεως το ανθρώπινο είδος, μένει στην ίδια τάξη επί 2018 χρόνια και στο τέλος κάθε χρονιάς δίνει εξετάσεις για μεταξεταστέους.
Βάζει την αγάπη να τρέχει σε μαραθώνιους, την μοιράζει σε συσσίτια, την στήνει σε πάγκους φιλανθρωπικών και φιλοζωικών παζαριών, την αυτοεξαντλεί σε στενό οικογενειακό κύκλο με λουκούλεια τραπεζώματα αλόγιστης κρεατοφαγίας, την εξαργυρώνει σε πολυκαταστήματα, την συσκευάζει σε γνωστές πλαστικές σακούλες, την κάνει καραμέλα σε ευχές κενές περιεχομένου, «με αγάπη», την κηρύττουν δια άμβωνος οι εκπρόσωποι της εκκλησίας, οι ίδιοι που σπέρνουν το μίσος για τους άθρησκους, τους αλλόθρησκους, τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους. Από αγάπη…
Διανύω τα 15 χιλιόμετρα της επιστροφής με το ρεζερβουάρ γεμάτο. Ο καπνός μου δραπετεύει από το μισάνοιχτο παράθυρο και ενώνεται με την ομίχλη. Το ποτάμι ρέει τώρα προς την κατεύθυνση μου. Μου έρχεται στο μυαλό και στα χείλη το κλασσικό άσμα «σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει…κι εγώ ριγω, κι εγώ ριγω»… Ανάβω το καλοριφέρ και πατάω γκάζι. Με περιμένει το παιδί να πάμε στην άλλη πλευρά του Στρυμόνα, εκεί που ενώνεται με την Κερκίνη, για να μαζέψει ποταμίσια ξύλα και φτερά από τα πουλιά της λίμνης για τη συλλογή του. Για να δούμε από κοντά τους νωχελικους νεροβούβαλους και από μακριά τα φλαμίγκο να ισορροπούν με άνεση στα λεπτά τους πόδια, τους λευκοτσικνιάδες με το κομψό πέταγμα, τους αργυροπελεκάνους με το εντυπωσιακό άνοιγμα φτερών, τις αγριόπαπιες σε χαμηλές πτήσεις κοντά στην επιφάνεια του νερού. Τους ελεύθερους, υδρόβιους, φτερωτούς μετανάστες που ξέρουν τους ουρανούς και τα νερά.
Καλή χρονιά.

Μοιραστείτε: