Πρώτες και τελευταίες
- Συντάκτης Ευαγγελία Χατζηνούσκα
Το ήξερα πριν έρθω.
Για να ζήσεις στο βουνό, πρέπει να είσαι βουνό.
Κι αν δε είσαι, να γίνεις.
Το θεωρητικό «πριν», από απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων, απέχει έτη φωτός από το πραγματικό εδώ και τώρα.
Τα κατακάθια του άστεως χρήζουν εντατικού μουλιάσματος στα ιαματικά λουτρά της περιοχής, μέχρι να γίνουν υδρατμοί που κόβουν την ανάσα. Για να ξαναβρεί η αναπνοή την ισορροπία της εισπνοής και της εκπνοής και να κατανοήσει την οικεία και αγαπημένη, αλλά συνεχώς αιφνιδιαστική περιπλοκότητα της μικρής κοινωνίας, που το βαλκανικό της σύνορο την κάνει ακόμα πιο ιδιόμορφη.
«Είμαστε πρώτοι και τελευταίοι, είμαστε αθώοι, απατεώνες και γενναίοι… ακροβάτες και λαθραίοι, προδότες, Σουλιώτες, αδέσποτοι κι ωραίοι». Συνοπτικά και εύστοχα ο Πορτοκάλογλου περιγράφει ‘’χωρίς αμορτισέρ’’, το ‘’Βαλκανιζατέρ’’ του Γκορίτσα, που κατά τα άλλα ωχριά μπροστά στη νωχελικά συναρπαστική και άκρως ενδιαφέρουσα εδώ πραγματικότητα.
Είμαστε πρώτοι μπαίνοντας από Βουλγαρία και τελευταίοι φεύγοντας από την ένδοξη πατρίδα μας. Οι άνθρωποι εδώ έχουν μάθει να ζουν ως τέτοιοι. Και κυρίως ως τελευταίοι. Ακροβάτες της κορυφογραμμής, με άκρα συμπαγή σαν τον ορεινό όγκο, ισορροπιστές του νερού, που ρέει προς μία κατεύθυνση, με σώματα ρευστά και γενναιόδωρα σαν τον Στρυμώνα. Κρυφά μονοπάτια για λαθραίους μετανάστες και για επίδοξες χορεύτριες, νοσοκόμες, εργάρτιες, νύφες. Όταν λιώνει το χιόνι, η άνοιξη αποκαλύπτει τα απομεινάρια όσων δεν τα κατάφεραν. Μυστικά περάσματα για δοσοληψίες που δε γίνονται σε ανοιχτούς δρόμους. Αγόρια που άντρεψαν και άφησαν τα παιδικά παιχνίδια για να φλερτάρουν με την παρανομία. Αγόρια με υπερβάλλουσα αθωότητα, που κάνει την απατεωνιά γενναιότητα. Παίζουν το τομάρι τους και την ελευθερία τους, όχι για τη δόξα, ούτε για τα λεφτά, αλλά γιατί πιστεύουν ότι μπορούν. Αυτοί που ξέρουν να περπατάνε σαν ελάφια, να σκαρφαλώνουν σαν κατσίκια, να κοιτάνε σαν αετοί, να μυρίζουν σα λύκοι, να επιτίθενται σαν τραυματισμένα αγριογούρουνα. Άλλοτε τα καταφέρνουν, άλλοτε όχι. Ενέδρες με προδοσίες σαν αυτές, στις οποίες έπεφταν οι μαυραγορίτες σε πιο άγρια χρόνια, όταν κουβαλούσαν εμπορεύματα με μουλάρια περνώντας νύχτα από βουνίσιες διαδρομές, που λίγοι ήξεραν. Σκοτεινές ιστορίες για συγχωριανούς, συγγενείς που εξαπάτησαν, έκλεψαν, σκότωσαν. Εν καιρώ πολέμων. Αλλόφυλων και εμφύλιου. Εν καιρώ κατακτητών.
Και αφηγήσεις άλλες από τους ανθρώπους των φυλών, που ακόμα κρατάνε τις διαχωριστικές τους, ιδρύοντας συλλόγους, κάνοντας μάθήματα παραδοσιακών χορών, κάνοντας παρέλαση υπό τους ήχους της Ξακουστής Μακεδονίας από τη φιλαρμονική, διοργανώνοντας ετήσιους χορούς με σουβλάκι, αγγουροντομάτα, ρετσίνα και λαχειοφόρο αγορά. Επιμένουν να προστατεύουν τη συγκεχυμένη τους ταυτότητα, είτε με φανατισμό, είτε με σεβασμό, είτε με χιούμορ. Από γειτονιά σε γειτονιά άλλες διάλεκτοι, άλλες λεκτικές ιδιομορφίες, άλλα αστεία, άλλες συνταγές, άλλες αναφορές, άλλη νοοτροπία. Και κέντρο όλων η πλατεία. Η ζωή κινείται γύρω από την πλατεία και τα μαγαζιά της. Όλοι θα περάσουν από κει. Δε θα γλιτώσει κανείς από την περιέργεια και το κουτσομπολιό. Οι αργόσχολοι, οι συνταξιούχοι, οι αδιάκριτοι, οι στερημένοι, τα βλέπουν και τα ξέρουν όλα. Ποιός είσαι, ποιανού είσαι, όλο το γενεαλογικό σου δέντρο, πού πας, τι φοράς, τι ψώνισες, με ποιον μιλάς, ιστορίες από τη ζωή σου, που ούτε εσύ θυμάσαι. Οι γυναίκες βγαίνουν τα σαββατόβραδα μετά του συζύγου, τις Κυριακές μετά την εκκλησία, στις εθνικές εορτές και στις έκτακτες εκδηλώσεις. Οι καλοί οικογενειάρχες τις μέρες πηγαίνουν για ψώνια στη Βουλγαρία και τις νύχτες, μαζί με τους «αδέσποτους κι ωραίους», εκτονώνουν τις ανάγκες τους στα μαγαζιά των βουλγαρικών συνόρων. Καζίνο, μπουζούκια, κλαμπ. Γρήγορα λεφτά, φτηνή διασκεδάση, εύκολες γυναίκες. Μερικοί «αδέσποτοι» παντρεύονται πολύ μικρότερές τους, όταν πια αυτοί έχουν μεγαλώσει και τα χωράφια, τα ζώα, η δύστροπη μάνα, ένας παλιός έρωτας, δεν τους άφησαν να «φτιάξουν τη ζωή τους». Κορίτσια με δύο οικογένειες, σε δύο χώρες κι ανάμεσα τους το βουνό. Πριγκίπισσες της ευγνωμοσύνης, της συγκατάβασης, της αγάπης, της απάτης.
Άνθρωποι των βορινών συνόρων. Μερικοί έχουν χρόνια να δουν θάλασσα, γιατί έχουν μάθει να είναι βουνά. Κορμιά άθικτα από την αλμύρα, που τους αρέσει το σκαριμπικό «σπασμένο καράβι», γιατί κάποτε ταξίδεψαν. Γλυκείς και αθώοι, πρόστυχοι και μάγκες χωρίς καμία επιτήδευση. Πρώτοι και τελευταίοι στα νότια Βαλκάνια.