The War on Drugs – Lost in the Dream
- Συντάκτης Άρης Καζακόπουλος
Μέχρι πρότινος, η οποιαδήποτε αναφορά στους The War on Drugs συνοδευόταν συνήθως από την επεξήγηση «η πρώην μπάντα του Kurt Vile», ή κάτι ανάλογο. Αυτό, βέβαια, ήταν αρκετά ανακριβές, δεδομένου ότι ο Vile ετοίμαζε παράλληλα με το ντεμπούτο της μπάντας του και το δικό του ντεμπούτο, το οποίο κυκλοφόρησε το 2008 σε απόλυτο συγχρονισμό.
Μετά τον πρώτο τους δίσκο, πάντως, ο τελευταίος αποφάσισε να αφοσιωθεί στη solo πορεία του, η οποία απογειώθηκε μέσα στην τριετία 2011-2013. Στο μεσοδιάστημα, βέβαια, το συγκρότημα από τη Φιλαδέλφεια είχε κυκλοφορήσει το αξιόλογο «Slave Ambient» (2011), όμως η απήχησή του δεν είχε καμία σχέση με αυτήν των δίσκων του Kurt Vile. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο παρέμεναν πάντα στη σκιά του.
Όχι πια όμως. Η νέα κυκλοφορία των The War On Drugs πείθει από το πρώτο άκουσμα ότι δεν είναι ένας ακόμη καλός δίσκος, αλλά ένας δίσκος προορισμένος για ρόλο πρωταγωνιστικό. Το «Lost in the Dream» είναι μια συλλογή πανέμορφων κομματιών, τα οποία μιλάνε κατευθείαν στα μύχια της ψυχής με τρόπο τόσο αφοπλιστικό, που μοιάζουν σα να κυκλοφορούσαν για χρόνια κάπου στο υποσυνείδητο.
Η αίσθηση αυτή, βέβαια, ενισχύεται απίστευτα και από το καθ’ όλα γνώριμο μουσικό περιβάλλον. Βασικά, δεν υπάρχει τίποτα -τίποτα όμως- φρέσκο, ή καινοτόμο στον ήχο της μπάντας. Κατά τη διάρκεια των 60 λεπτών που διαρκεί ο δίσκος παρελαύνει η μισή δεκαετία του ‘80. Από το arena rock και τις μουσικές φόρμες του Springsteen, μέχρι τον solo Paul Simon, ή και τον Dylan εκείνης της περιόδου, την ερμηνεία του οποίου θυμίζει σε αρκετά σημεία ο frontman, vocalist και songwriter Adam Granduciel. Όλα αυτά σερβίρονται σχεδόν ατόφια, πασπαλισμένα μονάχα με ένα σύγχρονο indie touch στον ήχο για να μην ακούγονται εντελώς παρωχημένα και εμπλουτισμένα σε μερικές στιγμές με υποψίες ambient διάθεσης.
Το “Lost in the Dream” όμως, είναι ένας τόσο αξιαγάπητος δίσκος που καθόλου δεν ενοχλεί η ρετρολάγνα διάθεσή του. Οι απλωμένες στο χρόνο συνθέσεις του είναι υπέροχες και μοιάζουν να τον κάνουν να συστέλλεται, απορροφώντας τον ακροατή σε μια χειροπιαστή και όχι προσποιητή νοσταλγική διάθεση. Ξαφνικά, ο χώρος γεμίζει με ξεθωριασμένα χρώματα με τον ίδιο τρόπο που συνέβαινε με τον Destroyer στο «Kaputt» (2011), ή με τον Kurt Vile στο «Wakin on a Pretty Daze» (2013). Αν ο τελευταίος είναι δίσκος για πρωινά της Κυριακής, όπως είχα γράψει, τότε αυτός εδώ είναι για τα σούρουπα. Εξίσου ολοκληρωμένος, το ίδιο ακαταμάχητος.
Εκτός από τις υπέροχες συνθέσεις, την ατμόσφαιρα και τη συναισθηματική αμεσότητα, στις αρετές του εξαιρετικού αυτού δίσκου θα πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί και η διαχρονικότητα. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ακούγεται σαν δίσκος που θα μπορούσε να έχει κυκλοφορήσει οποτεδήποτε τα τελευταία 40 χρόνια, αλλά υπάρχει σε αυτόν και κάτι πιο ουσιαστικό: η έμψυχη φύση του θυμίζει τον τρόπο που έφτιαχναν μουσική οι παλιοί τραγουδοποιοί. Και αυτή είναι μια προσέγγιση που δε θα ξεπεραστεί ποτέ.
8.5 / 10