Το «άλλο» ελληνικό σινεμά
- Συντάκτης Ισμήνη Καββάδη
Ντάλα καλοκαίρι και λες να μείνεις μέσα μπας και ηρεμήσεις λίγο από τις ορδές αλαφιασμένων χιπστεράδων με ιδρωμένο μούσι και ποδήλατο στο διπλανό stand, αλλά δε σου πάει, βρε αδελφέ, να τη βγάλεις με 826η επανάληψη Σεφερλή και καρπούζι. τι κάνεις; Σίγουρα οΧί αυτό που θα σας προτείνουμε , πράγμα το οποίο δεν παύει όμως να αποτελεί μια επιλογή που θα σας κάνει, αν δεν το έχετε ήδη κάνει, να δείτε το ελληνικό Σινεμά με άλλο μάτι.
Παρόλα τα πενιχρά μέσα λοιπόν, την έλλειψη χορηγών, τη βραδυπορία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και τη φυσική ροπή του κοινού προς εύπεπτες υστερικές σεξοκομεντί, υπάρχει εκεί έξω ένα σινεμά που αντιστέκεται, πληρώνει από το υστέρημα του, αδιαφορεί για την πάνδημη αποδοχή και παράγει τέχνη. υπάρχει ένα σινεμά που μπαινοβγαίνει εντός και εκτός συνόρων προκειμένου να ανασυνταχθεί και να επιβιώσει, που γυρίζει low budget, που θέλει να πει όσα η «αθάνατη» ελληνική κοινωνία κρύβει επιμελώς κάτω από το χαλί.
Υπάρχουν λοιπόν δημιουργοί που θέλουν την πρωταγωνίστρια να είναι όμορφα «σπασμένη» και όχι όμορφα πλαστική, τρωτή, ανθρώπινη…, που σκάβουν για την τρυφερότητα στο δολοφόνο, για τη συμπόνια στο σκατόψυχο, για την αποδοχή στο διαφορετικό. η πόρνη γίνεται φίλη, το πρεζάκι συμπαθές, ο ψυχασθενής οικείος, οι τραβεστί ηρωίδες, ο σαδιστής πατέρας συστήνεται (επιτέλους) και πάει λέγοντας. Σχεδόν κάθε είδος ταμπού ξεμπροστιάζεται στα μάτια του θεατή με μια επιμονή των δημιουργών αξιέπαινη, μια τεράστια επιθυμία να σπάσουν τα μούτρα του νοσηρού καθωσπρεπισμού – βιτρίνας μιας κοινωνίας που, ενώ ξέρει καλά γιατί οδεύει στη σήψη, προσποιείται ότι αναρωτιέται ακόμα το «γιατί», ισιώνοντας τη γραβάτα της.
Φυσικά υπάρχει και ο αντίλογος. Και πρέπει να ακουστεί. Πολλοί μιλούν για επιτηδευμένο, κουραστικό σινεμά με αντιπαθείς χαρακτήρες, με σενάριο που φτύνει βίαιους διαλόγους στον ανυποψίαστο θεατή και με τη θεματολογία του «σοκάρει για να σοκάρει» χωρίς βάθος και ουσία. Μιλούν για πρεμιέρες από τις οποίες αποχώρησαν επιδεικτικά και για δημιουργούς σνόμπ, αυτόχρηματοδοτούμενους, που κάνουν απλώς το ελιτίστικο ψώνιο τους. η αλήθεια ίσως και να βρίσκεται κάπου στη μέση, ίσως και όχι.
Μήπως όμως η ουσία βρίσκεται σε ένα κομμάτι της ελληνικής κινηματογραφικής τέχνης που ζει και εξελίσσεται αυτόνομη και αυτοδημιούργητη, αποδεσμευμένη από το εγχώριο σελεμπριταριό, που μιλάει για αυτό που θέλει χωρίς την προσμονή της αποδοχής, που δείχνει να νοιάζεται για την παθογένεια που μας δέρνει ως έθνος και που, στην τελική, χρήζει διεθνούς αναγνώρισης;
Πάντως στις Κάννες, κανένα ακροατήριο δε χειροκροτεί, όρθιο, επί 3,5 λεπτά ταινία που δεν αξίζει… Και μιλάμε για ένα από τα πιο σνομπ φεστιβάλ του κόσμου…!
Τολμούμε, λοιπόν, με διακριτική προσέγγιση και χωρίς διάθεση να «κρίνουμε» κινηματογραφικά, σεναριακά και καλλιτεχνικά, με την επαγγελματική έννοια του όρου, να σας προτείνουμε κάποια μόνο από τα –αρκετά σε αριθμό- αξιόλογα φιλμ του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Πρόκειται για ταινίες που διακρίθηκαν σε διεθνή φεστιβάλ και που σίγουρα δεν είναι εύπεπτες. Έχουν όμως πολλά να σας πουν, ή απλώς να σας εκνευρίσουν, γιατί όχι; Όπως το πάρει κανείς!
Το σπιρτόκουτο, Γιάννης Οικονομίδης (2003)
Μικροαστική οικογένεια, στριμωγμένη σε ένα διαμέρισμα της αθήνας, καλοκαίρι, ζέστη, ματαιωμένα όνειρα να σιγοβράζουν κάτω από την επιφάνεια, μετουσιωμένα σε θυμό. Μάνα εκ πρώτης όψεως σιωπηλή, «σοφή», υπομονετική…, μόνο μέχρι να δείξει, αρκετά αισχρά, στο θεατή την πραγματική της υπόσταση. Παιδιά λίγο πριν τα 30, ματαιωμένη γενιά, γεμάτη μίσος, βαθύ μίσος απέναντι στους ανθρώπους, η οποία σταδιακά αποκαλύπτει ότι η ρίζα αυτού του μίσους βρίσκεται τελικά στο απύθμενο μίσος απέναντι στην ίδια τους τη ζωή. Η δε σκηνή με το α-πι-στευ-το μπινελίκι της κόρης στο τηλέφωνο, είναι πέρα από ρεαλιστική και σχεδόν κάνει ακόμα και έναν μέσο, μπρουτάλ τύπο να νιώσει κάπως άβολα -περιττό να σας πω ότι έχει γίνει viral! Και έπειτα ο πατέρας, ο ανεπανάληπτος Ερρίκος Λίτσης που με την εν λόγω ερμηνεία του έγινε σχεδόν σύμβολο. Ένοχος, αλλά ταλαίπωρος, εκφυλισμένος, αλλά συμπαθής, κρατάει ισορροπίες μέχρι…; Η ταινία είναι βίαιη λεκτικά, δυσάρεστη, αλλά δε φεύγεις. Κάθεσαι και υπομένεις, γιατί κάπου εκεί μέσα εντοπίζεις ψήγματα αλήθειας για μια κοινωνία που ζει δίπλα σου.
Η ψυχή στο στόμα, Γιάννης Οικονομίδης (2006)
Ε, δε νομίζω να μην έχει πάρει το μάτι σας το περιβόητο viral με τον καταμετρητή των μπινελικίων που στολίζουν τον κεντρικό ήρωα της ταινίας. Ο περιβόητος τάκης (με έναν εξαιρετικό για ακόμη μια φορά Ερρίκο Λίτση) κινείται -σχεδόν άθελά του- σε σκοτεινότερα μονοπάτια από τον ήρωα του Σπιρτόκουτου, αλλά ενσαρκώνει ένα συμπαθέστερο χαρακτήρα. Συμπαθέστερο, διότι το μέγεθος της κακοποίησης στην οποία υπόκειται από το περιβάλλον του, αλλά και από τις βρώμικες κομπίνες στις οποίες μπλέκει, είναι τόσο μεγάλο που σχεδόν καταλήγει κωμικό. Ο Τάκης βάλλεται από παντού, χωρίς οίκτο και τελικά επαναστατεί. το θέμα όμως δείχνει ότι ο δημιουργός θέλει να γενικεύσει, κάτι άλλο θέλει να πει. Η αιθέρια Μαρία Ναυπλιώτου δείχνει τι θα πει ηθοποιός ευρείας γκάμας και δυνατού ταλέντου, ενώ σκηνοθετικά ο δημιουργός στηρίζει ένα μοτίβο που θέλει τη φλέβα τεντωμένη στο μέτωπο όλων μέχρι το φινάλε.
Στρέλλα, Πάνος Κούτρας (2009)
Σενάριο Πάνος Κούτρας, μουσική Μιχάλης Δέλτα, πρωτοεμφανιζόμενη η Μίνα Ορφανού όντας ακόμα διαφυλική και να που μία ιστορία, η οποία φαντάζει τόσο προβλέψιμη και πολυχρησιμοποιημένη, κάνει αίσθηση γιατί μιλάει για το «εδώ», το δίπλα σου, τον τύπο απ’ το χωριό σου, την κοπέλα που βλέπεις στο φανάρι στην ομόνοια, όταν γυρνάς το βράδυ σπίτι. Πρώην κατάδικος για φόνο αποφυλακίζεται και ερωτεύεται μια 25χρονη τρανσέξουαλ, με την οποία περνάει το πρώτο του βράδυ ελευθερίας. Εκείνος έχει ακόμα χρωστούμενα, εκείνη παλεύει με τη βαθιά επιθυμία της να αγαπηθεί και τις άμυνες που της επέβαλλε η διαφορετικότητα της. Τη συνέχεια αξίζει να τη δείτε. Όμορφο. Beautifully Broken.
Κυνόδοντας, Γιώργος Λάνθιμος (2009)
Από το 2009 και έπειτα αλλάζει το μοτίβο. Νέοι σκηνοθέτες εμφανίζονται στο προσκήνιο με μια σεναριακή προσέγγιση που κινείται μεν στην ίδια λογική, αλλά με σκηνοθετική ματιά σαφώς πιο εσωστρεφή. Μία από τις βασικές διαφοροποιήσεις από τα προαναφερθέντα φιλμ αποτελεί το γεγονός ότι το σκηνοθετικό προφίλ των δημιουργών από τον Λάνθιμο και μετά, κινείται στον αντίποδα της σχεδόν αγοραίας εκσφενδόνισης της βίας στο πρόσωπο του θεατή κάνοντας το εξής: μιλάει για ακόμη βιαιότερες καταστάσεις, καταστάσεις που αγγίζουν, ή και ξεπερνούν τα όρια του «άρρωστου», αφήνοντας υπόγειες, εκλεπτυσμένες υποδείξεις που οδηγούν τελικά στην αλήθεια.
Διάλογοι κοφτοί και απόμακροι, σκηνικά αποστειρωμένα, φωτισμός εκνευριστικά καθαρός, χαρακτήρες εκ πρώτης όψεως ατσαλάκωτοι, ηθοποιοί με σχεδόν ανέκφραστα πρόσωπα, φωνές σχεδόν φλατ. η βία δε δίνεται «στο πιάτο» και ο θεατής «δουλεύει» για να την ανακαλύψει.
Ο Κυνόδοντας μισήθηκε πολύ και «στολίστηκε» με χαρακτηρισμούς τύπου: ελιτίστικο σινεμά/στιλιζαρισμένη αρρώστια. Είναι επίσης μια δύσπεπτη ταινία, σεναριακά κινείται στο στόρι μιας ευκατάστατης οικογένειας που ζει αυτό-αποκλεισμένη στα όρια της αυλής της οικίας, με τους γονείς να έχουν αποκλείσει τα παιδιά από οποιοδήποτε κοινωνικό εξωτερικό ερέθισμα (σχεδόν) και να διαμορφώνουν σε αυτά μια στρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ένστικτα και πρωτόγονα συναισθήματα έρχονται να ζητήσουν το μερίδιο τους. Βραβευμένη επίσης ταινία, διεθνούς αποδοχής.
Attenberg, Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη & Γιώργος Λάνθιμος (2010)
Εδώ, τα πράγματα «ελαφραίνουν», αλλά το σκηνοθετικό μοτίβο κινείται στους ίδιους δρόμους. Οι χαρακτήρες εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μια δυσκολία, ή άρνηση υπερέκθεσης στο εξωτερικό περιβάλλον, αλλά εδώ πέραν της εσωτερικότητας, υπάρχει χιούμορ, υπάρχουν διαρροές συναισθήματος, υπάρχει τόνος χαράς και αισιοδοξίας μέσα από το δράμα. Επίσης υπάρχει πολύ καλό soundtrack. Νεαρή κοπέλα προετοιμάζει τον πρόωρα ετοιμοθάνατο πατέρα της για το τελευταίο του ταξίδι, μέσα από μια διαδικασία βαθύτερης γνωριμίας τόσο με αυτόν, όσο και με τον ίδιο της τον εαυτό και τη σεξουαλικότητα της. Πειραματισμοί, παιχνίδια, πειράγματα, έρωτας, περιπλέκονται με συναισθήματα θλίψης, φόβου και απώλειας και τελικά δίνουν ένα εκλεπτυσμένο αποτέλεσμα εξαιρετικών ερμηνειών, με ένα Βαγγέλη Μουρίκη εξαιρετικό!
Άλπεις, Γιώργος Λάνθιμος (2011)
Η εσωτερικότητα επιστρέφει, το δράμα εντείνεται, το σενάριο όμως είναι ιδιαίτερο, διαφορετικό, γοητευτικό: Μια νοσοκόμα, ένας τραυματιοφορέας, μια αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής και ο προπονητής της, έχουν δημιουργήσει μια ομάδα. Αντικαθιστούν νεκρούς ανθρώπους. Προσλαμβάνονται από τους φίλους και τους συγγενείς των νεκρών. Η ομάδα ονομάζεται Άλπεις και ο αρχηγός της, ο τραυματιοφορέας, ονομάζεται Mont Blanc. Τα μέλη της ομάδας είναι υποχρεωμένα να λειτουργούν σύμφωνα με κάποιους κανόνες που έχει ορίσει ο αρχηγός.
Η νοσοκόμα δεν υπακούει αυτούς τους κανόνες. Ο Άρης Σερβετάλης στο ρόλο του τραυματιοφορέα – αρχηγού της ομάδας, ξεπερνάει κάθε προσδοκία- το ταλέντο του ανθρώπου είναι αδιαμφισβήτητο και πολύ, μα πολύ μπροστά. Στην ουσία, στο φίλμ αυτό συνυπάρχουν όλα τα στοιχεία της «σχολής Λάνθιμου» που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό όμως με ένα ιδιόμορφο μαύρο χιούμορ που ισορροπεί τον πόνο και την απελπισία των χαρακτήρων εκατέρωθεν.
Αξίζει να τη δεις. Αποθεώθηκε από διεθνή τύπο, πήρε βραβείο καλύτερου σεναρίου στη Βενετία, λατρεύτηκε από κριτικούς. Τι άλλο θες για να αποδεχτείς το διαφορετικό; (Επιτέλους!).
Miss Violence, Αλέξανδρος Αβρανάς & Κώστας Περούλης (2013)
Εδώ, τα πράγματα περιπλέκονται. Εδώ, η ουσία σοβαρεύει. Ο αβρανάς τολμά να αγγίξει μια αρρώστια με υπόσταση, μια ιστορία αληθινή, ένα φαινόμενο που συμβαίνει στο διπλανό ίσως σπίτι, στη χώρα σου, ναι, και επιμένεις να το αρνείσαι. Και τολμά να αγγίξει την παθογένεια της οικογένειας, αποφασισμένος και έτοιμος, όπως φάνηκε, για οποιασδήποτε μορφής μομφή. Προκλητικός με αιτία. Ένα ζοφερό, ανατριχιαστικό, εγκεφαλικό θρίλερ που κάνει αυτό που οφείλει να κάνει. Να σε εγκλωβίζει στο σύμπαν μίας ανησυχητικά φυσιολογικής οικογένειας, μιας αρρωστημένα δυσλειτουργικής οικογένειας, αλλά ταυτόχρονα να σε κρατά εκτός. Δεν ξέρεις, υποπτεύεσαι. Δε σου δείχνει, υπαινίσσεται. Δε φωνάζει, κινείται υπόγεια. γιατί και η βία είναι ήσυχη κάποιες φορές. Συστήνει τη φιγούρα του Πατέρα – Δυνάστη, ίσως στην πιο ακραία μορφή του, καθώς με αρκετές διακυμάνσεις αυτή εντοπίζεται σε διάφορες μορφές και ποικιλίες στην ελληνική κοινωνία. Ένα κορίτσι, σε ένα old school διακοσμημένο διαμέρισμα, μετά από μια αποστειρωμένη οικογενειακή γιορτή γενεθλίων, απλά πηδάει από το μπαλκόνι και αυτοκτονεί… Και ο σκηνοθέτης πιάνει δουλειά μετά, ακολουθώντας την οικογένεια στις μέρες πένθους. Τι θα αποκαλυφθεί; Dance me to the end of love.
Xenia, Πάνος Κούτρας (2014)
Όπως προείπαμε, κανείς στις ultra snob Κάννες δε χειροκροτεί όρθιος, επί 3,5 λεπτά, σε ένα κατάμεστο θέατρο, μια ταινία που δεν αξίζει τέτοια αποδοχή. Ο Πάνος Κούτρας, εξαιρετικά συμπαθής στο ελληνικό κοινό και με ιστορία στο κινηματογραφικό στερέωμα με τη βραβευμένη Στρέλλα, αλλά και κάποια κωμικά φίλμ, ακολουθεί τα τελευταία χρόνια μια πιο ώριμη και συνεχώς ανοδική πορεία. Οι ταινίες του -αν και περιέχουν σχεδόν πάντα δραματικό κεντρικό στοιχείο (σεναριακά τουλάχιστον)- έχουν σταθερά μια essence αισιοδοξίας και καλό χιούμορ, ενώ εστιάζουν με τρυφερότητα και αποδοχή την προσοχή τους στο διαφορετικό, στις μικρές παρεκκλίσεις της ανθρώπινης υπόστασης από το «γενικά αποδεκτό».
Όσον αφορά το Xenia, παρόλο που σεναριακά η ιστορία είναι σχεδόν κοινότοπη (!), η σκηνοθετική ματιά του Κούτρα την απογειώνει σε τέτοιο βαθμό που παραισθήσεις περιπλέκονται με τη χιουμοριστική πραγματικότητα και το δράμα. Δυο αδέλφια από Έλληνα πατέρα και αλβανή μητέρα, ζουν χωρισμένα, μετά την εγκατάλειψη τους από τον πρώτο σε αθήνα και Κρήτη αντίστοιχα. Λίγο μετά το θάνατο της μητέρας και με το φόβο της απέλασης, ο μικρός επιδιώκει και βρίσκει το μεγάλο αδελφό στην αθήνα και καταφέρνει να τον πείσει για ένα road trip ενηλικίωσης προς τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να βρουν τον «ακατανόμαστο» και να διεκδικήσουν λεφτά και ιθαγένεια. Γρήγορο, έξυπνο, ευαίσθητο, με φωτισμένες τις «σκοτεινές» πτυχές της ψυχοσύνθεσης των πρωταγωνιστών, ρεαλιστικό και φευγάτο παράλληλα. Σχεδόν δυο ώρες ευχάριστες, αλλά με νόημα, ντεκανταρισμένης και αιθέριας αισθητικής ταυτόχρονα. Αν μου επιτρέπεται: προσωπικό like. 😉
Καλές Προβολές λοιπόν! Με ρέγουλα τα μπινελίκια του Λίτση! Και… Καλό Καλοκαίρι!!!
Tags: ελλάδα • εναλλακτικός • κινηματογράφος