Γιώργος Κεβρεκίδης
Γεννήθηκε στη Χαλκίδα αλλά δεν ξεχνάει να αναφέρει την καταγωγή του από Μικρά Ασία (Erdek Κυζίκου) κι Εύξεινο Πόντο (Aksaabat / Πλάτανα Τραπεζούντας). Είναι διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός του Εθν. Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με μεταπτυχιακές σπουδές. Το 2009 ξεκίνησε σπουδές στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στη Φλώρινα, από το οποίο αποφοίτησε τον Ιούνιο του 2016. Έχει πραγματοποιήσει τέσσερις ατομικές εκθέσεις: «Multiple Faces of Istanbul», «Insan “yukarι bakan” – Yunanca “άν-θρωπος”», «Προσλαμβάνουσες» και «Μνήμες ενός πρόσφυγα». Έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε φεστιβάλ τέχνης στο δημόσιο χώρο και σε ομαδικές εκθέσεις. Με το καλλιτεχνικό δίδυμο reneighbors, συμμετείχε στην 1η Biennale της Κύπρου (Οκτώβριος 2018), και ήταν ανάμεσα στους finalists για τη διεκδίκηση του πρώτου βραβείου. Ασχολείται παράλληλα με τη διδασκαλία εικαστικών ενώ στον ελεύθερο χρόνο του εξασκεί την αγάπη του για τη δημιουργική γραφή.
Ο άνθρωπος δρα ορμώμενος απ’ την ανάγκη του να ορθώσει ένα λόγο. Ο δικός μου λόγος συμπεριλαμβάνει τη χρήση ύλης, τη δύναμη της εικόνας, του χρώματος, τη σχέση των προηγούμενων με το χώρο που λαμβάνω ως αισθητικά «αδόμητο», άϋλο, ανεικονικό, αχρωμάτιστο, για να τον επανεφεύρω εν συνεχεία, με τα δικά μου μέσα. Εγώ προσθέτω σ’ έναν κενό χώρο βασικά αφετηριακά στοιχεία για να πλάσω την αφήγησή μου.
Είναι στ’ αλήθεια άϋλος ο χώρος που παίρνω ως βάση; Είναι η φαντασία αυτή που ορίζει ποια χαρακτηριστικά του δομημένου χώρου θα συμπεριληφθούν στο παιχνίδι αισθητικής επαναφοράς του; Είναι το παιχνίδι της συναρμολόγησης της ύλης, ένα παιχνίδι σύνθεσης ιδεών, αποκατάστασης δυσαρμονιών, επαναπροσδιορισμού του χώρου, ένα παιχνίδι «τακτοποίησης» της μνήμης;
Η δημιουργία της τέχνης δε λαμβάνει χώρο σ’έναν κενό χώρο. Η ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας έγκειται στο να φέρει κάτι ανύπαρκτο σε ον. Η τέχνη έχει να κάνει με τη μεταμόρφωση εκείνου που ήδη υπάρχει. Η μεταμόρφωση είναι θεμελιώδες στοιχείο της αυθεντικότητας. Το αντικείμενο που μεταμορφώνεται διατηρεί την ουσία εντός του. Αλλά είναι διαφορετικό από την ουσία του, είναι κάτι νέο, κάτι γνήσιο.
Όταν προ καιρού έστηνα, με καφάσια μαναβικής, τον «Επενδύτη» της Εφεσείας Θεάς Αρτέμιδος, παρέα με μαθητές του Ζωγραφείου Λυκείου Κων/πολης, έπαιρνα ένα ρίσκο. Πώς θ’ αποτελέσει το τελικό συνθετικό αποτέλεσμα μιαν αυθυπόστατη γλυπτική πρόταση, κουβαλώντας ωστόσο τις αρχαιολογικές κ.α. αναφορές;
Με τη συνεργασία των παρευρισκομένων εθελοντών και λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια αισθητικής, στατικής επάρκειας, κλίμακας, χρωματικής αρμονίας, πειραματίστηκα στη σύνθεση, που ολοένα αναπτυσσόταν καθ΄ύψος. Οι μαθητές δημιούργησαν τις δικές τους συνθέσεις, αξιοποιώντας τη δυνατότητα διακόσμησης του εσωτερικού ενός καφασιού με αντικείμενα της αρεσκείας τους, που βρήκαν επί τόπου στην αίθουσα. Η εργασία ήταν τόσο ατομική όσο και ομαδική. Η απόκτηση εμπειρίας στην εννοιολογική τέχνη αποτέλεσε ένα ακόμη κίνητρο γι’ αυτούς, αφού κατάφεραν ν΄ απομακρυνθούν από κλασικά πρότυπα αναπαράστασης και μίμησης.
Μεγάλη, επίσης, η πρόκληση κι όταν καταπιάνομαι με μιαν ανθρωποκεντρική ζωγραφική. Στην απεικόνιση καθημερινών σκηνών και προσωπογραφιών, ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, που βίωσα από κοντά, ζώντας επί δυόμιση χρόνια στην Κων/πολη, έβαλα μέσα στη δουλειά όλον τον ερωτισμό μου. «Αναδιέταξα» τα pixels «ready made» φωτογραφιών, προσθέτοντας μεγαλύτερη χρωματική ένταση όπου έκρινα, άλλοτε πάλι αφαιρώντας ένταση απ’ όσα δεν έκρινα απαραίτητο να επανειπωθούν. Δανείστηκα τη φαντασία μου ως επί το πλείστον κι όχι το ρεαλισμό εικόνων που βίωσα, για να τα προσεγγίσω «νεο-ηθογραφικά». Αυτήν την εμπειρία απέδωσα εν συνεχεία στον καμβά. «ART IS NOT WHAT YOU SEE BUT WHAT YOU MAKE OTHER SEE», Edgar Degas…»
Συνέκρινα ένα παγκοσμίως αναγνωρισμένο έργο τέχνης, που έχει αγαπηθεί από τ’ μεγαλύτερο πλήθος αποδεκτών, μ’ ένα σύγχρονο δικό μου ομαδικό πορτρέτο, στο Νιχώρι. Το έργο του Ρέμπραντ «Η συντεχνία των ραφτών» θεωρείται ως το πιο διάσημο, μεταξύ ομαδικών πορτρέτων, στην ιστορία της τέχνης, παγκοσμίως.
Το αντίστοιχο σύγχρονο ομαδικό πορτρέτο απεικονίζει μια σκηνή σεπτεμβριανού γεύματος παλαμίδας, απ’ την καθημερινή ζωή στο Νιχώρι της Πόλης. Από τη μία πλευρά, στην αφηγηματική ζωγραφική του Rembrandt ο θεατής συλλαμβάνει το θέμα με την πρώτη ματιά, λόγω της ισχυρής χρήσης του ρεαλισμού, φέρνοντας σημαντικές λεπτομέρειες από τις προσωπικότητες που απεικονίζονται, στο προσκήνιο.
Από την άλλη πλευρά, ως σύγχρονος καλλιτέχνης έδωσα έμφαση σε μια ιδιωτική δραστηριότητα δέκα ατόμων, την οποία «μοιράζονται» ανοιχτά με τον θεατή. Φαίνεται η νέα σύνθεση σαν να βασίζεται σε μια παλιά ιδέα. Στο έργο του Ρέμπραντ οι ράφτες ποζάρουν απέναντι από το φακό της κάμερας ως να θέλουν να τραβήξουν μια «selfie».
Το τι διαφοροποιεί, όμως, αυτά τα δύο πορτρέτα ομάδας ανθρώπων είναι η διαφορετική τεχνική της ζωγραφικής. Είναι η ιδιαιτερότητα του σύγχρονου καλλιτέχνη που θέτει τον «ατομικισμό» απέναντι στην παγκοσμιότητα. Η έκφραση της γνησιότητας κάποιου έχει γίνει το μανιφέστο της ατομικιστικής «ΕΓΩ-μανίας», από τη βιομηχανική επανάσταση. Από τότε, η υπερθετική αρμονία της ομορφιάς σε ένα έργο τέχνης, με μιαν ακαταμάχητη καθολική απήχηση έχει ανοίξει τον δρόμο για την προβολή των ιδιαιτεροτήτων του καλλιτέχνη, παρέχοντας στους θεατές χρήσιμο έναυσμα για σκέψη. Γιατί, όπως λέει κι ο Goethe «Ο καλλιτέχνης, όποια στροφή κι αν κάνει, μπορεί να φέρει στο προσκήνιο μόνο τη δική του ατομικότητα.
Το παν είναι να σε αφουγκράζονται τα έργα σου όταν μιλάς γι αυτά. Ωσάν να θέλουν να μιλήσουν τα μοντέλα σου μέσα απ’ τη δικιά σου λαλιά. Να αισθάνονται ζωντανή τη συντροφιά του «ενσαρκωτή» τους, μέχρις ότου πάρουν το δικό τους δρόμο, στη νέα εποχή της εννοιολογικής τέχνης. (Γι. Κεβρεκίδης, Εικαστικές σκέψεις πάνω στην νεο-ηθογραφική ζωγραφική του 21ου αι, 23/04/2017)
Πώς συνενώνει κανείς ζωγραφικά το παρελθόν με το παρόν; Την παράδοση με τον μοντερνισμό, δίνοντας το δικό του στίγμα στον καμβά της σύγχρονης τέχνης; Ένας τρόπος είναι να αντλήσεις ως δάνειο ένα γνώριμο χώρο και δη αρχιτεκτονικό, μέσα στο έργο σου. Εκεί θα μπορέσεις να παραγάγεις κατόπιν μια ποιητική εικόνα, έχοντας ως αφορμή την αναβίωση μιας θρησκευτικής τελετής που είχε διακοπεί για έναν αιώνα σχεδόν. Ένα συμβάν του σύγχρονου ανθρωπογενούς περιβάλλοντός μας, που εκτός από την εικαστική του αξία, έχει επίσης αξία τεκμηρίου μιας άλλης εποχής, η οποία έχει οριστικώς παρέλθει.
Η παρατακτική σύνθεση με τη γραμμική διάταξη των μορφών στο κέντρο, θυμίζει μορφολογικά την ελαιογραφία του Σπύρου Βασιλείου με τίτλο «25η Μαρτίου». Ένα καινοτόμο έργο για την εποχή του ως προς τη σύνθεση και την αντίληψη του χώρου.
Και σημειολογικά θα μπορούσαν να σχετιστούν τα δύο έργα λόγω της κοινής τους αναφοράς στο πρόσωπο της Παναγιάς. Αφενός το έργο του Βασιλείου με την εθνική επέτειο της Επανάστασης τιμά την Παρθένο Θεοτόκο, αφετέρου το σύγχρονο έργο με αφορμή την ενεργοποίηση μιας θρησκευτικής τελετής στο γενέθλιο τόπο της, τιμά την Παναγιά Φανερωμένη.
Το σκηνικό επίτηδες τοποθετημένο πλάγια στον καμβά, εντείνει τη τρισδιάστατη απεικόνιση του χώρου, ενώ συγχρόνως διευκολύνει τη μετάβαση του θεατή στο χρόνο, σημαντικό στοιχείο της αφηγηματικότητας του έργου. Αντίστοιχα με τον Βασιλείου, ως σύγχρονος αφηγητής αποπειράθηκα να δώσω μια φανταστική ανάγνωση του χώρου, η οποία προϋποθέτει τη φαντασία του θεατή και μια διάθεση αφαίρεσης. Οι φιγούρες ενοποιημένες ενίοτε χρωματικά στο χώρο, δανείζονται στοιχεία από τη Βυζαντινή αγιογραφία αλλά και τη λαϊκή τέχνη.
Αν στο αντίστοιχο έργο του Βασιλείου η κορύφωση της σύνθεσης ορίζεται από την ιερότητα ενός υφάσματος: της ελληνικής σημαίας, στο σύγχρονο έργο η αντίστοιχη κορύφωση μπορεί να υποδηλωθεί μέσα από τη διαχρονική αξία της πίστης σε ιδανικά όπως η συλλογικότητα, η φιλοπατρία, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η μνήμη, ο αγώνας, ο σεβασμός, το γένος, η παράδοση, η συνέχεια.
Το γλυπτό Sacred hearth, μελετημένο να τοποθετηθεί στον περιβάλλοντα χώρο ανάμεσα στην ενετική οικία Βαϊλου και το πρώην κτίριο ΑΣΑΧ, στο ιστορικό κέντρο της Χαλκίδας, αξιοποιεί για την κατασκευή του μια μεταλλική ξυλόσομπα και μεταλλικούς σωλήνες, εν είδη «πυροστιάς», οι οποίοι κατάλληλα «προεντεινόμενοι» διακλαδίζονται ο ένας μες τον άλλον, έχοντας προσανατολισμό προς τα δύο πρόσφατα ανακαινισμένα παλιά κτίρια της συνοικίας της Αγ. Παρασκευής, ωσάν να θέλουν να τα «θερμάνουν». Το προτεινόμενο μοντέλο μιμείται σχεδιαστικά σύστημα θέρμανσης με αέριο, το λεγόμενο OCTAPUS, του 19ου αιώνα στην Μ.Βρετανία.
Ευχαριστώ τον συντάκτη του περιοδικού ΑΝ Αντώνη Παναγιωτόπουλου-Πιπεριάν, για το πιο φιλόξενο καλωσόρισμα πίσω στην «Σκαρίμπεια» γενέτειρα, μετά από ένα σημαντικό εικαστικό σταθμό στη γη της ρωμιοσύνης…