Εν αρχή ην ο γραπτός ο λόγος
Στην κατηγορία negropoemΠλάγιασε
Και πρόσμενε
Θα μάθουν οι Άνθρωποι να Αγαπούν
Πλάγιασε
Και πρόσμενε
Θα μάθουν οι Άνθρωποι να Αγαπούν
Kαθώς αποκήρυξε την προαιώνια παγκόσμια τάξη και αναθεμάτισε τις προσταγές των φυσικών νόμων, άνοιξε τα νυχτοκέντητα φτερά της. Με το Μηδέν και το Μέγα Έλεος να σφιχταγκαλιάζονται και έχοντας στη θύμηση της το κλέος και την τραγικότητα του αρχαίου μύθου, περιδιάβηκε χωρίς επιστροφή, μα μονάχα με ένα δάκρυ: τις κλίμακες του λογικού, το επίπονο κέλευσμα της ματαιοδοξίας, τις παραινέσεις και επιταγές που για αμέτρητα, ασχημάτιστα φεγγάρια περιχαράκωναν τον ιδεατό της ορίζοντα, τις όψεις των δισταγμών και τον ανόθευτο ακόμα παιδικό της αναστεναγμό.
Γνώριζε να χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τις αφηγηματικές δυνατότητες της μυθοπλασίας, όχι για να εξυψώνει την φαντασία του, αλλά να την παραπλανά. Με αυτόν τον τρόπο είχε μάθει να αμύνεται στις συγκινήσεις, ζώντας πλέον με αυτή την αντίληψη των πραγμάτων που βοηθάει να δημιουργείς μια ή περισσότερες αλήθειες. Κάποιοι λένε πως ήταν προικισμένος με την ευγένεια που προσεγγίζει την ταπεινοφροσύνη, γειτνιάζει, όμως, με την αυτοϋπονόμευση. Μερικές δεκάδες δευτερολέπτων αρκούσαν για να συνειδητοποιήσεις, πως στο πρώτο πρόσωπο αναγνώριζε τη φενάκη, ενώ η αναφορά στον εαυτό του ως έναν άλλον του παρείχε ένα ασφαλές καταφύγιο.
Καθώς δρασκελίζεις τα χρόνια, σημασία έχει να μπορείς να ανακαλύπτεις τα τεχνάσματα αυτά που θα προσδώσουν στη ζωή ένα νόημα αφαιρετικό. Να συναισθάνεσαι ότι υπάρχει τελικά αυτός ο τόπος, όπου κάθε τόσο, όταν θα επανέρχεσαι σε αυτόν , σαν παιδική κρυψώνα, θα απασφαλίζεις σχεδόν μαγικά όλα όσα αρχίζουν να σου ασκούν την οποιαδήποτε δυσμενή ψυχική επίδραση.
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και πατώντας αθόρυβα στις άκρες των ποδιών της κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Μέχρι να διασχίσει το δωμάτιο, έκανε να γυρίσει το κεφάλι τρεις φορές. «Ποτέ πια» σκέφτηκε. Ξεκρέμασε και φόρεσε το σκούρο κυπαρισσί παλτό, δένοντας σφιχτά τη ζώνη στη μέση της. Γύρισε το κλειδί της πόρτας και έτρεξε ταχύτατα την κυκλική σκάλα. Ίσως να ήταν έξι ή επτά το πρωί. Δευτέρα, Τετάρτη, ή Σάββατο. «Άλλη μια φορά φυγάς», θα μπορούσε να είναι η κατηγορία.
Υπάρχουν εκείνα τα πρωινά στη ζωή μας, που για έναν ανεξήγητο λόγο λαμβάνονται οι σημαντικότερες αποφάσεις. Θαρρείς πως μέσα σε αυτό το εξαιρετικά μικρό διάστημα διαχωρίζονται και κατηγοριοποιούνται με σαφήνεια οι φόβοι, η αμφιθυμία, το άγχος και η αναβλητικότητα. Εκεί, το πιθανότερο είναι να βρίσκεται ο κοινός τόπος ανάμεσα στην αισιοδοξία και την απαισιοδοξία. Ίσως τότε να έρχεται η τόσο επιθυμητή στιγμή της εκεχειρίας που μήνες και χρόνια μνημονεύεται επίμονα και επίπονα μέσα μας. Γιατί όμως τα πρωινά; Πιθανόν, γιατί στην εναλλαγή της νύχτας με τη μέρα και την επικράτηση του φωτός έναντι της σκιάς, να εμπεριέχεται η απαιτούμενη ποιητικότητα και ο βαθύτερος συμβολισμός.
Ανοίγω την πόρτα ενός παλιού σπιτιού με ένα κλειδί που έχω φυλαγμένο στην τσέπη μου και διασχίζω έναν μεγάλο διάδρομο. Δεξιά και αριστερά βρίσκονται δύο μεγάλα δωμάτια για τα οποία έχω την βεβαιότητα πως είναι άδεια. Δεν κάνω τον κόπο να μπω μέσα. Ίσως από φόβο.
Βρέθηκα εκεί ώστε να μιλήσω μαζί του για μια παραδοξότητα. Για κάτι που -έως ότου μου εξηγηθεί – είχα την αίσθηση ότι αποτελεί κομμάτι μιας παρανόησης. Η συνάντηση έγινε στη σοφίτα του σπιτιού του, σε ένα προάστιο στα δυτικά της πόλης. Αυτός, βαθιά καθισμένος στη καφέ δερμάτινη πολυθρόνα του. Εγώ, δίπλα του, σε έναν καναπέ προσπαθώντας να τιθασεύσω την περιέργειά μου. Μας χώριζε ένα μπουκάλι κονιάκ πάνω σε ένα μικρό ξύλινο τραπέζι.
«Ακολούθησέ με. Μια βόλτα στο περιβόλι των αναμνήσεων ίσως καταφέρει να επαναφέρει μέσα σου όσα βίαια, ή ακόμα και ειρηνικά έχουν αποκολληθεί. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να συγκρατήσεις και να συγκροτήσεις εικόνες και αργότερα να τις συνδέσεις με τις αρχικές αυτές έννοιες και νοήματα που ορίζουν τη ζωή».
Η ενθύμησή τους επανέρχεται για να με απαλύνει και να με διδάξει. Τις τελευταίες ημέρες συλλάμβανα τον εαυτό μου να αναρωτιέται συχνά: «Δίχως να αγγίζονται, να επικοινωνούν τα βλέμματα;»