Μανούσος Μανουσάκης
- Συντάκτης Αντώνης Παναγιωτόπουλος-Πιπεριάν
Κουβέντα στο «ουζερί Τσιτσάνης»
Ο Μανούσος Μανουσάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950 και σπούδασε κινηματογράφο στο London School of Film Technique. Ιδρυτής και ψυχή της εταιρίας παραγωγής ταινιών «Τηλεκίνηση», έχει στο ενεργητικό του πάνω από 20 τηλεοπτικές σειρές, ντοκιμαντέρ και ταινίες. Κάτοχος του ρεκόρ τηλεθέασης με ποσοστό 60% σε τηλεοπτική σειρά, θεωρεί ότι το κοινό είναι ο αυστηρότερος κριτής. Ανάμεσα στις δουλειές του που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα είναι οι ταινίες μεγάλου μήκους «Σκιάχτρα» και «Κόκκινος Δράκος», τα ντοκιμαντέρ «Ταξιδεύοντας με την Ευαγγελίστρια» και «Απόδημος Ελληνισμός», οι θεατρικές παραστάσεις «Παραμύθι με τα αινίγματα», «Ποντικοπαγίδα» και «8 γυναίκες κατηγορούνται» ενώ στην τηλεόραση μεγάλες επιτυχίες του που κέρδισαν την προτίμηση του κοινού είναι οι σειρές «Ψίθυροι καρδιάς», «Τμήμα ηθών», «Άγγιγμα ψυχής» και «Για μια γυναίκα και ένα αυτοκίνητο». Τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται και σε άλλους τομείς εκτός του θεάματος, κάνοντας βιολογική καλλιέργεια ελιάς στη Σελλασία της Σπάρτης. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με την ιστιοπλοΐα και την αστρονομία.
Βλέποντας κάποιος τη μέχρι τώρα πορεία σας πιθανόν να αναρωτηθεί ποιο ήταν το καψούλι εκείνο που σήμανε την έναρξη στην κούρσα σας, τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να γίνετε σκηνοθέτης.
Δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, δεν είναι απόφαση που λαμβάνεται σε μία στιγμή. Είναι απόφαση μιας εφηβικής ηλικίας, ή μάλλον, καλύτερα προεφηβικής ηλικίας. Σε αυτή την ηλικία θέλεις να γίνεις αεροπόρος, καλόγερος, ζαχαροπλάστης, θέλεις να γίνεις εραστής, θέλεις να γίνεις απ’ όλα. Και ξαφνικά λες θα γίνω «αυτό». Δεν μπορώ να εντοπίσω κάποια συγκεκριμένη στιγμή, μια έκρηξη, ένα μπαμ.
Παρόλα αυτά, εντύπωση προκαλεί ότι σε μία εποχή που με το ζόρι κάποιοι κουτσο-έβγαζαν την μοναδική σχολή που υπήρχε στην Ελλάδα, εσείς πήγατε στην Αγγλία να σπουδάσετε.
Υπήρχε ένας μύθος στο σπίτι μας, καθώς η Ειρήνη Παππά είναι αδελφή της μητέρας μου και είχα πάει στα γυρίσματα τότε της κυρά-Φροσύνης. Ναι, αν το θέτετε έτσι, αυτό λειτούργησε καταλυτικά, όχι όμως στιγμιαία στη λήψη μιας απόφασης.
Πώς στ’ αλήθεια προέκυψε η πρώτη σας ταινία τόσο νωρίς; Μιλάμε για τον «Βαρθολομαίο», τον οποίο γυρίσατε στα 22 σας.
Προέκυψε με έναν τρόπο, αστυνομικό. Στο τελευταίο τρίμηνο στη σχολή που σπούδαζα μας έδιναν 300 λίρες (περίπου 100 χιλιάδες δραχμές – ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο) προκειμένου να πραγματοποιήσουμε μια εργασία. Μπορούσες να κάνεις ό,τι ήθελες με αυτά τα χρήματα, ένα σκηνικό για παράδειγμα και μία μονόλεπτη ταινία. Οτιδήποτε. Συγκρότησα λοιπόν μία ομάδα με παιδιά από τη σχολή, άλλος διευθυντής φωτογραφίας, άλλος ηλεκτρολόγος, άλλος διευθυντής παραγωγής και αποφασίσαμε να έρθουμε το καλοκαίρι στην Ελλάδα προκειμένου να γυρίσουμε την διπλωματική μου. 16 mm ασπρόμαυρο υπολογίζαμε, για να μας έρθει όσο πιο οικονομικά γινόταν. Όταν ήρθαμε εδώ μου συστήσανε κάποιον για να λειτουργήσει σα βοηθός μου μιας κι εγώ δεν είχα ιδέα από την ελληνική πραγματικότητα. Αυτός λοιπόν έρχεται μια μέρα και μου λέει «σου βρήκα έναν παραγωγό». Τον συναντήσαμε και μου πρότεινε να μας βάλει άλλες 400 χιλιάδες και με τις 500 πλέον χιλιάδες να γυρίσουμε την ταινία έγχρωμη σε 35 μμ. Χαρές και πανηγύρια και εγώ υπογράφω μία επιταγή των 100 χιλιάδων και του την παραδίδω. Αυτός λοιπόν άρχισε να έχει λόγο, μου άλλαξε τον διευθυντή φωτογραφίας για να βάλει έναν πιο έμπειρο και έτσι προέκυψε ο Γιώργος Αντωνάκης. Το χουντικό καθεστώς απαγόρευε τα ξένα συνεργεία και έτσι όλο το συνεργείο αντικαταστάθηκε με Έλληνες. Βρήκαμε τους ηθοποιούς, φτιάξαμε τα ρούχα και πήγαμε στο Χιλιομόδι να ξεκινήσουμε γυρίσματα. Στο Χιλιομόδι πήγαμε γιατί ήταν το χωριό μου, μέναμε στο σπίτι της για γιάς μου, ένα παλιό, διώροφο, μεγάλο, χωριάτικο σπίτι και κοιμόμασταν όλοι κάτω στρωματσάδα. Εκεί ο «παραγωγός» που είχα γνωρίσει μας έστειλε δυο κουτιά φιλμ. Τι να μας κάνουν τα δυο κουτιά; Την επόμενη μας έστειλε άλλο ένα και πάνω που υπολόγιζα ότι θα έχουν τελειώσει τα δικά μου 100 χιλιάρικα και θα βάζει από την τσέπη του, με κάλεσε στην Αθήνα να μιλήσουμε. Εκεί με ζώσαν τα φίδια. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει την ταινία διότι τον είχαν απειλήσει από την κυβέρνηση και εξαφανίστηκε. Αυτός προφανώς ήλπιζε ότι δε θα κατάφερνα να συγκροτήσω ποτέ την παραγωγή και θα του έμενε το 100αρικο. Όταν λοιπόν εξαφανίστηκε τους μάζεψα όλους και τους είπα ότι για να τελειώσουμε την ταινία, έπρεπε να βάλουμε όλοι πλάτη». Και έτσι την τελειώσαμε και γύρισα με τρόπο γκανγκστερικό την πρώτη μου ταινία.
Χωρίς παραγωγό;
Ποιό παραγωγό; Με έβαλε στη διαδικασία να διώξω από το συνεργείο τους φίλους μου και η όλη διαδικασία με έβγαλε εκτός χρόνου και μου διέκοψε ο στρατός την αναβολή. Αυτός τελικά ήταν απατεώνας και όταν ήρθε η ώρα να εκδικαστούν οι δικές μου αγωγές, δεν παρουσιάστηκε καν, ήταν ήδη στη φυλακή.
Το όνομα σας είναι άμεσα συνυφασμένο με τηλεοπτικές σειρές παρότι έχετε κάνει πάρα πολλές και αξιόλογες δουλειές τόσο στο θέατρο όσο και στη μεγάλη οθόνη. Πιστεύετε ότι η τηλεόραση είναι ένα μέσο για να δείξει ένας σκηνοθέτης τη δουλειά του;
Στην τηλεόραση θα δείξεις τη δουλειά σου ή γρήγορα ή ποτέ. Η τηλεόραση δε συγχωρεί, δεν υπάρχει περίοδος δοκιμασίας. Μια δουλειά ή έχει ακροαματικότητα ή δεν κάνει. Είναι σκληρό μέσο η τηλεόραση και απαιτεί πολύ δουλειά.
Έχετε πει ότι η τηλεόραση τρώει τα παιδιά της. Έχετε αισθανθεί ποτέ κοντά την ανάσα της που να πιστέψετε ότι ήρθε και η σειρά σας;
Φυσικά! Όταν τελείωσα το Τμήμα Ηθών πέρασα μια χρονιά που τέθηκα υπό αμφισβήτηση. Ο κάθε δημιουργός περνάει περιόδους αμφισβήτησης.
Από που προέρχεται; Από τους συναδέλφους, από τους κριτικούς, από το κοινό;
Από την ακροαματικότητα. Η ακροαματικότητα είναι ο βασιλιάς της τηλεόρασης, είναι η αποδοχή του κοινού και λειτουργεί σα γνώμονας.
Υπάρχει η άποψη ότι η τηλεόραση έχει πιάσει πάτο. Εσείς τι πιστεύετε;
Ποτέ δε ξέρεις τι είναι το χειρότερο. Ποτέ δεν ξέρεις που είναι η κορυφή όπως και ποτέ δεν ξέρεις που είναι ο πάτος. Όλο αυτό το διάστημα φτάναμε σε κάποια σημεία που λέγαμε εδώ θα σταματήσει η κατρακύλα και θα ορθοποδήσουμε και βλέπεις ότι πάει και παρακάτω. Σε όλα τα πράγματα. Άλλωστε η τηλεόραση είναι ένα πολυσχιδές πράγμα, δεν είναι κινηματογραφική λέσχη η τηλεόραση. Έχει και τηλεπαιχνίδια, έχει και πρωινά σόου, έχει πολιτικές αναλύσεις, έχει ειδήσεις, έχει και σίριαλ. Έχει αθλητικά, σαπουνόπερες, είναι ένα μαγαζί που δουλεύει 24ωρο, δεν είναι νοσοκομείο με εφημερίες.
Χάθηκε ορίστηκα και η πιθανότητα να δούμε στη δημόσια τηλεόραση τη δουλειά σας πάνω στο «ουζερί Τσιτσάνης».
Ξεκίνησε σα σίριαλ και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήμασταν από αναβολή σε αναβολή στο να υπογράψει η ΕΡΤ μέχρι που τελικά έκλεισε. Μετά από αυτό αποφασίσαμε να το τροποποιήσουμε και να γυριστεί ταινία. Είμαστε πλέον σε θέση να πούμε ότι του χρόνου τέτοια εποχή το «ουζερί Τσιτσάνης» θα προβάλλεται στις αίθουσες.
Από ότι έχει διαρρεύσει σχετικά με το θέμα της ταινίας, διακρίνω ότι υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα πίσω από το θέμα που προϊδεάζει ο τίτλος.
Ακριβώς! Και το θέμα που φαίνεται είναι ενδιαφέρον αλλά και το θέμα που είναι πίσω από το θέμα που φαίνεται είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο του , «ουζερί Τσιτσάνης». Το σενάριο το έχουν κάνει ο Βασίλης Σπηλιόπουλος και η Άντα Γκουρμπαλή, συνεπικουρούμενοι και από εμένα και αφορά ουσιαστικά 10 μήνες από τη ζωή του Βασίλη Τσιτσάνη. Η ταινία ξεκινά τον Ιούλιο του 1942 και τελειώνει τον Μάρτη του 1943. Αυτή είναι η ιστορική περίοδος στην οποία εξελίσσεται η ταινία. Ο Τσιτσάνης εκείνη την εποχή είναι νιόπαντρος, έχει γεννηθεί και η κόρη του και μέσα στην φτώχια και την πείνα της κατοχής ανοίγει ένα μικρό ουζερί με συνέταιρο τον κουνιάδο του, τον αδερφό της γυναίκας του. Ένα μικρό μαγαζί με 10-12 τραπέζια, μια κουζινίτσα και μια αποθηκούλα. Το μαγαζί γεμίζει κάθε μέρα. Ο Τσιτσάνης είναι ήδη πια γνωστός, έχει κάνει ηχογραφήσεις από 34-35 και το μαγαζί γίνεται ένα με το ψηφιδωτό της πόλης. Όλοι περνάνε από κει, από τον αντιστασιακό μέχρι τον δοσίλογο, από το εκατομμυριούχο μέχρι τον χαμάλη από τον αρχηγό της αστυνομίας ο οποίος είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, ο Νίκος Μουσχουδής που ήταν και κουμπάρος του μέχρι τον μαυραγορίτη. Όλη η Θεσσαλονίκη περνάει από το μαγαζί και ο Τσιτσάνης βιώνει μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής του. Αυτό είναι το σκηνικό της ταινίας μας. Το μοτεράκι που «τρέχει» την ιστορία είναι η ερωτική σχέση του κουνιάδου ενός 24άρη, μέλους της αντίστασης της πόλης, με μια εβραιοπούλα. Μέσα από αυτή τη σχέση περιγράφεται η Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, 27.000 Εβραίοι που αντιστοιχούσαν στο 20% του πληθυσμού και η εξόντωσή τους από τους Ναζί. Ένας επιπλέον λόγος που θέλουμε διακαώς να κάνουμε αυτή την ταινία είναι για να καταδείξουμε για άλλη μία φορά τις φυλετικές διακρίσεις και να δείξουμε στους ανθρώπους που δεν ξέρουν καθόλου τι είναι ο ναζισμός. Υπάρχει μία άνοδος των ναζιστικών μορφωμάτων στην Ευρώπη και θέλω να κάνω αυτή τη ταινία για να δείξω τι είναι ικανοί να ξανακάνουν.
Πήρατε μία καμμένη έκταση και την μετατρέψατε σε μία πρότυπη βιολογική γεωργική μονάδα. Αναμειχθήκατε στα κοινά και αναδείξατε τα λακωνικά προϊόντα. Ακόμα και μέσα από τη θέση του δημοτικού συμβούλου διακυρήσεττε την αυτοδιαχείριση και την αυτοεκτίμηση. Είναι η έκφραση μιας πολιτικής τοποθέτησης πέρα από τα κόμματα;
Σωστά. Εδώ και κοντά 2 δεκαετίες καλούμε τους Έλληνες να καταναλώνουν ελληνικά προϊόντα. Μαζεύουμε, φυλάμε και καλλιεργούμε ελληνικούς σπόρους που σιγά-σιγά εξαφανίζονται. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που μέσα από δουλειά μου διακυρήσσω την φυλετική ισότητα. Θα σας θυμίσω τον οικονομικό μετανάστη στο «η αγάπη ήρθε από μακριά», την ελληνική μουσουλμανική μειονότητα στο «μη μου λες αντίο». Είχαμε δει ότι ο ρατσισμός χτυπούσε την πόρτα στην Ελλάδα, τώρα την έχει ανοίξει διάπλατα. Αυτό ακριβώς είχαμε αναφέρει και στο πρώτο εισηγητικό μήνυμα πριν 4 χρόνια περίπου, για την ύπαρξη της σειράς «ουζερί Τσιτσάνης» στην ΕΡΤ. Σε κάθε κοινωνία η οποία περνάει μία οικονομική κρίση τα φασιστικά μορφώματα ανδρώνονται. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το θέμα είναι να μάθουμε την ιστορία για να μη τη ξαναζήσουμε. Αυτός είναι και ο λόγος της ταινίας.
Ο Έλληνας γνωρίζει την ιστορία του;
Φοβάμαι πως οι Έλληνες έχουμε κοντή ιστορική μνήμη. Ίσως όλοι οι Ευρωπαίοι.
Θέατρο, τηλεόραση, μεγάλη οθόνη: Μπορείτε να πείτε με βεβαιότητα ποιο είναι το είδος που σας αρέσει περισσότερο να σκηνοθετείτε;
Το επόμενο! Το επόμενο οτιδήποτε κι αν είναι. Οτιδήποτε κινείται μπροστά σε κοινό με ενθουσιάζει!
Tags: θέατρο • κινηματογράφος • σκηνοθέτης • τηλεόραση