Αντάμαπανταχού

Παντού μαζί

Ο Νίκος και η Ελένη αφήσαν πριν από 20 περίπου χρόνια ένα συμβιβαστικό τρόπο ζωής στην Αθήνα, για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα και εγκαταστάθηκαν στα Βασιλικά, όπου και ασχολήθηκαν αποκλειστικά με την κατασκευή και το παίξιμο μαριονέτας. Ο μαρμαράς και η κοινωνική λειτουργός έγιναν οι αντάμαπανταχού, ταξίδεψαν πολύ και εξακολουθούν και ταξιδεύουν πάντα όλοι μαζί, και παίζουν όπου τους ζητηθεί, μέχρι το μακρινό Κέιπ Τάουν.

Αντάμαπανταχού

Πως ξεκινήσατε να παίζετε με κούκλες;

Ε: Το ‘89 σε μία βόλτα μου στο Μοναστηράκι, είδα μία κούκλα ροκά που την παίζανε κάποιοι και την πουλούσανε. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα από κοντά μια μαριονέτα και είχα εκστασιαστεί. Την κούκλα αυτή δεν μπόρεσα να την αγοράσω, ήταν ακριβή. Από τότε όμως, μου μπήκε το μικρόβιο, κόλλησα με τις μαριονέτες. Άρχισα να τις παρατηρώ στις βιτρίνες, ποιο σκοινάκι πάει που, προσπαθούσα να καταλάβω πως ήταν φτιαγμένες, να τις αντιγράψω.

Είχες πάντα καλλιτεχνικές ανησυχίες;

Ε: Από μικρή ζωγράφιζα. Αυτό μπορείς να πεις πως ήταν το ταλέντο μου και το οποίο είχα προσπαθήσει να το εξελίξω. Αυτό ήταν και το μόνο στοιχείο που με βοήθησε, όταν ξεκίνησα να κατασκευάζω μαριονέτες. Γρήγορα, μπήκε στο παιχνίδι και ο Νίκος, ο οποίος είναι πάρα πολύ καλός στις κατασκευές και με βοήθησε πολύ με τις ικανότητές του.

Με τι ασχολούσασταν πριν; Τι αφήσατε πίσω και τι βρήκατε;

Ε: Εγώ ήμουν κοινωνική λειτουργός διορισμένη στο δημόσιο, στο ΙΚΑ.

Ν: Εγώ ήμουν μαρμαράς. Επάγγελμα που το ασκούσα καθαρά για βιοποριστικούς λόγους. Είχα πάντα μία επαφή με το θέατρο, ήμουν σε ερασιτεχνικές ομάδες και ασχολούμουν και με τη μουσική. Αυτά όμως, από δίπλα. Είχα τον τρόπο μου να ζω και τον τρόπο να κάνω πράγματα που μου αρέσανε.

Ε: Ήταν μία περίοδος, όπου υπήρχε πολύ έντονη – και από πολύ κόσμο – η επιθυμία της αποκέντρωσης. Θέλαμε να φύγουμε από το αστικό κέντρο και να δούμε τη ζωή μας αλλιώς. Σαν ρυθμούς ζωής, σαν ποιότητα ζωής και όλα αυτά. Από την αρχή, ο στόχος μας ήταν τα Βασιλικά λόγω της καταγωγής του πατέρα μου από εκεί. Εμείς τα επισκεπτόμασταν σαν τουρίστες και πάντα μας τραβούσε αυτό το μέρος, όχι μόνο για τη φυσική ομορφιά που έχει, αλλά και για τη δυναμική που διέθετε από τους ανθρώπους που υπήρχαν ήδη εκεί. Υπήρχαν πολλοί ντόπιοι που ασχολούνται ιδιαίτερα με τη μουσική, αλλά και άλλοι που είχαν βρεθεί στο συγκεκριμένο μέρος και είχαν ήδη δημιουργήσει ομάδες και εργαστήρια. Υπήρχε εργαστήρι ζωγραφικής, αγιογραφίας, κηροπλαστικής, κατασκευής με άγριο ξύλο. Ήταν στα αλήθεια πρωτόγνωρο να βρεθείς σ’ ένα τόσο μικρό χωριό με τόσους άλλους ανθρώπους από παντού, που έχουν βρεθεί στο ίδιο μέρος μ’ εσένα και θέλουν να κάνουν πράγματα. Στην προσπάθειά τους να αναβιώσουν μια παλιά θεατρική ομάδα, τραβήξαν κι εμάς. Μετά από λίγο καιρό, δημιουργήθηκε ένα μουσικό συγκρότημα. Υπήρχε μια έντονη δημιουργική δραστηριότητα (η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα) και αυτό μας φάνηκε πολύ μαγικό! Δεν είναι τυχαίο το “Κάτι τρέχει” στα Βασιλικά. Έτσι από το ‘92, εγκατασταθήκαμε μόνιμα στα Βασιλικά. Εγώ πήρα μετάθεση στο ΙΚΑ, όχι σαν κοινωνική λειτουργός, αλλά σαν ταμίας και εκεί, υπήρξε μία σύγκρουση της ποιότητας της ζωής μου με το περιβάλλον. Έτσι παραιτήθηκα. Ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή, γιατί για πρώτη φορά τέθηκε θέμα επιβίωσης. Τότε ήταν που μας παρότρυναν να εκθέτουμε τις κούκλες μας και να τις πουλάμε. Στο χωριό πλέον, είχαμε και πολύ περισσότερο χρόνο να ασχοληθούμε με τις κούκλες, αφού μετρούσαμε τα χρόνια με τους χειμώνες.

Τις πρώτες μαριονέτες τις κάνατε με σκοπό να τις κρεμάσετε κάπου ή να τις παίξετε;

Ν: Πάντα υπάρχουν δύο πεδία μέσα στα οποία κινείσαι όταν κατασκευάζεις μαριονέτες. Το ένα είναι αυτό του εικαστικού χώρου, και γι’ αυτό ξεκινήσαμε με την παρότρυνση φίλων να κάνουμε εκθέσεις. Το άλλο, ήταν το τεχνικό, τι ακριβώς μπορούν να κάνουν και πως παίζονται. Πάντα μας απασχολούσαν και τα δύο πεδία. Ό,τι κατασκευάζαμε μπορούσε και να παιχτεί. Κατασκευάζαμε κούκλες που αρχικά εκθέταμε, αλλά και πουλούσαμε σε μαγαζιά με είδη δώρων, μπαρ κλπ. Ξεκίνησα, και στην πορεία έβρισκα λύσεις σε τεχνικά προβλήματα που αντιμετωπίζαμε με πολύ ψάξιμο. Χωρίς να απευθυνθούμε σε κάποιο δάσκαλο ή σε κάποια σοβαρή βιβλιογραφία. Πολύ αργότερα, πέσανε στα χέρια μας κάποια σχέδια, αλλά πλέον τα περισσότερα προβλήματα τα είχαμε λύσει μέσα από το δικό μας παίδεμα. Έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να τα ανακαλύπτεις μόνος σου. Στη συνέχεια, τις χρησιμοποιούσαμε οι ίδιοι παίζοντας με παιδιά που κρατούσαμε, όταν δεν μπορούσαν οι γονείς τους. Υπήρχε μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτών των παιδιών και της μαριονέτας, όπου της μιλούσαν σαν να μην υπήρχα εγώ, κι ας με έβλεπαν ότι εγώ την κρατούσα και την κινούσα. Μιλάγανε στον Πίπη. Πηγαίναμε, για παράδειγμα, βόλτα στην παραλία και μετά γυρίζανε και μιλούσανε για όλα τα νέα της ημέρας στον Πίπη.

Πότε βγήκατε πιο έξω, για να παίζετε με τις μαριονέτες;

Ν: Αρχίσαμε να ψάχνουμε το πως θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε θεατρικά τις μαριονέτες. Μέσα από την ανάγκη για να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτό, προέκυψαν τα ταξίδια. Πηγαίναμε όπου γινόντουσαν φεστιβάλ για να βλέπουμε. Αργότερα, αρχίσαμε να παίζουμε στα μέρη που πηγαίναμε, αλλά εκτός φεστιβάλ, στο δρόμο. Μαζεύαμε εμπειρίες, μαζεύαμε υλικό και σιγά – σιγά συμμετείχαμε και στα φεστιβάλ, πλέον επίσημα. Ήρθαν και οι συμμετοχές σε φεστιβάλ του εξωτερικού, που μας έδωσαν και άλλο υλικό. Ήταν μία σίγουρη αργή διαδικασία, η οποία όμως ήταν μεγάλο σχολείο.

Ε: Η πρώτη κίνησή μας στο εξωτερικό έγινε όταν πληροφορηθήκαμε την ύπαρξη ενός μεγάλου φεστιβάλ στο Charleville-mezieres, στη βόρεια Γαλλία. Είναι ένα πολύ μεγάλο φεστιβάλ, στη διάρκεια του οποίου, παίζονται πολλά έργα σε θέατρα αλλά και στο δρόμο. Ετοιμάσαμε μία παράσταση και είπαμε, ότι θα την παίζουμε στο δρόμο και θα παρακολουθούμε κιόλας τις παραστάσεις που μας ενδιέφεραν. Και έτσι ξεκινήσαμε, χωρίς να μας έχει καλέσει κανένας, όπως κάνουν και σήμερα πολλοί νέοι καλλιτέχνες. Εκεί, κάποιος μας είδε και μας κάλεσε στο επόμενο φεστιβάλ που θα γινότανε στην Πορτογαλία. Το ένα φέρνει το άλλο. Στην Πορτογαλία πήγαμε και οδικώς, οπότε σταματούσαμε και παίζαμε στην Ισπανία, στη Γαλλία και σ’ όλη τη διαδρομή.

Έχετε πάρει ποτέ κρατική επιχορήγηση για να ανεβάσετε μία παράσταση;

Ν: Ποτέ. Φαίνεται, πως δεν τα πάμε καλά με τη γραφειοκρατία, που πρέπει να αντιμετωπίσει κάποιος για να πετύχει κάτι τέτοιο και έτσι τελικά, δεν τα καταφέραμε ποτέ να πάρουμε κάποια επιχορήγηση. Όχι ότι δεν πέρασε από το μυαλό μας, αλλά δεν ήταν κάτι που θα μπορούσαμε να κυνηγήσουμε. Άσε που τώρα πια δεν έχει και νόημα.

Πώς είναι να παίζεις στο δρόμο;

Ν: Το παίξιμο στο δρόμο είναι μεγάλο σχολείο. Ο δρόμος έχει μία ιδιαιτερότητα. Για να μπορέσεις να καθηλώσεις, έστω για πέντε λεπτά, έναν περαστικό που πάει τη βόλτα του ή στη δουλειά του και έχει άλλα στο μυαλό του, θα πρέπει αυτό που θα του δείξεις να είναι πολύ δυνατό. Έτσι, όταν δεν κάθεται κανένας, πρέπει να βρεις τι δεν πάει καλά, να βελτιωθείς. Με τον καιρό, κατάφερα να τους κρατάω. Αυτό σημαίνει, ότι και στο θέατρο που ο άλλος έχει πληρώσει το εισιτήριό του και θα κάτσει ούτως ή άλλως να δει την παράσταση, ξέρω καλύτερα τι θα μπορούσε να του τραβήξει την προσοχή μέχρι το τέλος, ακόμα κι αν μπορούσε να φύγει την επόμενη στιγμή. Κάτι άλλο που μαθαίνεις παίζοντας στο δρόμο, είναι η αυτοσυγκέντρωση, μιας και έξω οι συνθήκες εκεί δεν είναι ιδανικές. Υπάρχουν τα αδέσποτα, οι περίεργοι, οι αστυνομικοί που θα σε ενοχλήσουν, οι μαγαζάτορες που ενοχλούνται επειδή είσαι απέναντι και έχεις μαζέψει κόσμο, και άλλα πολλά που πρέπει να αντιμετωπίσεις χωρίς να σου αποσπούν την προσοχή, και να συνεχίζεις να παίζεις. Αυτό είναι μια μεγάλη εμπειρία. Άλλωστε, υπάρχει και από μόνο του σαν σχολή, το να παίζεις στο δρόμο.

Από που αντλείτε τα θέματα των έργων σας;

Ν: Οι πρώτες παραστάσεις ήταν σόου. Ήταν μία συλλογή από σκετσάκια, η πρώτη με θέμα το τσίρκο, η δεύτερη τη μουσική. Τα τελευταία δύο έργα μας, ήταν ένα παραμύθι που είχε γράψει ένας μουσικός, ο Δημήτρης Μπασλάμ, ο οποίος έγραψε και τη μουσική της παράστασης «ο Γαργα-ληστής», και μία διασκευή ενός νορβηγικού μύθου με κείμενα του Δημήτρη Θεοχάρη που έχει και τα Ξουτκά στα Βασιλικά. Τη μουσική για αυτήν την παράσταση, το «αγόρι με τα μαγικά δάχτυλα», την έχει γράψει ο Μηνάς Εμμανουήλ, ο οποίος πάτησε πάνω στις σκηνές που ετοιμάζαμε και του στέλναμε εμείς μέσω βίντεο. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα έχει η επόμενη παράστασή μας.

Χρησιμοποιήσατε ποτέ τις εμπειρίες σας με εκπαιδευτικό χαρακτήρα;

Ν: Στην προσπάθειά μας να βάλουμε και άλλους σ’ αυτό το παιχνίδι, δημιουργήσαμε μια ομάδα κουκλοθέατρου, όπου φυσικά ήρθαν μόνο παιδιά από το δημοτικό. Ήταν γύρω στα 25 παιδιά και ανεβάσαμε και μία θεατρική παράσταση βασισμένο σ’ ένα έργο της Ζωής Βαλάση, «ο κλέφτης των αστεριών». Το παίξαμε και στα Βασιλικά, και στην Ιστιαία. Ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή με τα παιδιά, τα οποία φτιάξανε τις κούκλες τους, μάθανε τους ρόλους τους και ανεβάσανε τελικά την παράσταση. Μας καλούνε και από σχολεία ή συλλόγους και συνεργαζόμαστε για να βοηθήσουμε στα πλαίσια μιας μικρής παράστασης. Αυτό είναι κάτι, που διαρκεί συνήθως μια-δυο μέρες, αν και στους Παξούς για τις ανάγκες της παράστασης του δημοτικού σχολείου, ο Δήμος μάς είχε φιλοξενήσει 4 μέρες. Μέσα σ’ αυτό το τετραήμερο φτιάξαμε τις κούκλες με τα παιδιά τα οποία εκπαιδεύσαμε στην εμψύχωσή τους, δώσαμε ιδέες για τα σκηνικά και στη συνέχεια με τους δασκάλους τους στήσανε την παράσταση, στην οποία συμμετείχαν και κωφά παιδιά από ένα σχολείο της Κέρκυρας.

Διακρίνω μία ιδιαίτερη ευαισθησία για τα άτομα με ειδικές ανάγκες; Και στο «αγόρι με τα μαγικά δάχτυλα», που παίζεται για δεύτερη χρονιά δίνετε παραστάσεις στη νοηματική.

Ε: Υπάρχουν πολλές παραστάσεις, όπου κάποιες συγκεκριμένες μέρες δίνονται και στη νοηματική. Εμείς επιλέξαμε να γίνονται καθ’ όλη τη διάρκεια των παραστάσεων, κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα, με την κοπέλα που κάνει τη διερμηνεία, την Ελένη Γιαννακοπούλου, να μην κάθεται σε μία άκρη, αλλά να έχει ρόλο και να συμμετέχει στο έργο.

Είναι το κουκλοθέατρο μία παιδική υπόθεση;

Ν: Η λογική η δική μας λέει, ότι δεν είναι μόνο για παιδιά. Εμείς κάνουμε παραστάσεις για κοινό από μία ηλικία και πάνω. Γι’ αυτό και στις παραστάσεις μας, έχουμε κοινό από όλες τις ηλικίες. Έχει τύχει να παίξουμε και μόνο με ενήλικες. Το ενήλικο κοινό μας αυξάνεται και αυτό συμβαίνει, γιατί στις παραστάσεις μας δε χαϊδεύουμε εμπορικά τα παιδιά μ’ αυτά που θα θέλανε να ακούσουν. Σε κάθε παράσταση, άλλα θα πάρει ένα παιδί και άλλα, ένας ενήλικας.

Ε: Σε κάποιες παιδικές παραστάσεις οι ενήλικες μένουν απ’ έξω γιατί βαριούνται. Εμείς πιστεύουμε, ότι αν μία παράσταση δε λέει κάτι στους μεγάλους, τότε δεν κάνει ούτε για παιδιά. Η παράσταση «της μουσικής τα νήματα», έπαιξε μόνο για σχολεία, αλλά έπαιξε και σε μπαρ. Στην Ελλάδα, αυτό ακούγεται λίγο περίεργο, γιατί το κοινό δεν έχει μάθει να ανταποκρίνεται σε μία κουκλοθεατρική παράσταση. Στην Ευρώπη, παίζονται παραστάσεις κουκλοθέατρου που απαγορεύεται η είσοδος στους ανήλικες!

Ν: Σιγά – σιγά κι εδώ αυτό αλλάζει. Υπήρχε μια εποχή που γινόντουσαν βραδιές μαριονέτας στο «επί Κολωνώ». Ξεκινούσανε μετά τις 12, και έτσι κάποιοι συνειδητοποίησαν, ότι το κουκλοθέατρο μπορεί να είναι και αλλιώς απ’ ότι το γνώριζαν. Ο σύλλογος κουκλοπαιχτών Unima Hellas, στο οποίο ανήκουμε κι εμείς, φροντίζει και γίνονται παραστάσεις ενηλίκων και στο Ίδρυμα Κακογιάννη.

Ε: Σημασία έχει να αντιμετωπίζεται το κουκλοθέατρο, όπως κάθε άλλο θέατρο. Κι εκεί υπάρχουν παραστάσεις για παιδιά και για ενήλικες, όπως και στο κουκλοθέατρο. Αλλάζει μόνο το μέσο έκφρασης.

Πως είναι να συμμετέχεις (στα φανερά) σε μία παράσταση κουκλοθέατρου και να συμπρωταγωνιστείς με τον ήρωα που έχεις κατασκευάσει;

Ν: Μας αρέσει να βρισκόμαστε μπροστά και όχι πίσω από κάποια κουρτίνα ή κάποιο σκηνικό. Το μαγικό είναι να μη σε βλέπουν, όχι γιατί κρύβεσαι, αλλά γιατί τραβάει την προσοχή του κόσμου η κούκλα. Κάτι άλλο που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, είναι να μπορείς να έχεις ρόλο μέσα στην παράσταση, όχι απλά να παίζεις τις κούκλες. Είναι κάτι που το χρησιμοποιούμε σχεδόν πάντα.

Κάνετε και τον αφηγητή, μιας και οι κούκλες σας δε μιλάνε. Γιατί αλήθεια οι κούκλες σας δε μας λένε κάτι;

Ν: Οι κούκλες μας δεν έχουν ανθρώπινη φωνή. Οι κούκλες μας δεν είναι ηθοποιοί. Κάνουν πράγματα που δεν μπορεί να κάνει ένας ηθοποιός και οι ηθοποιοί μιλάνε, πράγμα που δεν μπορεί να κάνει μία κούκλα.

Ε: Αυτό προσθέτει μία δυσκολία επιπλέον, μιας και πρέπει να έχεις εξελίξει τεχνικά πολύ μια κούκλα για να περιγράψει αυτά που δε λέει.

Φτιάχνετε ακόμα κούκλες για πούλημα;

Ε: Όχι, έχουμε σταματήσει εδώ και πολύ καιρό. Ήταν κάτι που μας βοήθησε πολύ, και βιοποριστικά και στο να εξελιχθούμε τεχνικά, αλλά δε θα μπορούσε να συνεχιστεί.

Ν: Φτιάχνουμε μόνο για θεατρικές ομάδες, τις οποίες εκπαιδεύουμε κιόλας πάνω στην εμψύχωση της κούκλας.

Μοιραστείτε:  

Tags: