Μόδα: Η τέχνη της αποπλάνησης
- Συντάκτης Έλενα Σκαρπίδου
Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, με έδρα το Ναύπλιο, ετοιμάζει μια έκθεση με ρούχα που αφηγούνται την εξέλιξη του ενδύματος, για την οποία ανυπομονώ ιδιαίτερα. Τα εγκαίνια θα γίνουν στις 23 Μαρτίου στο νέο Μουσείο Μπενάκη. Θεατρικά κοστούμια, δημιουργίες διάσημων σχεδιαστών από προηγούμενες δεκαετίες, ρούχα μιας χρήσης, στολές κ.ά. φέρνουν στην επιφάνεια ερωτήματα για τις διαφορετικές λειτουργίες του ενδύματος και τις διαφορετικές ερμηνείες του. Η ψυχή του ιδρύματος εδώ και 36 χρόνια, η ενδυματολόγος Ιωάννα Παπαντωνίου, λέει ότι «μέσω της έκθεσης θα μεταφερθούμε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η βασίλισσα Όλγα άνοιξε τις πρώτες σχολές κοπτικής ραπτικής και άρχισαν να εισάγονται γαλλικά και ιταλικά φιγουρίνια και περιοδικά μόδας. Ωστόσο υπήρχαν γυναίκες που ντύνονταν κατευθείαν από το Παρίσι, ενώ οι άντρες προτιμούσαν το Λονδίνο». Για την κ. Ι. Παπαντωνίου η εποχή της κομψότητας ήταν η δεκαετία του ’30, με πρότυπα την Τζίντζερ Ρόζερς και τον Φρεντ Αστέρ. «Αιώνες ολόκληρους, όμως, το ντύσιμο ήταν μια ιεροτελεστία, με κορσέδες, κρινολίνα και αλλεπάλληλες στρώσεις από μετάξια και μπροκάρ για τις αριστοκράτισσες» προσθέτει. Ωστόσο σιγά σιγά το σώμα απελευθερώνεται, χάνονται τα βαριά εσώρουχα, τα φορέματα γίνονται ρηχτά και η χειραφέτηση των γυναικών, που μπαίνουν δυναμικά στην εργασία και την κοινωνική ζωή, αλλάζει το τοπίο. Ο πόλεμος ανάγκασε τον κόσμο να μεταποιεί, να φορά τα μέσα έξω, να μακραίνει και να κονταίνει, να προσθέτει και ν’ αφαιρεί. Κι ύστερα ήρθε η δεκαετία του ’60, τα παιδιά των λουλουδιών κι η σεξουαλική επανάσταση. Στη σημερινή εποχή, μετά το ντελίριο της υπερκατανάλωσης και των μα-ποιος-θα βάλει-τέτοιο πράγμα ρούχων, ήρθε η ώρα της περικοπής και της ανακύκλωσης. Κι αυτά χρειάζεται ν’ ανακυκλωθούν (η Αν Βαλερί Χας ανακύκλωσε ρούχα που δεν αγοράστηκαν ποτέ για την κουτύρ συλλογή της 2010), να γίνουν και πάλι βιομηχανική ύλη ή ακόμη καλύτερα ν’ αλλάξουν χέρια, μεταφέροντας κι ένα μήνυμα απλότητας κι αλληλλεγγύης.
Kidults (από το kids και adults), adultescents (από το adults και adolescence) ή re-uveniles Πρόκειται για τους τριαντάρηδες, σαραντάρηδες, καμιά φορά και πενηντάρηδες, που μοιάζουν, μιλούν, φέρονται και ντύνονται σαν εικοσάρηδες. Σ’ έναν κόσμο που δεν έχει χώρο για τους «ηλικιωμένους», ποιος θέλει να δείχνει την ηλικία του; Είναι απίστευτο πόσο τα ρούχα μπορούν ν’ αλλάξουν την εικόνα κάποιου. Τι άλλο μπορούν, όμως, ν’ αλλάξουν;
Νταϊάνα Βρίλαντ
Της άρεσε να προκαλεί, θεωρούσε πιο σημαντικά τα κοσμήματα, τα καπέλα και τα παπούτσια από τα εξεζητημένα ρούχα κι είχε τον τρόπο να κάνει πολύτιμη και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Γεννήθηκε στο Παρίσι, στις αρχές του 20ού αιώνα, έζησε στην Αμερική, μετά στο Λονδίνο και πίσω στη Νέα Υόρκη. Το 1937 άρχισε να γράφει για το περιοδικό “Harper’s Bazaar”. Η στήλη της λεγόταν “Why don’t you…” και προκαλούσε έντονα σχόλια, που δημιούργησαν γρήγορα θαυμαστές και εχθρούς. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έγινε διευθύντρια της “Vogue” και διοργάνωσε υπέροχες φωτογραφίσεις, σε γκρεμούς και τροπικά νησιά ή σε σπίτια του αρχιτέκτονα Φρανκ Λόιντ Ράιτ, εγκαταλείποντας τα βαρετά, στημένα στούντιο. Το 1973 έγινε σύμβουλος στο Ινστιτούτο Ενδυματολογίας του Metropolitan Museum of Art στη Νέα Υόρκη και οι εκθέσεις που οργάνωσε, με περίπου ένα εκατομμύριο επισκέπτες το χρόνο, άφησαν εποχή. Για τη Βρίλαντ η κομψότητα είναι έμφυτη, δεν έχει να κάνει με τα ωραία ρούχα. «Κομψότητα», έλεγε, «είναι η απόρριψη του συμβατικού… Τα ψεγάδια αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία του στιλ… Κάντε ό,τι θέλετε, οι κανόνες του καλού γούστου είναι ελαστικοί, αρκεί να παραστρατείς με στιλ».
«Είναι σικ να ντύνεται κανείς με κουρέλια φτιαγμένα από ακριβούς ράφτες κι όλες οι αδελφές τριγυρνάνε έξαλλα στολισμένες σαν λατέρνες. Υπάρχουν τσόχινα καπέλα και ρούχα αλητών απ’ το καλύτερο λινό και κουστούμια ξεπεσμένων ευγενών που τα πουλάνε πολύ ακριβά». 1969,
William Burroughs
Μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, διάφορα νεανικά στιλ έκαναν την εμφάνισή τους. Ομάδες με κοινή ιδεολογία διαφοροποιούνταν από το σύνολο, εκτός των άλλων, με τα ρούχα και τα αξεσουάρ. Χίπηδες, πανκ, ρασταφάριαν, τέντιμπόις, μοντς, μπίτνικς κ.ά. ξεκίνησαν διακηρύσσοντας την αντίθεσή τους στις κοινωνικές συμβάσεις και στην πορεία δημιούργησαν ένα στιλ, μια χειρονομία ανυπακοής ή περιφρόνησης, αλλά κι έναν τρόπο κοινοποίησης της ομαδικής τους ταυτότητας. Η βιομηχανία της μόδας επηρεάστηκε απ’ αυτά, αλλά η εμπορική τους εκμετάλλευση σταδιακά εξουδετέρωσε την ανατρεπτική τους δύναμη.
Η σχέση μόδας-τέχνης είναι παλιά και αμφιλεγόμενη. Ο Andy Warhol ήταν από τους πιο θερμούς υποστηρικτές αυτής της σύγκλισης. Εμπνεόταν από τη μαζική κουλτούρα και τον υπερκαταναλωτισμό και προωθούσε το ίδιο το έργο τέχνης ως καταναλωτικό προϊόν. Αργότερα, πολλές γυναίκες καλλιτέχνιδες, όπως η Σίντι Σέρμαν, η Συλβί Φλερί κ.ά. ασχολήθηκαν με τον τομέα της μόδας, είτε κριτικάροντας την προβολή συγκεκριμένων γυναικείων μοντέλων είτε επικρίνοντας τον υπερκαταναλωτισμό της. Επίσης φωτογράφοι –όπως η Jessica Craig Martin, που έχει κάνει έκθεση και στην Ελλάδα– έχουν παρουσιάσει πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές από την «κουλτούρα των κανίβαλων», που είναι η μόδα με όλα όσα συναπαρτίζουν το ζαλισμένο της πλανήτη, τα glossies περιοδικά, τα φωτορεπορτάζ των διασημοτήτων, τις φίρμες-εμβλήματα και κυρίως τα πρόσωπα που πεταρίζουν γύρω απ’ τη λάμψη της. Η μόδα θέλει να είναι τέχνη για να μας πείθει ότι δεν είναι εφήμερη.
1982 Η καταπιεστική ομοιομορφία της υποχρεωτικής ποδιάς στο σχολείο επιτέλους καταργήθηκε. Δυστυχώς η δική μου εφηβεία – καθώς και πολλών άλλων γυναικών – είχε χρώμα σκούρο μπλε.
Στην Ιαπωνία, όπου οι άντρες ήταν πάντα μάτσο και επιθετικοί, έκαναν πρόσφατα την εμφάνισή τους οι άντρες-κουκλίτσες (ojo men). Φοράνε φούστες, γυναικεία αξεσουάρ, ισιώνουν τα μαλλιά τους και βάφουν τα νύχια τους. Ένα καινούργιο target group της βιομηχανίας της μόδας. Απεχθάνονται το κυνήγι της καριέρας, δεν έχουν ιδιαίτερες φιλοδοξίες και βολεύονται με δουλειές του ποδαριού. Το περίεργο είναι ότι δεν τους πολυενδιαφέρει το θέμα των σχέσεων και του έρωτα κι έτσι τη βγάζουν στο σπίτι κάνοντας διαδικτυακό σεξ. Είναι ηλικίας 20 με 30 και το 30% δεν είχε ποτέ ερωτική σχέση. Πολλοί πιστεύουν ότι δεν είναι κι άσχημο που οι άντρες στην Ιαπωνία ανακαλύπτουν επιτέλους τη θηλυκή τους πλευρά, αφού παραδοσιακά ήταν μάτσο, σεξιστές και παραμελούσαν τις γυναίκες τους. Οι αλλαγές αυτές συνδέονται όμως και με τον υπερανταγωνισμό και την απογοήτευση της νέας γενιάς για οικονομική ευημερία. Ας ελπίσουμε ότι πρόκειται για μια αντίδραση, μια μεταβατική φάση που θα οδηγήσει σ’ ένα μοντέλο πιο ισορροπημένο. «Το κουστούμι (με την έννοια αυτή υπονοείται το ρούχο, το στιλ αλλά και οι συμπεριφορές που το συνοδεύουν) κι εγώ είμαστε κοινά συνδεδεμένοι, είμαστε συνένοχοι και θύματα σ’ ένα κοινό μπαρκάρισμα μιας εξωτερικά αφηρημένης προπαγάνδας». Ανατόλ Φρανς
Με τα ρούχα που φοράς ορίζεις μ’ έναν τρόπο ποιος είσαι. Αναδεικνύεις τους ρόλους που επέλεξες ή αναγκάστηκες να παίξεις. Η ντουλάπα σου είναι ένα είδος βιογραφίας. Το ντύσιμο, εκτός των άλλων, βάζει και τα όρια στο ερωτικό παιχνίδι, συμμετέχει στη διαδικασία της γοητείας, αν και μερικές φορές είναι ένα παιχνίδι ιδιαίτερα ναρκισσιστικό και μοναχικό. Όμως, αναρωτιέται κανείς πόσο ελεύθερος είναι να επιλέξει αν θέλει να παίξει αυτό το παιχνίδι της μόδας. Κι αν δεν θέλει, είναι εύκολο να διαφοροποιηθεί απ’ αυτό το σύστημα που επιβάλλει πρότυπα και συμπεριφορές; Η μόδα έχει στοιχεία ολοκληρωτισμού, είναι ένας κρυφός δεσποτισμός, κι αν αρνούμαστε να το παραδεχτούμε, είναι γιατί έχουμε ανάγκη από το ταξίδι της. Η αγωνία μας για διάκριση στον επαγγελματικό-κοινωνικό χώρο αλλά και στον ερωτικό αγώνα και η προαιώνια ματαιοδοξία μας τροφοδοτούν και ταυτόχρονα κρύβονται αριστοτεχνικά πίσω από τις τάσεις της μόδας. «Η μόδα μετέτρεψε σε στολές αυτές τις, από καταβολής κόσμου, αρχέγονες αγωνίες του ανθρώπου» (Ανατόλ Φρανς). Τυποποίησε συμπεριφορές προβάλλοντας εικόνες κλισέ σε ολόκληρο τον πλανήτη, μας έβαλε στο έργο της χωρίς να το ξέρουμε. Κι ενώ η πρόθεσή μας είναι να τη χρησιμοποιήσουμε, τελικά γινόμαστε η «μάσκα» που φοράμε (απόδειξη είναι τα εκατομμύρια γυναικών-αντίτυπα). Το όνειρο γίνεται πίστη. Σ’ αυτό συντελεί η σύγχυση του σημερινού ανθρώπου. «Η μόδα όχι μόνο εκφράζει αυτή τη σύγχυση, αλλά και την τρέφει». Μαζί με τη διαφήμιση οδηγεί στη λήθη. Όσο κρύβεσαι «κάτω απ’ τα φουστάνια της», πίσω απ’ τη φαντασμαγορία της, το σκας απ’ την αληθινή ζωή. Η κατανόηση των μηχανισμών της βιομηχανίας της τουλάχιστον μας επιτρέπει να την εντάσσουμε στο δικό μας αξιοκρατικό σύστημα, χωρίς να γινόμαστε απόλυτα θύματά της. «Όλοι ξέρουμε ότι φοράμε καθημερινά και μάλιστα εν μέση οδώ όλον το μέχρι πνιγμού πολύχρωμο βαρύ οπλισμό κάποιας πρωτόγονης λατρείας, όλα τα ουρί του παραδείσου, όλους τους χαλκάδες του δουλεμπορίου, όλους τους πολυελαίους της δύσης, όλους τους εξωτισμούς, όλα τα μεθυστικά, όλο τον ενδυματικό κατακλυσμό, όλο το γυμνικό κατακλυσμό, και ξέρουμε πως ντυθήκαμε όλες τις Εύες, όλες τις κούκλες, όλα τα σκιάχτρα, και όλοι ξέρουμε πως φτάσαμε στο σημείο να λαλήσουμε – να λαλήσουμε… (Ντένη Βαχλιώτη)
Η μόδα λειτούργησε ιστορικά όπως η αρχιτεκτονική και η μαγειρική, δηλαδή και οι τρεις έχασαν σχεδόν τελείως την επαφή με τις ανάγκες που τις δημιούργησαν. Όμως η πραγματικότητα, ήδη από το τέλος του 20ού αιώνα, ανάγκασε τις τελευταίες να συνετιστούν και την πρώτη να φαντάζει σαν μια κατάχρηση, μια υστερία χωρίς προηγούμενο. Το παγκόσμιο οικονομικό χάος που ακολούθησε αλλάζει αναγκαστικά και με γρήγορους ρυθμούς το τοπίο της μόδας. Τα μαζικής παραγωγής πρακτικά ρούχα για άνδρες και γυναίκες κερδίζουν έδαφος. Οι άνθρωποι ψωνίζουν στον κυβερνοχώρο, όπου μπορούν να συγκρίνουν τις τιμές. Το δίκαιο εμπόριο, η παιδική εργασία και τα οικολογικά προβλήματα έχουν επηρεάσει τον τρόπο σκέψης του καταναλωτή. Η βιομηχανία της ένδυσης έχει την υποχρέωση να απαντήσει σε ερωτήματα όπως πού παρήχθησαν τα προϊόντα της, πόση απόσταση διήνυσαν προτού φτάσουν στη δύση, ποιο είναι το ενεργειακό τους αποτύπωμα, αν δούλεψαν παιδιά στην κατασκευή τους κ.ά. Οι ενοχές μας κερδίζουν έδαφος ενάντια στην αγάπη μας για τα λούσα.
Tags: βιομηχανία • μόδα • τέχνη