Ο Σεφ είδε Γκλου-γκλου στο Χριστουγεννιάτικο Μενού
- Συντάκτης Ντίνος Χατζηγιώργης
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα Χριστουγεννιάτικο παραμύθι τελείωσε ευτυχισμένα, μ’ έναν σεφ να χαρίζει τη ζωή σε μια γαλοπούλα, σερβίροντας στη θέση της, ως κύριο πιάτο, καραμελωμένα ραπανάκια. Ήταν το επίσημο δείπνο του Δημαρχείου και έκανε τέτοια εντύπωση, που όλοι γλείφανε τα δάχτυλά τους για καιρό. Κι ας κατσούφιασε ο Δήμαρχος, που έχασε το ζουμερό μπούτι γαλοπούλας με την τραγανή πετσούλα που ονειρευόταν. Ο αξιότιμος εκείνος σεφ, ο Σουπλέ ντε Πεστλέ Μπον Μανιφίκ, δε χάρισε απλά τη ζωή στον Λε Γκλου-γκλου, γιατί γαλοπούλος ήταν η γαλοπούλα, τον πήρε και στο σπίτι του σαν κατοικίδιο.
Ευτυχής ο γάλος λοιπόν, έβοσκε στον κήπο της βίλας του αφεντικού του, ξεσήκωνε τη γειτονιά με τα «γκλου-γκλου» του, και κοιμόταν στο σαλόνι παρακαλώ, πάνω σ’ ένα μεταξωτό μαξιλαράκι δίπλα στο τζάκι. Ήταν μια αρμονική συνύπαρξη, μια ιδανική φιλία πτηνού και ανθρώπου, και όταν τον ρωτούσαν απορριμμένοι, ο σεφ απαντούσε σιβυλλικά, «κατανοούμε ο ένας τον άλλον».
Πέρασαν όμως, πολλά Χριστούγεννα από τότε. Ήρθαν τα τωρινά, τα μαύρα. Φτώχια έπεσε στη χώρα και ο σεφ ήταν άνεργος και άπορος. Ο χειμώνας είχε έρθει τσουχτερός, και η βίλα που κατέρρεε σιγά-σιγά, έμπαζε κρύο από παντού. Είχαν κόψει και το ηλεκτρικό, και ο Πεστλέ χουχούλιαζε ολημερίς με τον Γκλου-γκλου μπροστά στο τζάκι. Μετά τα κούτσουρα και τις καρέκλες που τους είχαν τελειώσει, σειρά είχε ο μεγάλος καναπές στο σαλόνι, που τον έκοβαν πόντο-πόντο για να ταΐζουν τη φωτιά και να ζεσταίνονται. Εκεί είχε κρεμάσει ο σεφ και ένα κατσαρολάκι για να βράζει τα ραδίκια που μάζευε ο Γκλου-γκλου στον κήπο. Στα ντουλάπια της κουζίνας είχαν απομείνει μόνο μικρά βαζάκια με καρυκεύματα, και μια χούφτα καλαμπόκι. Πότε-πότε ο Πεστλέ αναγκαζόταν να μασουλάει σπόρους μουστάρδας, ή κόκκους πιπεριού, ή στικάκια κανέλας, για να ξεγελάει την πείνα του. Ο Λε Γκλου-γκλου άκουγε το στομάχι του αφεντικού του να γουργουρίζει και στενοχωριόταν πολύ. Έβγαινε στον κήπο, σκάλιζε το κρύο χώμα, κι όταν πετύχαινε κανένα σκουληκάκι το έφερνε αμέσως πίσω στον ευεργέτη του. Ο Πεστλέ αρνιόταν την προσφορά ευγενικά, προσποιούμενος ότι δεν πεινάει και τόσο πολύ. Κάποτε ήταν σπουδαίος σεφ, έχοντας όμως χάσει τη σιγουριά του, δεν ένιωθε πια αρκετά σπουδαίος για να μετατρέψει ένα σκουληκάκι σε φιλέ-μινιόν.
Παρά τη γενική μιζέρια, είχαν στήσει στο σαλόνι ένα ψωριάρικο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν από τα πλαστικά, που είχε όμως γνωρίσει κάποτε καλύτερες γιορτές. Απουσίαζαν τα περισσότερα από τα παραδοσιακά στολίδια που το κοσμούσαν παλιά, και ο Πεστλέ είχε κρεμάσει ό,τι είχε βρει μέσα στο σπίτι. Κουταλάκια, πιρουνάκια, πολύχρωμα βαζάκια, μέχρι ψαλίδια για τα νύχια και δύο τσατσάρες. Στην κορυφή όμως του δέντρου, έστεκε πάντα ένα αγγελάκι, το μόνο από τα γνήσια στολίδια που είχε επιζήσει. Σ’ ένα συρτάρι βρήκε κι ένα διαβολάκι, που κάποτε υπήρξε ντεκόρ σε μια τούρτα σοκολάτας. Το κρέμασε κι αυτό σ’ ένα από τα χαμηλά κλαδάκια του πλαστικού δέντρου. Έβλεπε λοιπόν, το αγγελάκι τον σεφ να κόβει στα δύο τα σπυριά καλαμποκιού για να τους φτάσουν, και κούναγε τα φτερά του ραντίζοντας άνθρωπο και πτηνό με ζεστές ευχές αγάπης. Παρακολουθούσε όμως και το διαβολάκι, και σκαρφιζόταν άλλα σχέδια για την ιστορία μας. [Συμβαδίζετε ήδη με το διαβολάκι, έτσι δεν είναι; Σας ξέρω εσάς.]
Κρατούσε μια πιρούνα το διαβολάκι, σούβλιζε με αυτή τον αέρα και ύφαινε κακό σκοπό. Όση προσπάθεια και να έκανε ο σεφ μας, του ήταν δύσκολο να κρύβει τη λιγούρα που τον τυραννούσε. Είχε κάνει μεγάλη χαρά εκείνο το πρωί, γιατί είχε ανακαλύψει στον πάτο ενός βάζου ένα ξεραμένο φυλλαράκι βασιλικού. Το μασούλαγε λοιπόν, αργά-αργά και ήταν σαν αμβροσία στη γλώσσα του. Ο γαλοπούλος είχε χαρεί πολύ για το αφεντικό του. Χωρίς να το καταλάβει, η ελάχιστη εκείνη γεύση βασιλικού άρχισε να ξεκλειδώνει ξεχασμένες πόρτες στις αισθήσεις του μάγειρα-καλλιτέχνη. Ξυπνούσε για άλλη μια φορά ο μαέστρος της γαστρονομίας, ο σεφ που βρισκόταν σε νάρκη. «Με τι θα πήγαινε ταμάμ αυτός ο βασιλικός;», αναρωτήθηκε και μπαμ, έσκασε αμέσως η απάντηση στο κεφάλι του. Εκεί απέναντί του, ροδοκόκκινος στην ανταύγεια του τζακιού, τον κοίταζε αθώα ο μοναδικός του φίλος, ο Λε Γκλου-γκλου. «Γιατί άραγε με κοιτάζει έτσι το αφεντικό», αναρωτήθηκε το αγαθό πτηνό. Γυάλιζε το μάτι του Πεστλέ, χαμογελούσε περίεργα, και του έσταζαν σάλια.
Το αγγελάκι διαισθάνθηκε τι έτρεχε και χτύπησε αμέσως τα φτερά του. Ο Πεστλέ τινάχτηκε όρθιος, αναστατωμένος. Πω-πω τι νόστιμες σκέψεις ήταν αυτές; Δεν έπρεπε να επιτρέψει τη λιγούρα να τον λυγίσει. Το διαβολάκι στριφογύρισε την πιρούνα του και ο σεφ τουρτούρισε σκιαγμένος. Κάτι έπρεπε να κάνει μ’ όλα αυτά τα ανοίγματα και τα ραγισμένα τζάμια, που έμπαζαν στο σπίτι τον ψυχρό άνεμο. Έτρεξε και βρήκε στην αποθήκη έναν τσελεμεντέ και σχίζοντας τις σελίδες του, άρχισε να μπαλώνει τρύπες. Πόρτες, τζάμια και κουφώματα καλύφθηκαν επιτυχώς, και έπαψε να φυσάει στο σαλόνι. Αλλά τότε, είδε ο Πεστλέ ένα σοβαρότερο πρόβλημα, γουρλώνοντας τα μάτια του τρελαμένος. Όλες αυτές οι σελίδες τον κύκλωναν προκλητικά, με συνταγές να ξεφωνίζουν για την προσοχή του. Τορτελίνια με γαλοπούλα και γιαούρτι, γαλοπούλα με ρόδι, εντσιλάδα με γαλοπούλα, μάφινς με κιμά γαλοπούλας, κροκέτες γαλοπούλας με τυρί τσένταρ σε σάλτσα από καπνιστές ντομάτες, σε ρολό με κάστανα, με σως σοκολάτας, λεμονάτη με τζίντζερ, στο φούρνο ή καπνιστή με σαλάτα σπανάκι και ρόκα! Ο Γκλου-γκλου ανάμεσα σε δύο φέτες φρέσκο ψωμί σίκαλης με μαγιονέζα και μαρούλι!
Ο Σουπλέ ντε Πεστλέ Μπον Μανιφίκ ξαφνικά, άρχισε να σφυρίζει δήθεν αδιάφορα. Μέσα στα πολλά «γκλου-γκλου», ο Λε Γκλου-γκλου ξεροκατάπιε μ’ ένα «γκουλπ». Έξω από τις παγωμένες τζαμαρίες της βίλας έπεφταν νιφάδες σιωπηλά, δεν έβρεχε, δεν έριχνε βροντές κι αστραπές, κι όμως… η βίλα φάνταζε τώρα σαν η Βίλα του Τρόμου. Ο σεφ στάθηκε μπροστά στον καθρέπτη του χολ, φόρεσε το σκούφο του, και επιτέλους, ίσιωσε το γαλλικό του μουστάκι. Πήγε στην κουζίνα και την αντίκρισε συγκινημένος. Αναμνήσεις από οσμές και γεύσεις, ξινές, πικρές, αλμυρές και γλυκές, έσκασαν σαν βαρελότα στα ρουθούνια και τη γλώσσα του. Άρχισε να μετράει τις κατσαρόλες του, καθώς ήθελε μία που να χωράει μέσα στο τζάκι. Ή μήπως, να δοκίμαζε τη γάστρα; Το μάτι του κόλλησε στον μπαλτά που κρεμόταν από ένα καρφί στον τοίχο. Γιατί όχι και τα δύο; Είχε μπόλικο Γκλου-γκλου, σκέφτηκε, πριν ξεσπάσει σ’ ένα σατανικό «μουαχαχά», που αντήχησε σ’ όλη τη βίλα. Ένας θόρυβος στα αριστερά του τον έβγαλε από την γαστρονομική περισυλλογή. Ήταν ο Λε Γκλου-γκλου, που βάδιζε στις άκρες των ονύχων του, εξερχόμενος της κουζίνας, έχοντας μαζέψει στα φτερά του όλα τα κουζινομάχαιρα, και άλλα τέτοια κοφτερά αντικείμενα. «Αχά!», ούρλιαξε ο σεφ ξεκρεμώντας τον μπαλτά από τον τοίχο.
Τρεχάτε ποδαράκια μου ο γάλος, κι από πίσω ο άλλος Γάλλος, και «γκλου-γκλου-γκλου» πέρα δώθε μέσα σ’ όλη τη βίλα, έβαλε εφεδρεία το πουλί φτερά και πούπουλα, αφήνοντας στο διάβα του ένα σωρό μαχαίρια καρφωμένα στο παρκέ. Και τ’ άρπαζε τα μαχαίρια από πίσω ο Πεστλέ και τα εκσφενδόνιζε στο κατόπι του, δραπετεύοντος γεύματος. Το αγγελάκι στενοχωρήθηκε πολύ με τ’ όλο σκηνικό. Άκουσε το διαβολάκι από κάτω να ξεκαρδίζεται και σκέφτηκε, ότι αρκετά είχε ανεχτεί τη ζαβολιά του. Ξεσκαρφάλωσε από την κορυφή του, ξεκρέμασε ένα από τα ψαλιδάκια που στόλιζαν τα κλαδιά του δέντρου και έκοψε τον σπάγκο από τον οποίο κρεμόταν το ζιζάνιο. Το υποχθόνιο καλικαντζαράκι δεν πρόλαβε ούτε μια κατάρα να ξεστομίσει. Έπεσε στο πάτωμα, αναπήδησε στο μωσαϊκό και γλιστρώντας, χάθηκε για πάντα στα αραχνιασμένα τοπία κάτω από μια παλιά πολυθρόνα.
Εντωμεταξύ, το κυνήγι σεφ κατά πτηνού κατέληξε στα κεραμίδια της βίλας. Το τρέξιμο είχε ζεστάνει τους δύο αντιπάλους για τα καλά, και δεν ένιωθαν καν τον παγωμένο αέρα που λυσσομανούσε πάνω τους. Με βλέμμα τρελό και πεινασμένο, και τον μπαλτά του σηκωμένο, ο Πεστλέ ήθελε τρία βηματάκια για να αρπάξει τον πιστό του φίλο από τον λαιμό. Ο Λε Γκλου-γκλου, αν και εφοδιασμένος με φτερά, ήξερε ότι δεν μπορούσε να πετάξει, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Σίγουρα δεν ήθελε να καταλήξει μέσα σε μια κατσαρόλα. Έδωσε έναν πήδο στον αέρα και άρχισε να χτυπάει απελπισμένος τα φτερά του. Τα κατάφερε έστω και για λίγο, αρκετά για να χαθεί από τα μάτια του κυνηγού του, μέσα στη νυχτερινή χιονόπτωση, που ολοένα πύκνωνε. Ήταν μεσάνυχτα ακριβώς, και μόλις ξεκινούσαν τα Χριστούγεννα.
«Γκλου-γκλου!» αναφώνησε στη νύχτα ο Σουπλέ ντε Πεστλέ Μπον Μανιφίκ, και αμέσως ήταν σαν να βγήκε από μια καταραμένη ύπνωση. Μόλις είχε χάσει έναν πολύ καλό φίλο και το σφάλμα ήταν όλο δικό του. Τι είχε πάει να κάνει; Πως μπόρεσε καν να διανοηθεί κοκκινιστό τον πιστό του σύντροφο; Επιστρέφοντας στην προστασία της σοφίτας, το νηφάλιο του κεφάλι γέμισε με εικόνες της φιλίας τους, τα γνωστά φλάσμπακ από το προηγούμενο παραμύθι, το ταξίδι στο Παρίσι, το καρναβάλι του Ρίο, τη θεαματική απόδραση από το νησί των Αμαζόνων. (που τα θυμάστε καλά όσοι διαβάσατε το περσινό εορταστικό τεύχος.) Εκεί στη σοφίτα βρήκε και τα άλμπουμ γεμάτα φωτογραφίες από τις περιπέτειές τους. Πόσο έκλαψε ο δυστυχής σεφ, πόσο είχε μετανιώσει για την απαράδεκτη συμπεριφορά του.
Φόρεσε βιαστικά το τρύπιο του παλτό και βγήκε αμέσως στο δρόμο να βρει τον φίλο του. Έπρεπε να βιαστεί, πριν προλάβει το δύστυχο πτηνό κάποιο άλλο κακό. «Λε Γκλου-γκλου! Λε Γκλου-γκλου!», φώναζε ψάχνοντας σοκάκια και αλάνες παλεύοντας το κρύο. Ο Λε Γκλου-γκλου εντωμεταξύ, είχε προσγειωθεί μέσα στον τεράστιο κήπο μιας μεγάλης έπαυλης. Αμέσως τον κύκλωσαν τρία ροτβάιλερ με κοφτερά σαγόνια που ξεσήκωσαν τον κόσμο με τα αλυχτίσματα τους. Άναψαν όλα τα φώτα στην έπαυλη, που τύχαινε να ανήκει στον Δήμαρχο της πόλης.
Στο τσακ έφτασε στη σκηνή ο σεφ Πεστλέ, με νέες τρύπες, από σκάγια, στο παλτό του. Πολλοί πεινασμένοι γείτονες τον είχαν περάσει για γαλοπούλα στο σκοτάδι, έτσι όπως φώναζε τα «γκλου-γκλου» του. Αγκάλιασε το πτηνό του προστατευτικά και σήκωσε τις γροθιές του απειλητικά προς τα αγριεμένα ροτβάιλερ. Ζήτησε μετά δακρύων συγνώμη από τον φίλο του και ο Λε Γκλου-γκλου τον συγχώρεσε φυσικά, αμέσως. Τι καλά που είχαν μονιάσει ξανά, ο γαλοπούλος δε θα μπορούσε να είναι πιο ευτυχισμένος. Δεν είχαν γλιτώσει όμως, ακόμα για να πέσουν οι τίτλοι τέλους. Ο Δήμαρχος βγήκε μουτρωμένος στη βεράντα να δει ποιος τον είχε ξυπνήσει, και μούτρωσε περισσότερο όταν αντίκρισε τον σεφ που του είχε στερήσει εκείνο το μπουτάκι γαλοπούλας, και μούτρωσε ακόμα περισσότερο όταν είδε και το πουλί στο οποίο ανήκε το μπουτάκι. Και αμέσως μετά κάγχασε. «Χεχ-χεχ-χεχ!» Κάπως έτσι, δηλαδή. Εννοώντας εκδίκηση! Τους είχε στο χέρι. Τι να έκανε όμως; Όπως ήταν φανερό σ’ όλους, το δεξί πόδι του Δημάρχου ήταν φασκιωμένο πάνω σε βοηθητική ρόδα, πρησμένο από την ποδάγρα. Το είχε παρακάνει όλον τον χρόνο στις γαλοπούλες και τα γουρουνόπουλα, και ο γιατρός του είχε απαγορέψει τα κρέατα και τις τραγανές πετσούλες μέχρι να γίνει τελείως καλά. Από κάπου μακριά, ένα αγγελάκι χτυπούσε τα φτερά του και μια αμυδρή μουσική, σαν κάλαντα έφταναν στα αφτιά του Δημάρχου, ζεσταίνοντας λίγο τη στρυφνή του καρδιά. Σαν άρχοντας της πόλης αποφάσισε να επιδείξει την ανωτερότητά του, παίρνοντας ταυτόχρονα και μια μικρούλα εκδίκηση. Χτύπησε τα δάχτυλά του και τα τρία ροτβάιλερ επέστρεψαν στα ζεστά καλύβια τους. Χτύπησε δύο φορές τα δάχτυλά του και βγήκε ένας υπηρέτης να παραδώσει ένα δώρο στον σαστισμένο σεφ.
Ήταν ένα βαρύ κουτί, τυλιγμένο σε κόκκινο, γυαλιστερό χαρτί, δεμένο μ’ έναν φανταχτερό, πράσινο φιόγκο. Δήμαρχος και σεφ κοιτάχτηκαν, σαν να μονομαχούσαν με το βλέμμα. «Κάτι για τα Χριστούγεννα», είπε αυτάρεσκα ο Δήμαρχος από την βεράντα, «που σου χρωστούσα», συμπλήρωσε μειδιώντας. Κατόπιν τους γύρισε την πλάτη και έσπρωξε το πρησμένο του ποδάρι πίσω στη ζεστή κρεβατοκάμαρά του. Σεφ και πτηνό πήραν το δρόμο του γυρισμού νηστικοί, αλλά ευτυχισμένοι. Στα μισά του δρόμου ο Πεστλέ δεν άντεξε, σταμάτησαν κάτω από ένα φανάρι και πάνω στο παγκάκι ξετύλιξαν το μυστήριο δώρο. Και ήταν όντως ένα πολύ καλό δώρο. Δύο ντουζίνες βαζάκια με ραπανάκια πίκλες παρακαλώ. Ο Λε Γκλου-γκλου άφησε μερικά απορριμμένα «γκλου», αλλά ο σεφ χαμογέλασε, εκλαμβάνοντας ως καλοπροαίρετο το χιούμορ του Δημάρχου. Ο παλιός άρχοντας της κουζίνας ξύπνησε πάλι μέσα στον άντρα. «Ω, mais oui, mon ami Glu-glu! Βολευτήκαμε για έναν γαστριμαργικό χειμώνα, γεμάτο εκπλήξεις και γεμάτο στομάχι! Θα δεις. Εγώ θα γλύφω τα δάχτυλά μου κι εσύ θα τσιμπολογάς το λειρί σου».
Είχε αρχίσει να στρώνει το χιόνι και ήταν σίγουρο, ότι θα ξημέρωναν λευκά Χριστούγεννα. Οι δύο φίλοι συνέχισαν μονιασμένοι για την βίλα τους, εκεί τους περίμενε η ζεστασιά του τζακιού τους και ένα λουκούλλειο γεύμα. Και ο Σουπλέ ντε Πεστλέ Μπον Μανιφίκ θα ήταν πλέον φρόνιμος, όσον αφορά τον πιστό του Λε Γκλου-γκλου. Τουλάχιστον, μέχρι το Πάσχα.
Οι μέρες της λόρδας, φίλοι μου, συνεχίζονται. Καλή Υπομονή σε Όλους!
Tags: διηγήματα