Μέρες που είναι

Σφαλίζοντας ενωρίτερα την πόρτα του ιατρείου, πήρα τους δρόμους απόψε για ν’ αναπνεύσω φρέσκο θαλασσινό αγέρα μπας και η σκέψη καθαρίσει απ’ τη σκοτούρα και γλυκάνει κομματάκι η καρδιά.

Σε αναζήτηση πρόσκαιρης απόδρασης από τον ασφυκτικό μου μικρόκοσμο, θέλησα ν’ απομακρύνω το κουρασμένο βλέμμα μακριά από αρρώστιες, θανάτους, τη γλίτσα κουτοπόνηρα αβανταδόρων μπαγλαμάδων και την κακογουστιά σιτεμένων ενζενί οψίμου εφηβείας που επιπλέουν στον αφρό ετούτης της Λιμνούπολης.
Έχει ενδιαφέρον η ανθρωπογεωγραφία της επαρχίας, μολονότι προβλέψιμη σε μεγάλο βαθμό. Το μόνο που χρειάζεται είναι να γίνει κανείς αόρατος τρυπώνοντας πίσω από τις κουίντες κι αφήνοντας τη ματιά του να κόβει φάτσες όπως το μαχαίρι το ζεστό βούτυρο.
Αρκετά για την ώρα…

Καθώς περπατώ στους δρόμους της πόλης οι κόρνες και τα φώτα των αυτοκινήτων κάνουν ακόρντο σε αλήτισσες φευγάτες σκέψεις, έτσι όπως διαδέχονται η μια την άλλη για να σχηματίσουν πιρουέτες επί κεφαλής.
Είναι άλλωστε προπαραμονές του νέου χρόνου, αυτού του φαντασιακά πολύφερνου μπαγάσα που υπόσχεται ένα μυστηριωδώς όμορφο Κάτι ή άλλο ένα βαρετό Τίποτα στις ζωές όλων μας.
Μέρες που είναι σκάνε μύτη σκέψεις κι απολογισμοί του παρελθόντος, νέες στοχοθεσίες και «θέλω» με προβολή στο κοντινό μέλλον.
Μα αντιλαμβάνομαι τότε πως η άμμος στην προσωπική μου κλεψύδρα έχει μισοτελειώσει. Με tempo αργό και σταθερό.

Μέρες που είναι τα πρώτα ξωτικά των Χριστουγέννων κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνιση τους κι αισθάνομαι την ανάγκη να γίνω ξανά πιτσιρίκος. Να επιστρέψω σε μια αγκαλιά για να ξαποστάσω, αγγίζοντας σκηνές και πλάνα ονείρων γεμάτων χρώμα και φως.
Η ατμόσφαιρα γλυκαίνει σιγά-σιγά από τη μυρωδιά των μελομακάρονων, των κουραμπιέδων και των ανθρώπινων προσδοκιών.
Μάλλον θα ‘ναι το πνεύμα των γιορτών.
Αυτό που οι μεγάλοι μάθαμε να κρύβουμε με το πέρασμα του καιρού και μονάχα το αθώο παιδικό βλέμμα μπορεί να θυμίσει, επαναφέροντας –ευτυχώς- την τάξη.

Σουλατσάροντας στην παραλία χάζεψα τη στιλπνή σατινένια όψη των θαλασσόνερων του Νεγκρεπόντε καθώς πηγαινοέρχονται και σχηματίζουν δίνες υπό τα ατσάλινα σκέλια της παλιάς γέφυρας. Σαν ποταμός με υδάτινες όχθες το ρεύμα του Ευρίπου αποπνέει μια σχεδόν εξώκοσμη ενέργεια, καλώντας τον τυχαίο διαβάτη να χαθεί σε νοερά ταξίδια με το βαρκάκι της δικιάς του φαντασίας.
Μεγάλωσα εν Χαλκίδι.
Σ’ ετούτη ‘δώ την πόλη με τα δυο γεφύρια, τις δυο θάλασσες και τα ατίθασα τρελόνερα. Τα αενάως στροβιλιζόμενα σαν μύστες μιας προαιώνιας χορογραφίας, υπάκουα στις προσταγές της παλίρροιας στο φως του φεγγαριού μα και των άστρων.
Στη μήτρα που έφερε στον κόσμο ανθρώπους σαν τον Σκαρίμπα, τον Σκαλκώτα, τον Μακρή, τον Μυταρά – κι άλλους πολλούς ακόμα – η αναζήτηση ταυτότητας παραμένει ζητούμενο ανάμεσα στο χθες, το σήμερα και τις προκλήσεις του αύριο.
Φορές πολλές ωστόσο είναι που η ενέργεια του τόπου εμπνέει έναν ρομαντισμό, κόντρα στον κυνισμό και τη μιζέρια της εποχής.
Αυθόρμητα κι εντελώς αναπάντεχα ‘κεί πού κανείς δεν περιμένει.

Χάθηκα ξανά στις περπατησιές και τα βλέμματα των περαστικών τριγύρω ρουφώντας αχόρταγα εικόνες του εξωτερικού κόσμου, πριν μπερδευτούν γλυκά με συνειρμούς και συναισθήματα σε ένα κολάζ που ξεδιπλώθηκε ενταύθα.
Μόνος στο πλήθος.
Ένα με το πλήθος, το πολύβουο μελίσσι των ανθρώπων.
Κάτι από Μπωντλέρ μου θύμισε η φάση.
N’ est pas?

Μια σύντομη στάση στην απέναντι πλευρά κοντά στο παλιό κτήριο του λιμεναρχείου ήταν απαραίτητη. Καθώς φαίνεται η επαφή με το ιώδιο άρχισε να φέρνει τα πρώτα θεραπευτικά αποτελέσματα.
Παρατηρησα τη γραμμή του παραλιακού μετώπου να διακόπτεται από την επιβλητική σιλουέτα κτηρίων όπως το Κόκκινο Σπίτι, το Σπίτι με τα Αγάλματα, η ΑΒΕΝΑ, το δημαρχείο, το «Παλίρροια» και το «Λούσυ».
Μεμιάς στη θύμησή ανακλήθηκαν εικόνες των παιδικών χρόνων, τότε που μπόμπιρας ακόμα βόλταρα καβάλα στο ποδηλατάκι με τις βοηθητικές ρόδες παρέα με τον παππού.
Φώτα πολύχρωμα και γιορτινά στολίδια ολούθε.
Ως κι η θάλασσα φόρεσε απόψε τα καλά της, έτσι όπως τα φώτα της πόλης καθρεφτίζονται απάνω για να σκίσουν με κοφτές χρωματιστές ξυραφιές το σκοτεινό της όγκο.
Ένιωσα ‘λαφρύς σαν πούπουλο καταμεσής της παράστασης με όλες αυτές τις εικόνες ν’ αποτελούν απτή πραγματικότητα σε ένα γαϊτανάκι αισθήσεων, σκέψεων και συναισθημάτων. Ενός θεατρικού εντέχνως σκηνοθετημένο από το ασυνείδητο καθώς ξέρει να επιλέγει σοφά και διόλου τυχαία υλικά από το εσωτερικό κι έξωτερικό μας σύμπαν.
Πραγματικότητα και φαντασία σε ένα τάνγκο για δυό.

Στο δρόμο του γυρισμού η αλαφρωμένη μου καρδιά αφέθηκε να γλιστρά ανέμελα στο ονειροδρόμιο του Αγίου Νικολάου έχοντας για συντροφιά τιτιβίσματα από χαρούμενα παιδάκια. Κάπου εκεί μου φάνηκε πως άκουσα ήχους από κουδουνάκια έλκηθρου ψηλά στον παγωμένο ουρανό.
Ο Άη-Βασίλης;
Χαμογέλασα κρατώντας με ύφος συνομωτικό μια σοκολάτα αμυγδάλου στη δεξιά τσέπη του τζάκετ, φυλαγμένη για δυο ματάκια καστανά που λατρεύω.
Μέρες που είναι, ακόμα περισσότερο…

Δεκέμβριος 2018 (Απόσπασμα από το Ημερολόγιο ενός Late Bloomer)

Μοιραστείτε: