Αγία Παρασκευή: Συναξάρι και παζάρι
Όταν ήμουν μικρή ακούγωντας τη φράση “ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής” ο νους μου πήγαινε αυτομάτως στη θεία Βιβή και στο θείο Λουκά. Ήταν η μεγαλύτερη ιστορία αγάπης που υπήρξε μέχρι τότε στην οικογένεια, τόσο μεγάλη και κινηματογραφική που θα μπορούσε να γίνει και ταινία (έτσι έλεγε πάντα η θεία Βιβή).
Όλα ξεκίνησαν πολλά πολλά χρόνια πριν στο προαύλιο του ναού της Αγίας Παρασκευής, της δικιάς μας της Βλάχας. Εκείνη ήταν ταμένη από την ώρα που γεννήθηκε, γιατί ήρθε στον κόσμο με σκέπη και όλοι πίστευαν πως το μωρό δεν βλέπει, κι εκείνος επισκέπτης στη πόλη και συνοδός. Βοηθούσε τον παππού του που έφερνε άλογα από τα χωριά της Κύμης και τα πουλούσε στη ζωοπανήγυρη.
Συναντήθηκαν τον Ιούλιο του 1939, ανάμεσα σε κιλίμια στρωμμένα στο προαύλιο, κοιμησμένους πιστούς και προσκυνητές που με ευλάβεια περίμεναν να μπουν στην εκκλησία. Όλη την νύχτα αντάλλασαν ματιές, σαν άλλοι πρωταγωνιστές του βιβλίου της Γκράτσια Ντελέντα, Ηλίας και Μανταλένα. Την επόμενη χρονιά, το 1940 δηλαδή, έδωσαν το πρώτο τους φιλί, μπροστά από τα κάγκελα της γέφυρας και πίσω από τον κόσμο που είχε κατακλύσει το χώρο, χορεύοντας και τραγουδώντας μετά τη λιτανεία.
Χάθηκαν με τον πόλεμο γιατί το 1941 εως το 1944 το πανηγύρι δεν πραγματοποιήθηκε. Όμως η Αγία Παρασκευή έκανε το θαύμα της, ξαναβρέθηκαν, ένωσαν τις ζωές τους και έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
Μεγαλώνοντας λοιπόν, άκουγα την ιστορία τους πολλές φορές (κάθε φορά όμως να ατονεί) γιατί εν τω μεταξύ είχα ακούσει και για άλλους εξίσου μεγάλους έρωτες. Αλλά παρά την ξεθωριασμένη ιστορία, η Αγία Παρασκευή ήταν παρούσα στις ζωές μας (μέναμε τότε ακριβώς πίσω απο το ιερό), είτε με την καμπάνα και τα μικρόφωνα, είτε με κάποιο θαύμα, είτε γιατί κάποιος γεννιόταν, κάποιος βαφτιζόταν, κάποιος παντρευόταν, κάποιος πέθαινε, αλλά και γιατί όλα τα απογεύματα της παιδικής μου ηλικίας τα πέρασα παίζοντας μπροστά από την εκκλησία, αποφεύγοντας όμως να πλησιάσω εγώ κι όλα τα παιδιά της γειτονιάς το σπίτι του Βαίλου, γιατί μία γιαγιά, μία μέρα μας είπε πως εκεί σκοτώσαν οι Τούρκοι ένα κορίτσι.
Κι όλα πήγαιναν καλά μέχρι που μεγάλωσα. Από την άλλη όμως ήταν και καλό αυτό, γιατί έμαθα πολλά και μου λύθηκαν και αρκετές απορίες. Έμαθα λοιπόν οτι την Αγία Παρασκευή, τη δική μας, τη Χαλκιδέικη, τη λένε Βλάχα, γιατί το 1884 που ο ναός επλήγει με σεισμό, με επίκεντρο τη Θήβα, σώθηκε θαυματουργικά και εμφανίστηκε η Αγία με στολή βλάχας. Έμεινε λοιπόν ως Βλάχα.
Κατάλαβα γιατί όλα τα χρυσά ή ασημένια τάματα, κρεμασμένα μπροστά στην εικόνα της, παριστάνουν ένα μάτι. Έμαθα ότι ο ναός της Αγίας Παρασκευής (που παλιά είχε το ωραίο όνομα “Ενορία Κάστρου”) είναι κτίσμα τριών χρονολογικών-τεχνοτροπικών φάσεων (Παλαιοχριστιανική 5ος αιώνας, Μεσοβυζαντινή 8ος-12ος αιώνας, Φράγκικη 13ος αιώνας), και το κυριότερο συνειδητοποίησα ότι όποιος έχει χρήματα μπορεί ανά πάσα στιγμή να αγοράσει ότι του κάνει κέφι και όχι να περιμένει το παζάρι της Αγίας Παρασκευής.
Ανήκω στη γενιά που όταν ήθελε κάτι, της απαντούσαν θα το πάρουμε στο παζάρι. Με το που τελείωνε η εβδομάδα του παζαριού, περίμενα με λαχτάρα αυτή της επόμενης χρονιάς. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα, από 25 μέχρι 31 Ιουλίου, κάθε βράδυ πηγαινοέρχομαι ανάμεσα στις παράγκες του παζαριού. Και τι παζάρι!! Θεσμοθετημένο από το 1864 με βασιλικό διάταγμα παρακαλώ.
Για εφτά μέρες, ανάμεσα σε τσίκνες, τραγούδια και φωνές, άνθρωποι από διάφορα μέρη της Ελλάδας, εμπορεύονται τις πραμάτειες τους, ρούχα, χαλιά, κουβέρτες, είδη οικιακής χρήσης, βιβλία, εργαλεία, CD και ότι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί, απλωμένα πάνω σε πάγκους και κόσμος να βολτάρει, να αγοράζει, να παζαρεύει συντηρώντας έτσι τον μύθο του παζαριού και προσδίδοντας σε αυτό εκτός από οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα, ιστορικό και λαογραφικό στοιχείο της πόλης.Από το 1986 όμως που το παζάρι δεν γίνεται πλέον στη Δημοτική Αγορά αλλά στο Πάρκο του Λαού, νομίζω για μένα τουλάχιστον άλλαξε. Μειώθηκαν κατά πολύ οι παράγκες με τα εμπορεύματα, έχει λούνα πάρκ, 6-7 καντίνες, 10 θέσεις για λουκουμάδες και χαλβά Φαρσάλων και άλλες τόσες για ψήστες καλαμποκιού. Όλοι μασουλάνε πια. Οι μόνες σταθερές παραμένουν η παραδοσιακή ψητή γουρουνοπούλα και η λιτάνευση της εικόνας.
Διαβάζοντας μία δημοσίευση του 1929, είναι σα να βλέπω την περσινή περιφορά (μόνο οι χωρικοί δεν φορούν ιδιόρυθμες φορεσιές). “Πήρε άλλη μορφή το πανηγύρι, χωρικοί με ιδιόρυθμες φορεσιές που κατεβαίνουν με ζώα από τα χωριά, καμπάνες και πάντα 7 η ώρα αρχίζει η λιτανεία και η περιφορά. Μπροστά οι σημαίες και πίσω ερχόταν η πομπή, ο κλήρος και οι επίσημοι, ακολουθούσαν με βήμα αργό και μεγαλοπρεπές. Οι νέοι και τα κορίτσια, με τις χίλιες υποσχέσεις για το μέλλον, προχωρούσαν και τέλος έκλεινε την ακολουθία το πλήθος των πιστών.”
Με συγκινεί η Αγία Παρασκευή. Μετά τη γέφυρα είναι το πιο επιβλητικό σημείο της πόλης και κάθε φορά που είμαι εκεί νιώθω το δέοςκαι τον σεβασμό για τα 1500 χρόνια ιστορίας της. Κι αν ήταν να τα γράψω όλα αυτά σε 2-3 σειρές θα δανειζόμουν τα λόγια του φίλου μου Γιώργου Πραγματικού. “ Η πόλη γιορτάζει! Αγία Παρασκευή Ζήτω! Το βράδυ όλοι στους δρόμους, μπάντες, αλάνια, τσογλάνια, γιαγιάδες με σκαμπουδάκια ανά χείρας, μωρά, παπάδες, κότερα, ποπ κορν, ζητιάνοι, παζάρι και μάλιστα ιστορικό από το 19ο αιώνα κλπ…”
H Αγία Παρασκευή να μας έχει υπό τη σκέπη της.
Καλό πανηγύρι και φέτος!
Μαρία Μπαΐρα
Tags: Αγία Παρασκευή • παζάρι