Personal Jesus

Εκείνη τη μέρα στη δουλειά, η Μαρία, την έβγαλε με τη μούρη χωμένη στα ντοσιέ: να μην ακούει και να μη βλέπει. Παραμονές Χριστουγέννων και οι αχώνευτες oι συναδέλφισσές της είχαν βαλθεί να διατρανώνουν πόσο υπέροχα θα τα περάσουν στις Αράχωβες, τις Στενές και τις Κύμες, με τους καταπληκτικούς τους συζύγους και τα λοιπά και τα λοιπά. Μια δηλητηριώδης ζήλεια τινάχτηκε σαν κόμπρα και της δάγκωσε την ψυχή: οι δικές της γιορτές προβλεπόταν να κυλήσουν παρέα με την τηλεόραση και τα δελτία ειδήσεων. Kαι όχι μόνο οι γιορτές.

Όμως η ζήλεια είναι ένα συναίσθημα ατιμωτικό και απόβλητο: οφείλεις να το μασκαρέψεις να μη φαίνεται. Οπότε η Μαρία κλεινόταν στην τουαλέτα και διόρθωνε το αïλάινερ, ανανέωνε το κραγιόν, άναβε το ένα Καρέλια πάνω στ’  άλλο.

Επιτέλους, τώρα είχε σχολάσει και γύρναγε σπίτι. Κατσουφιασμένη σαν γκαμήλα στη Σαχάρα ή σαν λάμα στη Γη του Πυρός. Περιτριγυρισμένη από ένα βουερό ανθρωπομάνι, πήρε προς τα κάτω ποδαράτη την Ελευθερίαυ Βενιζέλου και έστριψε στο Στρογγυλό αριστερά. To φωτοστέφανο της μοναξιάς της διαχεόταν σε όλη την παραλία, αντανακλούσε πάνω στα νάυλον από τις καφετέριες.
Πολύ δυσοίωνα Χριστούγεννα, αδερφέ μου. Ο δήμος Χαλκιδέων δεν είχε λεφτά να κρεμάσει λαμπιόνια. Επιπλέον, οι οδηγοί δεν τηρούσαν ούτε προτεραιότητες ούτε τίποτα -τούς γύριζαν τ’ άντερα επειδή είχαν αυξηθεί τα τέλη κυκλοφορίας-προκαλούνταν διαρκώς ατυχήματα, έβλεπες παντού πατημένες γάτες.
Έτσι, καθώς το φουκαριάρικο το Μαράκι ανηφόριζε τη ράμπα της Παλιάς Γέφυρας, το δεξί της τακούνι έκανε ένα κρατς και… Ξεκαρφώθηκε. Στα καλά καθούμενα· τα παπούτσια τα είχε αγορασμένα πριν κανά δυο μέρες από τη λαïκή.
«Γαμώ τη γκαντεμιά μου!», πρόλαβε να μουρμουρίσει πριν τσακιστεί χάμω.
Ήταν η κατάλληλη στιγμή να βάλει τα κλάματα. Και τα έβαλε. Γοεροί λυγμοί, τρανταζόταν ολόκληρη. Ωστόσο, ένας άντρας ξεμάκρυνε από το φιλοθεάμον πλήθος και έσπευσε κοντά της:
-Χτυπήσατε;
Τη στήριξε στο μπράτσο του, της έσιαξε τη φούστα, και την πήγε κούτσα κούτσα σε ένα παγκάκι. Ένιωθε φριχτά ρεζιλεμένη.
Ένοχη. Όταν ήταν μικρό κοριτσάκι, η μαμά της τής είχε απαγορέψει αυστηρά να σκαρφαλώνει στις μουριές, να τρέχει με τα αλητόπαιδα και να παίζει σχοινάκι στη γειτονιά. Για να μη λερώσει τα λουστρινάκια της.
Τώρα στα σαραντακάτι της, μόλις είχε παραβιάσει την απογόρευση: είχε γδάρει τα γόνατά της.

-Περιμένετε μια στιγμή…
Ο άντρας κατευθύνθηκε προς το Σίνεμα και γύρισε αμέσως με μπαμπάκια και ιώδια στα χέρια.
Η Μαρία δεν έκλαιγε πια. Μόνο παρατηρούσε σαστισμένη αυτόν τον τύπο με το κοντό γενάκι και τα άδολα μάτια  που, γονατισμένος στα πόδια της, φαινόταν σαν να την περίμενε από πάντα για να της καθαρίσει ενδελεχώς τα ματωμένα γόνατα και να τα πασπαλίσει με σουλφαμιδόσκονη.
-Νοσοκόμος είσαι;
-Όχι, επιδιορθωτής πνευστών οργάνων…
-Τι, φλάουτα;
-Κυρίως σαξόφωνα.
-Εδώ στη Χαλκίδα;
-Στη Χαλκίδα δεν παίζει κανείς σαξόφωνο.
-Κρίμα. Πάντως, τώρα που το συζητάμε, δεν θα ήταν κακή ιδέα να μάθω σαξόφωνο. Είναι δύσκολο;
-Απόφαση χρειάζεται. Μπορώ να σας δείξω τα βασικά, αν θέλετε.
-Αλήθεια;
-Με μεγάλη μου χαρά.

Της μιλούσε συνεσταλμένα χαμογελαστός, χωρίς να πάρει το βλέμμα από το έργο του. Τα δάχτυλά του ήταν θερμά, παρηγορητικά. Αλλά και τα γόνατα της Μαρίας φάνταζαν πολύ καλοσμιλεμένα. Σαν αγριοδαμάσκηνα.
Αυτομάτως, καθώς άναβε το τελευταίο εναπομείναν Καρέλια του πακέτου, τής ήρθε και η εξής ερώτηση:
-Δε μου λες… τι… τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα;
-Τα Χριστούγεννα; Τίποτα…
-Δηλαδή… δε θα πας πουθενά;
-Πουθενά. Όμως, αν μου επιτρέπετε, θα χρειαστεί να σταματήσετε το κάπνισμα.
-Το κάπνισμα;
-Το σαξόφωνο θέλει δυνατά πνευμόνια.

Η Μαρία εντός του κεφαλιού της έκανε τη δεύτερη σκέψη ότι καλούλης ήταν, γλυκούλης. Επίσης ότι, ακόμα κι αν δεν είχες σχέδια για τις γιορτές, καθόλου σχέδια γενικά για το μέλλον, παρά ζούσες ένα παρόν στριμωγμένο ανάμεσα στις συμπληγάδες, η προσωπική σου Φάτνη σε καρτερούσε στα πιο απίθανα σημεία. Σε μια γέφυρα, ας πούμε, κάποιας πόλης από τις χιλιάδες εκατομμύρια πόλεις ενός στροβιλιζόμενου πλανήτη. H προσωπική σου Φάτνη ήταν μικρή και μεγάλη, ασήμαντη και σπουδαία, χώραγε και άλλους ανθρώπους μέσα, είχε ομορφιά και αλήθεια να αρπαχτείς, να γραπωθείς, να στερεωθείς τέλος πάντων.
Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα έκοβες το τσιγάρο και θα μάθαινες σαξόφωνο…

Αυτά αναλογιζόταν η Μαρία, όση ώρα ο επιδιορθωτής τής περιποιόταν τις πληγές. Ναι. Ώσπου, κάποια στιγμή, το χέρι της σηκώθηκε και χάιδεψε απαλά τον κρόταφό του.
Να ήταν άραγε πραγματικό αυτό το χέρι ή νοητό;

Σε κάθε περίπτωση, τα Χριστούγεννα δεν έδειχναν πια και τόσο δυσοίωνα.

Μοιραστείτε:  

Eίμαι φιλόλογος αλλά ασχολούμαι και με τη μετάφραση από την ιταλική γλώσσα. Γράφω κυρίως μέσα στο τρένο για την Αθήνα και στο καφενείο Ρεξ τέρμα παραλία. Θα ήθελα οι ιστορίες μου να έχουν οπωσδήποτε happy end αλλά αυτό δυστυχώς δεν είναι πάντα κατορθωτό. Έχω συμμετάσχει σε διάφορες ανθολογίες διηγημάτων, αλλά γράφω και θεατρικά και σενάρια. Έχω την τιμή να διατηρώ επί σειρά ετών, βρέξει χιονίσει, τη σελίδα «Δωμάτιο Με Θέαν» στο περιοδικό «Αν».  Τέλος, έχω ακουμπήσει με το δάχτυλο όλα τα τατουάζ του Νίκου Καββαδία, ειδικά αυτό με τη γοργόνα.